Οι ηγέτες της ΕΕ συνεχίζουν να παίζουν ένα παιγνίδι ακραίας πολιτικής με την ελληνική κυβέρνηση, ενώ η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τις αξιώσεις των πιστωτών της καλύπτοντας πολύ περισσότερο από το μισό δρόμο, επισημαίνει ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς σε άρθρο του στο Project Syndicate.
«Ωστόσο η Γερμανία και οι λοιποί πιστωτές της Ελλάδας συνεχίζουν να αξιώνουν να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα το οποίο έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτυχημένο και το οποίο λίγοι οικονομολόγοι πίστεψαν ποτέ ότι θα μπορούσε, μπορεί ή θα έπρεπε να εφαρμοστεί», επισημαίνει ο Αμερικανός οικονομολόγος .
Η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας από ένα πολύ μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα σε ένα πλεόνασμα ήταν κάτι το σχεδόν άνευ προηγουμένου, αλλά η αξίωση να επιτύχει η χώρα ένα πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ ήταν παράλογη, υπογραμμίζει ο διεθνής οικονομολόγος.
Δυστυχώς την εποχή που η «τρόικα» περιέλαβε για πρώτη φορά αυτήν την ανεύθυνη αξίωση στο διεθνές οικονομικό πρόγραμμα για την Ελλάδα, οι αρχές της χώρας δεν είχαν άλλη επιλογή από το να την δεχθούν, σημειώνει.
Η παράνοια της επιμονής στην εφαρμογή του προγράμματος αυτού είναι ιδιαίτερα εμφανής τώρα, με δεδομένη την μείωση 25% του ΑΕΠ που έχει υποστεί η Ελλάδα από τότε που άρχισε η κρίση, προσθέτει εξάλλου και επισημαίνει ότι η τρόικα έκρινε πολύ λανθασμένα τις μακροοικονομικές συνέπειες του προγράμματος που επέβαλε.
Οι προβλέψεις της τρόικας ήταν εσφαλμένες και αυτό γινόταν επανειλημμένως και όχι σε μικρό, αλλά σε μεγάλο ποσοστό, επισημαίνει και υπογραμμίζει ότι οι Έλληνες ψηφοφόροι είχαν δίκιο που ζήτησαν μια αλλαγή πορείας, όπως και η κυβέρνησή τους που αρνείται να δεχθεί ένα βαθιά ελαττωματικό πρόγραμμα.
Με αυτό το δεδομένο, υπάρχει περιθώριο για μια συμφωνία: η Ελλάδα έχει δηλώσει σαφώς ότι προτίθεται να δεσμευτεί σε συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και έχει υποδεχθεί θετικά την βοήθεια της Ευρώπης στην εφαρμογή ορισμένων από αυτές. Μια δόση πραγματικότητας από την πλευρά των πιστωτών της Ελλάδας –όσον αφορά το τι μπορεί να επιτευχθεί και τις μακροοικονομικές συνέπειες διαφορετικών δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων– μπορεί να προσφέρει την βάση για μια συμφωνία η οποία θα ήταν καλή όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά για όλη την Ευρώπη.
Ορισμένοι στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Γερμανία, δείχνουν αδιαφορία για μια ελληνική έξοδο από την ευρωζώνη και ισχυρίζονται ότι η αγορά έχει ήδη αξιολογήσει μια έξοδο. Ωστόσο πιστεύω ότι οι απόψεις αυτές υποτιμούν όχι μόνον τους σημερινούς, αλλά και τους μελλοντικούς κινδύνους.
Ένας παρόμοιος βαθμός αδιαφορίας υπήρχε και στις ΗΠΑ πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, επισημαίνει εξηγώντας ότι το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα εξακολουθεί να αισθάνεται τους μετασεισμούς της κατάρρευσης της Lehman και οι τράπεζες να μην είναι διαφανείς και επομένως να διατρέχουν κίνδυνο.
Με δεδομένη την γεωπολιτική αστάθεια, ο αρθρογράφος προειδοποιεί ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου, η εμφάνιση μίας χώρας στη περιφέρεια της Ευρώπης, αποξενωμένης από τις γειτονικές χώρες, με την Μέση Ανατολή σε αναταραχή, με τη Δύση να προσπαθεί να ανασχέσει την επιθετικότητα της Ρωσίας και την Κίνα να φέρνει αντιμέτωπο τον δυτικό κόσμο με νέες οικονομικές και στρατηγικές πραγματικότητες.
«Η στιγμή δεν είναι κατάλληλη για ευρωπαϊκή διχόνοια», προειδοποιεί ο Στίγκλιτς.
Η ελλιπής κατανόηση των οικονομικών από τους ευρωπαίους ηγέτες, αλλά και οι πολιτικές συνθήκες, δεν επέτρεψαν τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που να ανταποκρίνεται στο όραμα του κοινού νομίσματος, διαπιστώνει ο Αμερικανός οικονομολόγος επισημαίνοντας ότι, αντί της επιδιωκόμενης ευημερίας, την οποία ευαγγελιζόταν η νομισματική ένωση, «είναι δύσκολο να εντοπισθεί το παραμικρό θετικό αποτέλεσμα που είχε για την ευρωζώνη» η εισαγωγή του ευρώ κατά την περίοδο πριν από την κρίση.
Τις επόμενες λίγες εβδομάδες θα απαντηθεί το υπαρξιακό ερώτημα, εάν οι ευρωπαίοι ηγέτες είναι σε θέση να συνδυάσουν μια στάλα οικονομικής αντίληψης με ένα όραμα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, στοιχεία από τα οποία εξαρτάται το μέλλον της Ευρώπης, καταλήγει.