«Το πολιτικό σχέδιο για το οποίο θα εργαστώ είναι η Αριστερά του 21ου αιώνα, μια Δημοκρατική Αριστερά που έχοντας ως εφαλτήριο την ιδρυτική της διακήρυξη, προσαρμοσμένη και επικαιροποιημένη στις υπάρχουσες συνθήκες, θα συνεισφέρει στη δημιουργία και εγκαθίδρυση μιας προοδευτικής, μεταρρυθμιστικής, μακρόπνοης αριστερής διακυβέρνησης της χώρας», δηλώνει στη συνέντευξη της στο vima.gr η
Μαρία Γιαννακάκη.
Η υποψήφια πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ απορρίπτει «τις συνεργασίες a priori» και τονίζει «το σχέδιο «κεντροαριστερά», όπως αυτό αποτυπώνεται, δεν με ενδιαφέρει». «Η αλλαγή ηγεσίας», προσθέτει, «είτε στο ΠαΣοΚ είτε σε οποιοδήποτε κόμμα, δεν φέρνει αυτόματα αλλαγή πλεύσης. Εμείς θα είμαστε ανοιχτοί σε πολιτικό διάλογο με δυνάμεις που είναι συμβατές με το πολιτικό σχέδιο που σας ανέφερα παραπάνω, το οποίο δεν περιλαμβάνει τη «μεγάλη κεντροαριστερά» που διάφοροι προσπαθούν να κατασκευάσουν πολιτικά, χωρίς να υφίσταται η κοινωνική απαίτηση για κάτι τέτοιο». Η κυρία Γιαννακάκη κάνει αυτοκριτική επειδή όπως λέει κατά την περίοδο της τρικομματικής, δόθηκε η εντύπωση πως αποχωρήσαμε λόγω του «μαύρου» στην ΕΡΤ, ενώ η αιτία ήταν η προγραμματική συμφωνία με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που στην ουσία κατέστη κενό γράμμα. Θεωρεί ωστόσο ότι η ΔΗΜΑΡ ήταν καταλύτης για την αλλαγή στην πολιτική κατάσταση της χώρας.
-Ποιά θεωρείτε ότι πρέπει να είναι η πολιτική φυσιογνωμία της ΔΗΜΑΡ μετά το συνέδριο;
«Το πολιτικό σχέδιο για το οποίο θα εργαστώ είναι η Αριστερά του 21ου αιώνα, μια Δημοκρατική Αριστερά που έχοντας ως εφαλτήριο την ιδρυτική της διακήρυξη, προσαρμοσμένη και επικαιροποιημένη στις υπάρχουσες συνθήκες, θα συνεισφέρει στη δημιουργία και εγκαθίδρυση μιας προοδευτικής, μεταρρυθμιστικής, μακρόπνοης αριστερής διακυβέρνησης της χώρας. Το στίγμα μας, το πολιτικό μας σχέδιο για μένα δεν μπορεί να είναι άλλο από τη συνεργασία των αριστερών δυνάμεων, των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της πολιτικής οικολογίας και άλλων προοδευτικών ευρωπαϊστικών δυνάμεων, μακριά από κρατικίστικες τάσεις και ιδεοληπτικές προσεγγίσεις, στο πλαίσιο δημιουργίας μιας μακρόπνοης αριστερής προοδευτικής διακυβέρνησης, υπέρμαχοι προοδευτικών και αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων που θα αντιπαλεύονται τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό και θα γίνουν το θεμέλιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Είναι πολύ σημαντικό για μένα το κόμμα μας να πορευτεί εφεξής με ιδεολογική σαφήνεια και ομοιογένεια, χωρίς την πολυγλωσσία που τόσο πολύ μας στοίχισε στον παρελθόν, χωρίς αμφιταλαντεύσεις ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτικές επιλογές και κατευθύνσεις, ανάλογα με τις τάσεις που επικρατούν στο πολιτικό σκηνικό. Η Δημοκρατική Αριστερά, για να επιβιώσει και να γίνει ξανά ένας χώρος που έχει εκλογική απήχηση οφείλει να έχει θέσεις σαφείς, κατανοητές και ρεαλιστικές, που να τις επικοινωνεί ξεκάθαρα και χωρίς παρεκκλίσεις στον κόσμο. Να αποδείξει πως η σύγχρονη αριστερά, ανθρωποκεντρική αλλά ταυτόχρονα και ρεαλιστική, χωρίς παρωχημένες ιδεοληψίες και ανέξοδους, εύηχους και «επαναστατικούς» βερμπαλισμούς, μακριά από μανιχαϊσμούς και πολιτικά οξύμωρα, έχει να συνεισφέρει στο πολιτικό σύστημα και τη χώρα, σήμερα πιο πολύ από ποτέ, πάντοτε όμως βρισκόμενη απέναντι στις δυνάμεις που έχουν ασπαστεί στρατηγικά ή ιδεολογικά τις πιο νεοφιλελεύθερες πολιτικές».
-Με το θέμα των συνεργασιών τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει; Η αλλαγή ηγεσίας στο ΠαΣοΚ θα μπορούσε να προκαλέσει αλλαγή στάσης απο την πλευρά σας; Θεωρείτε ότι πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια μιας μεγάλης κεντροαριστεράς ή εκτιμάτε ότι το εκλογικό σώμα έκανε στροφή προς τα αριστερά;
«Θα ήταν λάθος και μάλιστα αδικαιολόγητα επαναληφθέν να μιλήσουμε για συνεργασίες a priori. Αυτά τα λάθη πληρώσαμε πολύ ακριβά στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Θέλω να τονίσω, όπως πολλάκις έχω πει δημόσια, πως δε μου αρέσει ο όρος «κεντροαριστερά». Δεν έχει καμία κοινωνική αναφορά στην Ελλάδα, δεν μπορεί να υπάρξει μόνο με συμφωνίες κορυφής. Συνεπώς το σχέδιο «κεντροαριστερά», όπως αυτό αποτυπώνεται, δε με ενδιαφέρει. Η αλλαγή ηγεσίας, είτε στο ΠΑΣΟΚ είτε σε οποιοδήποτε κόμμα, δε φέρνει αυτόματα αλλαγή πλεύσης. Σημασία δεν έχουν οι επικεφαλής, αλλά οι πολιτικές στις οποίες ένα κόμμα συναινεί ή/και εφαρμόζει. Εμείς θα είμαστε ανοιχτοί σε πολιτικό διάλογο με δυνάμεις που είναι συμβατές με το πολιτικό σχέδιο που σας ανέφερα παραπάνω, το οποίο δεν περιλαμβάνει τη «μεγάλη κεντροαριστερά» που διάφοροι προσπαθούν να κατασκευάσουν πολιτικά, χωρίς να υφίσταται η κοινωνική απαίτηση για κάτι τέτοιο.
Τέλος, δε συμφωνώ με το ότι το εκλογικό σώμα έκανε αριστερή στροφή. Για μένα είναι σαφές πως οι πολίτες ψήφισαν απενοχοποιημένα ένα αριστερό κόμμα, διότι δεν υπήρχε καμία άλλη επιλογή πλέον. Δεν ήταν ούτε ιεδολογική στροφή, ούτε η ελληνική κοινωνία μετατοπίστηκε αριστερά σε ιδεολογικό επίπεδο. Ο κόσμος έψαχνε απεγνωσμένα αλλαγή πλεύσης, αλλαγή πολιτικής και ένα πολιτικό και κυρίως κυβερνητικό ανάχωμα μέσα στην κρίση, οι συνθήκες της οποίας έχουν φτάσει στο μη περαιτέρω».
-Η ΔΗΜΑΡ συμμετείχε το 2012 στην κυβέρνηση. Έχοντας εκείνη την εμπειρία πως κρίνετε τη διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης;
Κατ’ αρχάς οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως είναι πολύ θετικό ότι η κυβέρνηση κατάφερε να πολιτικοποιήσει το ζήτημα της διαχείρισης του χρέους. Απεγκλώβισε τη διαπραγμάτευση από τα στενό και άτεγκτο οικονομικό πλαίσιο στο οποίο είχε παγιδευτεί και παραμείνει απλά να διαχειρίζεται η προηγούμενη, έβαλε στο τραπέζι των συνομιλιών την πολιτική, πέρα από τη λογιστική διαχείριση. Πέραν αυτού όμως, χάθηκε πολύς και πολύτιμος χρόνος. Αρχικά επιχειρήθηκαν κάποια επικοινωνιακά σοκ εκ μέρους της κυβέρνησης, που όμως εν τέλει κατέληξαν πρακτικά σε ένα άτυπο μπρα ντε φερ μεταξύ ημών και των θεσμών και σε μια πολύ σημαντική απώλεια χρόνου ως προς την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα σήμερα να καταλήξουμε σε μια οικονομική ασφυξία άνευ προηγουμένου, με κάθε ημέρα να χαρακτηρίζεται ως κομμάτι ενός εκτυλισσόμενου διαπραγματευτικού θρίλερ που διαρκεί τέσσερις μήνες τώρα. Η κυβέρνηση δεν κατέθεσε απτές, κοστολογημένες και σαφείς μεταρρυθμιστικές προτάσεις παρά μόνο πολύ πρόσφατα, δεν αναζήτησε πόρους ρευστότητας στη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη. Κάτι που μας στοιχίζει πολύ ακριβά στην παρούσα φάση που τα περιθώρια ως προς την αποπληρωμή δόσεων έχουν στενέψει όσο ποτέ και τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας για κάλυψη κοινωνικών αναγκών είναι στη γνωστή κατάσταση. Μέσα στην πολιτική λύση που αναζήτησε η κυβέρνηση, όφειλε να έχει σχεδιάσει πολύ αρτιότερα και έγκαιρα πλάνο μεταρρυθμίσεων και συγκεκριμένων προτάσεων, ώστε να αναδεικνύονταν και να αντικρούονταν στοιχειοθετημένα και βάσιμα και οι ιδεοληπτικές νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις των εταίρων -που δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως υπάρχουν- χωρίς να φτάσουμε σε αυτό το πολύ κρίσιμο σημείο. Τέλος, η ευκαιρία που κυρίως χάθηκε μαζί με τον πολύτιμο χρόνο, είναι η εξεύρεση μιας συνολικής συμφωνίας ως προς το ζήτημα χρέος, καθώς πλέον οδηγούμαστε σε κάτι μεταβατικό. Σε κάθε περίπτωση και παρά την ένταση που καλλιεργείται δημόσια, οφείλουμε να περιμένουμε ένα καθαρογραμμένο κείμενο, με όλες τις παραμέτρους του, για να κρίνουμε συνολικά τους χειρισμούς της κυβέρνησης και κατά πόσο αυτό θα ανταποκρίνεται στο ζητούμενο του «έντιμου» συμβιβασμού».
-Αν έπρεπε να κάνετε έναν απολογισμό, ποιες λάθος αποφάσεις καταλογίζετε στην προηγούμενη ηγεσία και ποιες προσυπογράφετε;
«Κατά την περίοδο της τρικομματικής, δόθηκε η εντύπωση πως αποχωρήσαμε λόγω του «μαύρου» στην ΕΡΤ, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η προγραμματική συμφωνία στην οποία είχαμε προβεί με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στην ουσία κατέστη κενό γράμμα, κάτι για το οποίο όμως δε μεριμνήσαμε καθόλου να αναδείξουμε στον κόσμο που μας εμπιστεύτηκε με την ψήφο του. Κυρίως όμως, δε θα κουραστώ να λέω πως η αποχώρησή μας συντελέστηκε πολύ αργά, καθώς έπρεπε κατ΄ εμέ να είχαμε αποχωρήσει από τον Απρίλιο του ’13, με το πρωτοφανές της παρεμπόδισης υποβολής του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου του κ. Ρουπακιώτη, από τον Μπαλτάκο και των συν αυτώ. Κάναμε σφάλματα και όλοι επιμεριζόμαστε τις ευθύνες που μας αναλογούν για την πορεία του κόμματος, ο Πρόεδρος, η ηγετική ομάδα, τα μέλη της πρώην κοινοβουλευτικής ομάδας, μέρος της οποίας ήμουν κι εγώ και φυσικά ο οποιοσδήποτε μπορεί να ανατρέξει στις απόψεις και την κριτική που ανέπτυξε ο καθένας από εμάς στα συλλογικά μας όργανα, σε όλη την πορεία μας μέχρι σήμερα.
Η Δημοκρατική Αριστερά εμφανίστηκε στα μάτια του κόσμου να κοιτάζει μια δεξιά και μια αριστερά, να προσπαθεί να πατήσει σε δυο βάρκες, και αυτό το πλήρωσε πολύ ακριβά σε μια περίοδο που ο κόσμος αναζητούσε ξεκάθαρα πολιτικά μηνύματα. Αναζητήσαμε συνεργασίες με άλλους χώρους, χωρίς να έχουμε εμείς οι ίδιοι καθορίσει σαφώς και ρητά το ποιοι είμαστε και για ποιο πολιτικό σχέδιο δουλεύουμε, με αποτέλεσμα ο κόσμος να μας απαξιώσει και να μας θεωρήσει παρακολούθημα άλλων, κάτι που οδήγησε και στα μεγάλα διαδοχικά πλήγματα των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων. Τέλος, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Δημοκρατική Αριστερά ήταν καταλύτης για την αλλαγή στην πολιτική κατάσταση της χώρας. Με την απόφαση που ελήφθη μέσω των συλλογικών μας οργάνων να μη συναινέσουμε στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, συμβάλαμε καθοριστικά σε αυτό που η ελληνική κοινωνία αποζητούσε, την αλλαγή πολιτικής σελίδας του τόπου σε μια περίοδο που η υπάρχουσα κατάσταση και διαχείριση δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Και αυτό το πράξαμε με όλο το πολιτικό κόστος που αποκομίσαμε, χωρίς να προτάξουμε μικροκομματικά οφέλη και, αν θέλετε, την ίδια την πολιτική μας επιβίωση, μπροστά σε αυτό που θεωρήσαμε ότι η χώρα χρειαζόταν και η εκλογική αναμέτρηση που ακολούθησε, απέδειξε».