Η ανάγνωση και εντύπωση των τοπίων στον νου και στην ψυχή γίνεται πάντα µε προσωπικές σκέψεις. Λίγο ως πολύ όπως συµβαίνει και µε τα έργα τέχνης. Τα περιδιαβάζουµε µε τα δικά µας συναισθήµατα και εµπειρίες, χωρίς να µας νοιάζει τι θέλει να πει ο δηµιουργός. Κατά κάποιον τρόπο ο δηµιουργός είµαστε εµείς. Αυτά έβαλε στον νου µου η Λίλα καθώς ξεκινούσαµε από τη «Χαρά» για να εξερευνήσουµε, στηριγµένοι στα πόδια µας κυρίως, τη Σχοινούσα, ένα φίνο άρωµα Κυκλάδων σε µικρό µπουκαλάκι. Μου είπε ότι ρώτησε είκοσι ανθρώπους να της πουν σε ποιο σηµείο του νησιού θα πήγαιναν όταν θα ήθελαν να πάρει η ψυχή τους µιαν ανάσα. Μόνο τρεις συνέπεσαν στην κορυφή του λόφου του Αϊ-Λια, µε τη θέα προς το Χωριό, την παραλία του Λιβαδιού, το νησί Φειδούσα, το Κάτω Κουφονήσι, τη µυθική Κέρο, ως πέρα την Αµοργό.
Τα λέμε αυτά καθώς πηγαίνουμε στον προσωπικό τόπο της Λίλας, την αμμουδιά Φίκιο, που ακόμη και τον Αύγουστο βρίσκεις εδώ τη δική σου θέση, και συμφωνούμε να αναζητήσουμε το δικό μου τοπίο. Καταλαβαίνω από την αρχή ότι αυτό θα είναι δύσκολο εγχείρημα, έτσι γοητευτικά που μπλέκονται τα ανθρώπινα και τα φυσικά τοπία, πάνω σε αυτή την ήρεμη και απίστευτα δυναμική μικρή στεριά που αρμενίζει στο Αιγαίο. Κι όμως η Σχοινούσα είναι το μοναδικό μικρό νησί που ξέρω όπου δεν έχει τον πρώτο λόγο η θάλασσα ούτε οι δεκαοκτώ παραλίες της αλλά η γόνιμη στεριά και οι «άγονες», φορτωμένες με σκινιές και ανθισμένους ασπαλάθους καμπύλες της, με τους ηλικιωμένους ανεμόμυλους στην κορυφή τους, όπως στις Βάρδιες και στη Μεσαριά.
Ο Θεοφάνης, ο μονάκριβος ψαράς της Σχοινούσας, μας μυεί στα μυστικά της δικής του κακαβιάς, καθώς ο συνταξιούχος δάσκαλος μοίραζε την αλληλογραφία. Η Ευδοκία, η ξενοδόχος μας στο «Ηλιοβασίλεμα» –ένα μπαλκόνι πάνω από το Μερσίνι, το λιμάνι, και απέναντι από την κρυψώνα του ήλιου πίσω από την Ηρακλειά –πέρασε για ένα γρήγορο «γεια». Εδώ και μερικές ημέρες μια μικρή «Χαρά» ήρθε να βάλει τέλος στις τρεις μοναχικές εποχές των 150 μονίμων κατοίκων και να φέρει το καλοκαίρι. Η Λίλα και ο Πέτρος κατηφόρισαν από τις χιονισμένες κορυφές του Βελουχιού για να ανοίξουν και πάλι το παλιό καφενείο του Χωριού, στον γενέθλιο τόπο της γιαγιάς τους, και οι αυτόχθονες βρήκαν το στέκι τους, το οποίο μοιάζει πολύ με το νησί τους. Γαλάζιο, μικρό και καλόγουστο. Και πολύ πρόσχαρο και δημιουργικό. Και μη φανταστείτε ότι το νησί είναι ηλικιωμένο και κουρασμένο. Είναι καρπερό σαν νέα γυναίκα και νεανικό όπως η παρέα των παιδιών που συγκεντρώθηκαν εδώ το βράδυ για να λύσουν κάβους από το Μερσίνι και να φτάσουν μεσάνυχτα στο Πάνω Κουφονήσι για να γλεντήσουν με τα βιολιά που ακούγονταν εκεί. Και να γυρίσουν πίσω με τον ήλιο ψηλά στο στερέωμα πάνω από τις Μικρές Κυκλάδες. Πόσο τους ζήλεψα!
Στην παρέα των παιδιών ήταν και η Βαλάντω, η µικρή κόρη του κυρ Γιώργη που περνά καβάλα στο µουλάρι του έξω από τη «Χαρά» και πορεύεται στο κεντρικό σοκάκι του Χωριού, πάνω στις ασβεστογραµµένες πεταλούδες, τα ψάρια και τα λουλούδια που στολίζουν το γκρίζο τσιµέντο. Βαδίζει προς το εστιατόριο «8 Αδέλφια», όπου η άλλη κόρη του, η Μαρούσα, µαγειρεύει και σερβίρει όλα αυτά που παράγει η οικογένεια. Και είναι πάρα πολλά, όλα σχεδόν, και νόστιµα: κεφαλοτύρι, ξινοµυζήθρα, κοπανιστή που πήζει η µητέρα Ειρήνη. Ολα βγαίνουν από τα χέρια τους και από τη γη της Σχοινούσας. Κι έχουν όλη την ουσία της: κατσικάκι ελευθέρας βοσκής µε πατάτες στον φούρνο, κουνέλι στιφάδο, απίθανο µουσακά µε µελιτζάνες από το µποστάνι τους, τη δική τους σαλάτα, και στο τέλος µελιτινόπιτα, ένα γλύκισµα από τη γέµιση των πασχαλινών, κυκλαδίτικων, µελιτινιών. Α, και φυσικά φάβα µε κρεµµύδι και κάππαρη, η σπεσιαλιτέ του νησιού.
Η φάβα είναι μια ιδιαίτερη ιστορία στη Σχοινούσα. Συμπορεύεται με την ίδια την ιστορία της, η οποία είναι κι αυτή νεανική. Πάει μόλις πέντε γενιές πίσω, όταν επτά οικογένειες από την Αμοργό ήρθαν και κατοίκησαν το ερημονήσι. Και έφεραν μαζί τους τον σπόρο της ποικιλίας κατσούνι. Ο κυρ Γιώργης είναι ο πατριάρχης μιας από αυτές τις οικογένειες, των Νομικών, οι οποίοι συνεχίζουν να γράφουν την Ιστορία. Και βέβαια είναι από τους μεγάλους παραγωγούς φάβας. Ο ένας από τους γιους, ο Θοδωρής, κόβει και καθαρίζει όλη την παραγωγή του νησιού –κάποιοι την ανεβάζουν ως και τους 50 τόνους –στον σύγχρονο «ανεμόμυλό» του.
Στη σκιά του πραγματικού ανεμόμυλου της Μεσαριάς –του δεύτερου μικρού οικισμού –ο Μανώλης Κωβαίος χρησιμοποιεί για πρώτη φορά εφέτος μια σύγχρονη αλωνιστική μηχανή για να πάρει μέσα στο χωράφι τον ολοστρόγγυλο καρπό. Κι ο Μανώλης ανήκει σε μία από τις πρώτες οικογένειες της Σχοινούσας και είναι αυτός που μας σύστησε τη φάβα της. Στην απορία μου πώς ένα νησάκι έχει τόπο να παράγει τόσο καρπό, μου απάντησε: «Ελα να δεις όταν τη μαζεύουμε». Και πήγα και τώρα παρακολουθώ τον Αντώνη και τη νεαρή κόρη του Ειρήνη, με τα ακουστικά του κινητού στα αφτιά, να σωριάζουν με την πιρούνα σε μακριές γραμμές τη θερισμένη φάβα για να περάσει ο Μανώλης και να την αλωνίσει. Ανήκουν και αυτοί σε μία από τις πρώτες οικογένειες, τους Σκαρλάτους. Τους αφήσαμε να κάνουν τη δουλειά τους και εμείς στραφήκαμε στη δική μας: να βρούμε το δικό μου τοπίο. Κι ο μύλος της Μεσαριάς, στον λόφο πάνω από το χωράφι, θα μπορούσε να είναι. Μοιάζει σαν να αναδύονται πίσω από τη μακρόσυρτη ξερολιθιά το Ασπρονήσι, το Κάτω Κουφονήσι, η Κέρος, η Αμοργός.
Περιδιαβάζοντας τα τοπία της Σχοινούσας εξερευνούµε και όλα τα στάδια παραγωγής της φάβας. Το προηγούµενο του αλωνίσµατος, το σώριασµα των θερισµένων φυτών, το είδαµε απέναντι από το µοναδικό πρατήριο υγρών καυσίµων του Γιώργη και της Ευαγγελίας, απ’ όπου προµηθεύονται βενζίνη τα αυτοκίνητα, πετρέλαιο τα σκάφη και ρακή οι παρέες. Το πρώτο βήµα, τον θερισµό µε την πάντα χειροκίνητη κασσά, τον είδαµε µε φόντο το υπέροχο τοπίο του Γερολιµνιώνα. Και µετά ανεβήκαµε στις Βάρδιες, στο ψηλότερο σηµείο του νησιού (133 µ. υψόµετρο) για µια µατιά 360 µοιρών σε όλο το νησί και τη θάλασσα γύρω του.
Πιο χαµηλή αλλά αρκούντως πανοραµική και νόστιµη είναι η βεράντα του φιλοσοφηµένου εστιατορίου «Deli», όπου απολαµβάνεις τις δηµιουργίες της Ευδοκίας µε υλικά που καλλιεργεί ο πατέρας της, ο Νίκος. Αυτά τα συστατικά κάνουν το φαγητό τόσο δυνατή ψυχαγωγία, όπως λέει ο Δηµήτρης, καθώς φέρνει στο τραπέζι το «καλώς όρισες» µε ντάκο και ψιλολιές και µετά χταπόδι λιόκαφτο, ελαφρώς βρασµένο, µε συνοδεία ρόκας, φάβα µε κρεµµύδι και λάδι και ιδιαίτερο εγχώριο καλαµάρι τηγανητό. Κάτω το λυκόφως λούζει την παραλία Τσιγκούρι, το νησάκι Καρδιά και πέρα τη Σαντορίνη, την Πάρο και την Ηρακλειά.
Και ο δικός µου τόπος; Οπως λέει η Λίλα καθώς περπατάµε σε αχνοσχεδιασµένο µονοπάτι ανάµεσα στις σκάλες των ξερολιθιών και των καµπουριασµένων σκίνων, από το Φίκιο ως την Ψιλή Αµµο, αυτή είναι η µαγεία του νησιού. Κάπως θα βρεις τον δρόµο σου και θα πας παντού. Και εµένα µου έδειξε τον προσωπικό µου τόπο η ίδια η Σχοινούσα. Με πήγαν στα Βότσαλα, µετά την παραλία του Λιόλιου, σε έναν αφανή κόρφο του βράχου που κρατούν µυστικό και τον δείχνουν µόνο στους φίλους, σαν βραβείο. Σµαραγδένια νερά και καλλίγραµµα βότσαλα που µοιάζουν τόσο πολύ µε τα κυκλαδικά ειδώλια, απέναντι από τον τόπο τους, την Κέρο. Την εµπειρία συµπλήρωσε ένα ιαµατικό λουτρό στις Αλυγαριές.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Ιουνίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ