«Μέρες στη θάλασσα, όλες τους όμοιες όπως η ευτυχία…» μονολογεί με μεσογειακό πάθος ο Αλμπέρ Καμί, καθώς περιδιαβάζουμε συντροφιά αυτό το καλοκαίρι, που προβάλλει γυμνό και ολόφωτο πίσω από κάθε μεγάλο ή μικρό βράχο της μεγάλης θάλασσάς μας, της Μεσογείου. Από τον ψηλότερο βράχο, το Γιβραλτάρ, το δεύτερο θεόρατο μονόπετρο του Αιγαίου, τον Κάλαμο της Ανάφης, κι από την Πέτρα του Ρωμιού, στην ακτή της Αφροδίτης στην Κύπρο, ως το νησάκι Πιπέρι, τη Δήλο των ταξιδιών στις Κυκλάδες, «θάλασσα πλατιά, πάντα να οργώνεται και πάντα να παραμένει παρθένα, μαζί με τη νύχτα, θρησκεία μου…».
Μοιάζουν τόσο πολύ να συντονίζονται οι ατέρμονες αμμουδιές του Οράν, στην Αλγερία, με τη μικροσκοπική, πεπερασμένη μέσα στην αγκαλιά του βράχου, κρυφή παραλία Βότσαλα της Σχοινούσας, απέναντι από την Κέρο, τον παράδεισο των κυκλαδικών ειδωλίων, των αενάως μοντέρνων, που τέρπουν και μαθαίνουν την αφαίρεση των περιττών και την πρόσθεση των ουσιωδών, όσο απλών και μικρών κι αν είναι. Κι αυτά τα λευκά και γκρίζα βότσαλα, ίσως και μερικά καφέ και κίτρινα, στον έρημο κόρφο της Σχοινούσας, είναι ακόμη πιο αφηρημένα, αλλά και ακόμη πιο σαφή ως προς την αίσθηση και το υλικό, πρωτότυπα των κυκλαδικών ειδωλίων. «Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας».
Το καΐκι του καπετάν Πράσινου, σαν μικρός άγγελος των Μικρών Κυκλάδων, γυρίζει την πρύμνη του στα Βότσαλα και βάζει πλώρη για τα Γλαρονήσια και την Κέρο, με τελικό προορισμό το Πάνω Κουφονήσι. Σήμερα παίζουν τα βιολιά και μια παρέα παιδιών από τη Σχοινούσα πηγαίνει εκεί για να ξεφαντώσει. Θυμάστε τα βιολόσχημα κυκλαδικά ειδώλια; Θα σχηματιστούν ξανά στον νου σας αν κάνετε μια βόλτα στις αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου στο Κάστρο της Νάξου. Το σχήμα του βιολιού διαγράφεται λες στα χρωμοσώματα των νησιωτών και τους συνεγείρει και τους ξεσηκώνει. Ακου τον ικαριώτικο χορό. Σαν να κυματίζει το Ικάριο Πέλαγος. Στα εκατό και βάλε πανηγύρια που γίνονται ολοχρονίς στο νησί, οι άνθρωποι αγκαλιάζονται σφιχτά κα χορεύουν εκστασιασμένοι απέναντι στον ήλιο που ανατέλλει. Οπως το πανηγύρι του Αγίου Ισιδώρου, στις 14 Μαΐου, που ανοίγει τον μεγάλο κύκλο του καλοκαιριού. Το γλέντι τους είναι μια τελετουργία συνεργασίας και προσφοράς. Αιώνες απομονωμένοι και με μετρημένα εφόδια, έβαζαν στο κέντρο της κοινότητας το βρισκούμενο για να διασκεδάσουν και να χαρούν όλοι μαζί. Κατσικίσιο κρέας και κρασί. Αυτά μόνο. Α, και κέφι, και αρχοντιά, και διάθεση για ζωή. Ακόμη και τώρα, το πρώτο πιάτο του πανηγυριού, το «καλώς όρισες», είναι το βραστό κρέας και το ζουμί του. Το λένε πρόθεση και προσφέρεται ακόμη δωρεάν. Οπως και το σφιχταγκάλιασμα του ικαριώτικου χορού. Τη θάλασσα και την έρημο για να τις ζήσεις έχεις ανάγκη τη συνεργασία.
«Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια ήταν για μένα χλιδή. Υστερα έχασα τη θάλασσα και όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια αβάσταχτη. Κι από τότε περιμένω. Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα».
Ο Αλμπέρ Καμί απογειώνεται ξαπλωμένος στα μάρμαρα του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα και αφουγκράζεται τις δονήσεις της ελληνικής γης, όπως και την απίστευτη δύναμή της που έρχεται από παλιά, από την παιδική ηλικία ετούτων των μελών του Ναού. Για αυτόν τον επαναστατημένο άνθρωπο η Ελλάδα είναι πατρίδα και θάλασσα. «Για εμάς τους Μεσογειακούς η Ελλάδα είναι μια πηγή. Θέλω να πω ότι η Μεσόγειος έχει κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπεί τα πάντα και να μας δίνει πάντα ένα μάθημα μέτρου». Και τρέχει να βουτήξει στην αγκαλιά της, για να κρατήσει για πάντα τη θέρμη των μαρμάρων. «Τα μάτια μου θάμπωσαν από τη φωτεινότητα του γαλάζιου, όταν κολυμπούσα στα ιερά νερά, που απλώνονταν μέχρι τον Ναό. Τώρα μονάχα μπορώ να πω ότι έχω ζήσει…».
Η αίσθηση της θάλασσας μοιάζει να πετάγεται απέναντι, στην Κολόνα της Κύθνου, συντροφιά με την αίσθηση του καλοκαιριού. Και μπαίνουν μαζί διαδοχικά στους δύο όρμους που μοιάζουν με ένα ζευγάρι νέων που κάθονται στην παραλία πλάτη με πλάτη και τους χωρίζει μόνο ένα εύπλαστο τείχος αμμουδιάς που υψώνουν τα κορμιά τους, καθώς αγωνίζονται να πλησιάσουν ακόμη πιο κοντά το ένα το άλλο. Στον συνταξιδιώτη μου θυμίζουν έρωτες παλιούς, έρωτες που έρχονται. Ανεβαίνουμε ψηλά στα βράχια και απορροφούν τη ματιά μας τα κάθε λογής σκάφη που λικνίζονται στις δύο αγκαλιές της στεριάς. Ενας άνδρας περπατά στη γραμμή συνεύρεσης της αμμουδιάς με τη θάλασσα, κρατώντας ένα κοριτσάκι από το χέρι. Αλλά το βλέμμα μας καταφέρνει κάποια στιγμή να αποσπαστεί, να σηκωθεί πιο ψηλά και να ανοιχτεί στο Αιγαίο.
Ταξιδεύουμε στις Κυκλάδες έχοντας τη θάλασσα μες στα χέρια μας. Ξαποστάσαμε για λίγο, αν δεχτούμε ότι μπορεί να μας κουράσει το ταξίδι, στο λιμάνι της Τήνου, απολαμβάνοντας την πιο θεαματική αρπαγή από έναν πειρατή γλάρο μιας άκρης ψωμιού που έσπρωχναν στην επιφάνεια του νερού τα κεφαλόπουλα, κόβοντας μικρές μπουκιές από το σώμα της. «Από τη στιγμή της αναχώρησης γλάροι συνοδεύουν το καράβι μας, χωρίς εμφανή προσπάθεια, σχεδόν χωρίς να φτεροκοπούν. Τ’ όμορφο ευθύγραμμο πέταγμά τους μόλις βοηθιέται απ’ την αύρα. Αίφνης, κάτι που πέφτει με πάταγο απ’ τη μεριά των μαγέρικων χτυπά έναν λαίμαργο συναγερμό στο σμήνος των πουλιών, αναστατώνει το όμορφο πέταγμά τους κι ανάβει μια φωτιά από λευκά φτερά. Οι γλάροι στριφογυρίζουν ξετρελαμένοι, ύστερα, χωρίς να χάσουν την ταχύτητά τους, αφήνουν ένας ένας την ομάδα και πετούν καρφωτά προς τη θάλασσα».
Να και το Πιπέρι. Αυτό το νησί, που μοιάζει να αναδύεται από τη θάλασσα σαν φτερό καρχαρία, σηματοδοτεί τα μονοπάτια των ταξιδιών στις Κυκλάδες. Το βλέπεις πάντα όταν οι πλόες σου σε φέρνουν πέρα από το νότιο ακρωτήριο της Σύρου, το Σαν Μιχάλη. Πάντα οι πέτρες χάραζαν τις πορείες των ταξιδιών στο Αιγαίο, ειδικά ο σκληρός και κοφτερός οψιανός της Μήλου. Οπου τον συναντούμε εκτός του νησιού, έχει μια πολύ παλιά ιστορία ταξιδιών να μας διηγηθεί. Από πολύ παλιά, από τη Νεολιθική εποχή, τότε που ο άνθρωπος πάτησε σταθερά στα δυο του πόδια και έκανε το πρώτο βήμα πολιτισμού, βάζοντας ένα μικρό βότσαλο στα χέρια του νεκρού που έθαβε στο δάπεδο της σπηλιάς του. Το μέλλον αυτού του πολιτισμού που άρχισε έτσι συζητεί ο συνταξιδιώτης μου. Γι’ αυτό ήρθε στην Ελλάδα, φιλοξενούμενος του Αγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού. Για να συζητήσει με επιφανείς Ελληνες –τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Φαίδωνα Βεγλερή, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Ευάγγελο Παπανούτσο –ό,τι ακόμη μας προβληματίζει και σήμερα, το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού: «Ενότητα και διαφορετικότητα, και ποτέ η μια χωρίς την άλλη. Αυτή δεν είναι ακριβώς η εκδοχή της Ευρώπης μας; Εζησε τις αντιφάσεις της και εμπλουτίστηκε από τις διαφορές της και από το συνεχές ξεπέρασμά τους δημιούργησε έναν πολιτισμό από τον οποίο εξαρτάται ολόκληρος ο κόσμος ακόμη και όταν τον απορρίπτουν».
Ο συνταξιδιώτης μου γράφει βιβλία και φιλοσοφεί με εικόνες, καθώς τα νησιά από το περασμένο στον λαιμό των λεόντων της Δήλου περιδέραιο των Κυκλάδων πέφτουν το ένα μετά το άλλο σαν πολύτιμες χάντρες του κομπολογιού του Απόλλωνα. Νησιά, νησάκια, ερημονήσια, μοναχικοί βράχοι, δακτυλικά αποτυπώματα μικρών ή μεγάλων θεών. Κανένα δεν μοιάζει με κανένα, ακολουθούν καρτερικά τη μοναχική και την παράλληλη πορεία τους στο Αιγαίο. Παλιά οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα νησιά ταξιδεύουν στον βαθύχρωμο, σχεδόν στο χρώμα του κρασιού, πόντο και οι θεοί παρακάλεσαν τη Δήλο να σταθεί για λίγο ακίνητη για να μπορέσει η Λητώ να γεννήσει τον Απόλλωνα. Τι μεγάλη τιμή! Ακόμη και ένα νησί θα απαρνιόταν την ταξιδιωτική φύση του για να συμμετάσχει σε ένα από τα μεγάλα θαύματα του αρχαίου και του νέου κόσμου, του φωτός στο Αιγαίο. Και πέτρωσε η Δήλος, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, μέσα στον χρόνο, δίπλα στη Μύκονο, τόσο κοντά και τόσο μακριά από το σήμερα και από το μέλλον. Και οι άνθρωποι είναι νησιά, τόσο απόμακροι όσο πρέπει για να μην ομογενοποιηθούν σε μια προσωπικότητα και τόσο κοντά ώστε να συνομιλούν και να συμπορεύονται. Αίνιγμα…
«Πού βρίσκεται το παράλογο του κόσμου; Μήπως είναι αυτή η ακτινοβολία ή μήπως η ανάμνηση της απουσίας της; Με τόσο ήλιο στη μνήμη πώς μπόρεσα να στοιχηματίσω στο παράλογο; Μένουν όλοι κατάπληκτοι ολόγυρά μου. Καμιά φορά μένω κατάπληκτος κι εγώ ο ίδιος. Θα μπορούσα ν’ απαντήσω στους άλλους και στον εαυτό μου πως ο ήλιος τελικά με βοηθούσε σ’ αυτό και πως το φως του με την πυκνότητα που έχει στερεοποιεί το σύμπαν και τις μορφές του μεταβάλλοντάς το σε λάμψη σκοτεινή».
Και το παράλογο του ελληνικού καλοκαιριού; Κοιτάζουμε τη Σαντορίνη, τόση ομορφιά και τόση απειλή κλεισμένες μέσα στην Καλντέρα. Κάλλος και δέος, χαρά και φόβος, εξύψωση και καταβύθιση. Μπαίνουμε μέσα σε μια αγκαλιά που μοιάζει τόσο πολύ με της μάνας μας –γλυκιά και αυστηρή –ή μήπως ερωμένης, καυτής και επικίνδυνης; Ολα αυτά εξανεμίζονται σαν το κύμα που έρχεται από την άβυσσο και σβήνει πάνω στα μαύρα βότσαλα, σαν την έκπληκτη ματιά πάνω στις ωραιότερες καμπύλες του Αιγαίου, τους τρούλους των εκκλησιών της Οίας που αιωρούνται στο κενό. Ασπρα κτίσματα και άσπρα πανιά να ανεμίζουν πάνω στην καμένη γη. Μπορεί να είναι έτσι ο Παράδεισος;
Σε τούτα τα μέρη ο ήλιος δεν χάνεται, αλλά πάει να βασιλέψει στην πίσω μεριά της Γης. Η δύση δεν είναι το τέλος μιας ημέρας που έφυγε και χάθηκε και μόνο μας γέρασε, αλλά η αρχή μιας νέας, που ανανεώνει τις ελπίδες μας. Η καινούργια μέρα είναι πάντα μια καλύτερη μέρα. Οπως πίσω από τον ορίζοντα υπάρχει η υπόσχεση ενός καλύτερου κόσμου. Τίποτε πιο συναρπαστικό από τη ζωή απέναντι στις γραμμές των οριζόντων, την αέναη πρόκληση για ταξίδι. Τα σημάδια των ταξιδιών των νησιωτών είναι κατ’ αρχήν άυλα. Οι στεριανοί βλέπουν τον προορισμό τους και πηγαίνουν προς το μέρος του. Οι άνθρωποι των νησιών πηδούν μέσα στο ταξίδι και φεύγουν για το άπειρο.
«Και μόνοι με τον ορίζοντα. Τα κύματα έρχονται απ’ την αόρατη Ανατολή, ένα ένα. Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ… Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Ετσι θα ‘πρεπε ν’ αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα».
Να, από εδώ επάνω, από την Παναγία του Καλάμου στην Ανάφη, η ματιά σου απλώνεται κατά τον Νότο, στη μεγαλύτερη έρημο του Αιγαίου. Ο ορίζοντας, λένε, ασκεί το βλέμμα. Ομως, όσο ασκημένο κι αν είναι το βλέμμα μας, δεν τον φτάνει, αλλά ξεκινάμε να πλεύσουμε προς τον μικρόκοσμο της Κάσου χωρίς να τον βλέπουμε. Και ακόμη πιο μικρός μικρόκοσμος τα Αρμάθια, μες στην ησυχία των μοναστηριών, βράχοι, με μια τούφα σκίνα και θυμάρια στην κορυφή δύο εξωτικών παραλιών, από τις ωραιότερες της Μεσογείου. Η αμμουδιά λάμπει όπως το αλάτι στα κοιλώματα των βράχων, διαχρονικά πολύτιμο.
«Ενα πρωί επιτέλους ρίχνουμε άγκυρα σ’ έναν κόλπο γεμάτο παράξενη σιωπή και σημαδούρες από ακίνητα πανιά. Μόνο μερικά θαλασσοπούλια τσακώνονται στον ουρανό για κομματάκια από καλάμια. Κολυμπώντας φτάνουμε σε μια έρημη ακτή. Ολη τη μέρα βουτάμε στο νερό, ύστερα στεγνώνουμε πάνω στην άμμο. Οταν έρχεται το βράδυ, κάτω από τον ουρανό που πρασινίζει και οπισθοχωρεί, η θάλασσα, τόσο ήρεμη ήδη, γαληνεύει κι άλλο. Μικρά κύματα ξεφυσούν άχνες αφρού πάνω στη ζεστή αμμουδιά. Τα θαλασσοπούλια χάθηκαν. Μένει μόνο ένας χώρος προσφορά στο ακίνητο ταξίδι».
Η Κάρπαθος μας κάνει πάσα στη μικρή Χάλκη κι εκείνη στη μεγάλη Ρόδο. Κι εκείνη στη Λέρο. Κι η Λέρος στην Πάτμο, και η Πάτμος στο πολύνησο των Φούρνων. Το Ανατολικό Αιγαίο μάς εγκλωβίζει σε μαγεμένα φιόρδ. Φούρνοι, συναρπαστικά πολυεπίπεδοι, με το ένα τοπίο πίσω από το άλλο, σαν ντόμινο ωραίων εικόνων, που όταν πέφτει η μια εικόνα στη ζωή σου, την ακολουθεί μια συναρπαστική διαδοχή. Δες αυτό το νησάκι, μου λέει η Αρτεμις καθώς πηγαίνουμε προς Βλυχάδα. Δεν έχει μέρος να ακουμπήσει έτσι όπως ενώνεται ο ουρανός με τη θάλασσα. Είναι ο Μικρός Ανθρωποφάς, που τον είπαν έτσι γιατί γύρω του υπήρχαν πολλά σφουγγάρια και πολλοί καλύμνιοι βουτηχτές χτυπημένοι από τη νόσο των δυτών. Ή μπορεί γιατί έπεφταν πάνω του πολλά καράβια. Ποιος ξέρει; Αλλά ο μικρός βράχος που πάνω του ξεκουράζονται δύο θαλασσοπούλια, στον δρόμο για την Κεραμιδού της Θύμαινας, δεν κρύβει καμιά απειλή. Αντιθέτως, η Κεραμιδού κρύβει θαλπωρή για τον ταξιδιώτη, στο βάθος της αμμουδερής αγκαλιάς της.
«Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, απ’ τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στον βυθό. Εδώ θέλω να έρθω να ζήσω και να εργαστώ. Και ξαφνικά συνέχισα τη σκέψη μου φωναχτά. Να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σε εκείνο το απόμερο σπιτάκι».
Ο συνταξιδιώτης μου συνεχίζει να μονολογεί για τη Λέσβο των ποιητών: «Είναι πολύ ωραίο το νησί σου, Αγγελε, ωραίο και αρρενωπό. Οι ελαιώνες, οι καταπράσινοι λόφοι, καμπύλες τρυφερές σαν ασημοντυμένες οδαλίσκες λικνίζονται στον αιγαιοπελαγίτικο αγέρα και παντρεύονται αρμονικά με τα ψηλά βουνά που τις καμαρώνουν ξαπλωμένες νωχελικά στα πόδια τους. Βουνά που αγναντεύουν πέρα την Ανατολή, κληρονόμοι περήφανοι της ιωνικής φιλοσοφίας. (…) Από τότε, η Ελλάδα πλανιέται κάπου μέσα μου, στα όρια της μνήμης μου, ακατάπαυστα. (…) Καταλαβαίνετε; Είναι ο τόπος των θεών και ό,τι ζητήσεις σου το δίνουν».

Ιδέες και αποσπάσματα πήραμε από τα βιβλία του Αλμπέρ Καμί «Το καλοκαίρι» (μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδόσεις Πατάκη), «Καμί – Η ευτυχία και το παράλογο αχώριστα παιδιά της ίδιας Γης» (των Λευτέρη Ξανθόπουλου, Νίκου Μπακουνάκη, Φωτεινής Τσαλίκογλου, εκδόσεις Καστανιώτη), «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού, Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης υπό την προεδρία του Αγγελου Κατακουζηνού» (Αντί προλόγου –επίμετρο Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάτου, εισαγωγή Ξένη Δ. Μπαλωτή, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδόσεις Πατάκη), «Συντροφιά με τον Albert Camus» (της Λητώς Κατακουζηνού, εισαγωγή Γκόλφω Μαγγίνη, έκδοση Ιδρυμα Αγγέλου και Λητώς Κατακουζηνού).
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ