Βερολίνο, Ανταπόκριση
Δημιουργική ασάφεια: Η φράση λάστιχο, που καταλόγιζαν για καιρό οι γερμανοί πολιτικοί ως αρνητικό στον Γιάννη Βαρουφάκη, έχει γίνει τώρα και ο δικός τους τρόπος έκφρασης. Αυτό ήταν φανερό στο σημερινό κυβερνητικό μπρίφινγκ στο Βερολίνο. Ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Σάιμπερτ χαρακτήρισε τη χθεσινή τηλεφωνική συνομιλία του Αλέξη Τσίπρα με την Άνγκελα Μέρκελ και τον Φρανσουά Ολάντ απλώς «εποικοδομητική», ο εκπρόσωπος του υπουργείου οικονομικών Μάρτιν Γιέγκερ αρκέστηκε σε μια γενικόλογη αποτίμηση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και δανειστών στις Βρυξέλλες. Αυτές, τόνισε, έχουν «κολλήσει» σε τρία κυρίως θέματα: το ασφαλιστικό, το εργασιακό και τις ιδιωτικοποιήσεις – σε λεπτομέρειες ή σε προβλέψεις για το αποτέλεσμα τους απέφυγε να αναφερθεί.
Οι ρόλοι έχουν προφανώς αντιστραφεί τελευταία. «Η ελληνική αντιπροσωπεία έχει μεταμορφωθεί από τότε που μπήκε ο Τσακαλώτος επικεφαλής της» αναγνωρίζει γερμανική κυβερνητική πηγή. Αυτό φαίνεται τόσο από το μεγάλο πλήθος των καλά κοστολογημένων προτάσεων της, όσο και από τη επιδίωξή της να επιτύχει έναν «αξιοπρεπή» συμβιβασμό. «Τώρα είναι οι εκπρόσωποι των θεσμών που χρειάζονται πολύ χρόνο για να εκτιμήσουν το κατά πόσο η πλημμύρα αυτή των προτάσεων ανταποκρίνεται στο γράμμα και το πνεύμα του προγράμματός τους» προσθέτει.
Η γενική εικόνα δεν έχει αλλάξει βέβαια θεμελιακά. Κι αυτό όχι μόνο επειδή δεν έχει βρεθεί ακόμα κοινός τόπος σε βασικά ζητήματα, αλλά και στη «φιλοσοφία» των διαπραγματεύσεων. Αυτή, σύμφωνα με την πηγή, συνίσταται για τους θεσμούς στο επιτυχημένο «κλείσιμο» του τρέχοντος προγράμματος, για την Αθήνα, αντίθετα, στο «ξεπέρασμα» αυτού του προγράμματος στη βάση μιας αναπτυξιακής προοπτικής. «Είναι το μόνο θέμα στο οποίο και δυο πλευρές συμφωνούν ακόμη σαφώς, ότι διαφωνούν» λέει η πηγή.
Η ασάφεια αυξάνει και από ένα άλλο γεγονός: την άμεση ανάμιξη της γερμανίδας καγκελαρίου και του γάλλου προέδρου στις διαπραγματεύσεις. Οι δυο τους υπογραμμίζουν μεν συνεχώς, ότι ο ρόλος τους είναι υποβοηθητικός και ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται αποκλειστικά από το Eurogroup ύστερα από σχετική γνωμοδότηση των θεσμών – αλλά ποιος τους πιστεύει. «Είναι οι αθέατοι καθοδηγητές των διαπραγματεύσεων» έλεγε ραδιοσχολιαστής. Κάθε πρόταση και κάθε ελιγμός των θεσμών φαίνεται να περνάει πρώτα από τα γραφεία τους. Αλλά ούτε και γι αυτό (δεδομένου ότι οι πρωταγωνιστές του εγχειρήματος δεν λένε κουβέντα στη δημοσιότητα για «λόγους εμπιστοσύνης») υπάρχει απόλυτη σαφήνεια.
Θα περίμενε ίσως κανείς, ότι σε ένα τόσο ασαφές περιβάλλον, ο μεγάλος κερδισμένος θα ήταν ο πρωθιερέας της ασάφειας: ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Όμως το αντίθετο συμβαίνει: Η υπαγωγή του ελληνικού προβλήματος στα χέρια των «αρχηγών» θέτει τον ίδιο εκτός παιχνιδιού. Αυτό και για δυο πρόσθετους λόγους:
Πρώτον, επειδή ο γερμανός υπουργός οικονομικών, ύστερα από την ντε φάκτο ρήξη του με τον κ.Βαρουφάκη, δεν έχει πολιτικό συνομιλητή στην Αθήνα – κάτι που δεν του επιτρέπει μια απευθείας παρέμβαση στα δρώμενα. Παρόλο που κρατούν την ετικέτα, η αποξένωση μεταξύ των δυο αντρών είναι πλήρης. Ο κ.Σόιμπλε «σνομπάρει» τον έλληνα ομόλογό του περιορίζοντας τις συναντήσεις του με αυτόν αποκλειστικά σε εκείνες που δεν μπορεί να αποφύγει, ήτοι στις συνεδριάσεις του Eurogroup. Το ίδιο θα κάνει και την ερχόμενη Δευτέρα 8 Ιουνίου στο Βερολίνο, όπου ο κ.Βαρουφάκης θα δώσει, ως προσκεκλημένος του ιδρύματος οικονομικών ερευνών Hans Böckler Stiftung, διάλεξη με θέμα «Το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Ο κ.Σόιμπλε θα είναι απών. «Θα βρίσκεται σε οικονομικό συνέδριο στη Φρανκφούρτη» είναι η λακωνική εξήγηση του γερμανικού υπουργείου οικονομικών. Κανονικά, έλεγε διπλωμάτης, ο κ.Σόιμπλε αλλάζει αμέσως πρόγραμμα και μένει στη γερμανική πρωτεύουσα, αν τύχει να την επισκεφθεί έκτακτα κάποιος συνάδελφός του. Έναντι του επισκέπτη από την Ελλάδα, αντίθετα, δείχνει επιδεικτική αδιαφορία.
Και δεύτερον, επειδή ο υπουργός οικονομικών βρίσκεται τους τελευταίους μήνες εντελώς «εκτός κλίματος» σε σχέση με την Ελλάδα, όπως αυτό φαίνεται από τις διφορούμενες δηλώσεις του (μνημεία δημιουργικής ασάφειας!) περί «grexit», τον έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων προς το εξωτερικό και πάει λέγοντας. «Η Μέρκελ έχει πάρει από το 2012 τη σταθερή απόφαση να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη» λέει αναλυτής. «Ο Σόιμπλε, αντίθετα, ταλαντεύεται. Επόμενο έτσι, η καγκελάριος να τον έχει βάλει στην άκρη».
Ο ίδιος προσπαθεί βέβαια κάθε τόσο να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Η τελευταία προσπάθειά του ήταν προ εβδομάδων εκείνη με το δημοψήφισμα στην Ελλάδα – όταν ο κ.Τσίπρας το έθεσε με δήλωση του στην ημερήσια διάταξη. «Ο Σόιμπλε είχε καταλάβει λάθος, ότι ο έλληνας πρωθυπουργός θα έθετε σε δημοψήφισμα ένα αρνητικό γι αυτόν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Εξ ου και η σπουδή του να το υποστηρίξει» συνεχίζει ο αναλυτής. Το αποτέλεσμα γι αυτόν ήταν όμως απογοητευτικό: Όπως πολλά πράγματα στην Ελλάδα, έτσι και αυτή η δήλωση είχε εφήμερο χαρακτήρα. Την επόμενη ημέρα είχε ξεχαστεί. Δημόσια συζήτηση πάντως για δημοψήφισμα στην Ελλάδα και ύστερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως την περίμενε ο κ.Σόιμπλε για να αναμιχθεί σε αυτήν, δεν έγινε. Έτσι έχασε την ευκαιρία να εμφανιστεί ως ο μεγάλος υπερασπιστής των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών.
Μικρό το κακό: Η επόμενη ευκαιρία παρουσιάστηκε στην περασμένη εβδομάδα κατά τη σύνοδο των υπουργών οικονομικών των επτά πλουσιότερων χωρών του κόσμου G7 στη Δρέσδη, στην οποία η Ελλάδα, αν και δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη, ήταν – χάρη στην επιμονή των Αμερικανών και των Ιαπώνων – το κύριο θέμα στο περιθώριο των συνομιλιών.
Ο αμερικανός υπουργός οικονομικών Τζακ Λιού, σύμφωνα με παριστάμενο, πίεζε τον κ.Σόιμπλε να φανεί επιτέλους γενναιόδωρος έναντι της Ελλάδας. «Αυτό θα ήταν και προς το συμφέρον της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας» έλεγε. «Σύμφωνοι» ήταν η απάντηση του γερμανού ομολόγου του. «Θα γίνω πιο γενναιόδωρος αν εγκρίνεις και συ 50 δισεκατομμύρια ευρώ για τη χώρα». Ο κ.Λιού, σύμφωνα με τον παριστάμενο, απέφυγε να απαντήσει. Ξέροντας κι αυτός προφανώς, ότι σε θέματα ρευστού δεν χωρά καμιά δημιουργική ασάφεια.