Οι ιστορίες των προσφύγων μιλούν πιο πειστικά από τους αριθμούς

Ορισμένα πράγματα είναι απλώς πολύ μεγάλα για να τα αφομοιώσει κάποιος με την πρώτη

Ορισμένα πράγματα είναι απλώς πολύ μεγάλα για να τα αφομοιώσει κάποιος με την πρώτη. Υψώστε τα μάτια σας στον απέραντο, τον σκοτεινό, σπαρμένο με αστέρια, ουρανό το βράδυ και προσπαθήστε να τον δείτε ολόκληρο. Είναι αδύνατον. Σε κατακλύζει. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να εστιάσει την προσοχή του σε ένα ή δύο άστρα και να φανταστεί την απεραντοσύνη των ουρανών ανάμεσά τους. Γιατί, ορισμένες φορές, ό,τι δεν μπορείς να κατανοήσεις στο σύνολό του, μπορείς να το κατανοήσεις κοιτώντας τα επιμέρους κομμάτια του.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τον ανθρώπινο πόνο. Για παράδειγμα, τι θα λέγατε αν διαβάζατε ότι 220.000 Σύροι έχουν σκοτωθεί από την αρχή του πολέμου;
Οτι 7,6 εκατομμύρια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, περιφερόμενοι από πόλη σε πόλη μέσα στη Συρία; Ή ότι 3,9 εκατομμύρια Σύροι ζουν ως πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες; Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αυτούς τους αριθμούς. Αλλά είναι τρομακτικοί. Είναι δύσκολο να φανταστούμε εκατομμύρια πρόσωπα με τη μία. Οι αριθμοί έχουν έναν τρόπο για να τα κάνουν να συγχωνεύονται, να τα μετατρέπουν σε μία θολή εικόνα ανθρώπινης τραγωδίας, μία καταστροφή τόσο μεγάλη, που παραδόξως υπονομεύει την ικανότητά μας να τη δούμε στον πραγματικό της βαθμό. Πρόσφατα, επισκέφθηκα την Ιορδανία με την Υπατη Αρμοστία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), προκειμένου να συναντηθώ με σύρους πρόσφυγες και να ακούσω τις εμπειρίες τους.


«Αν η Ιστορία διδασκόταν με αφηγήσεις, δεν θα ξεχνιόταν ποτέ»
Κάθε συνάντηση μου υπενθύμιζε τη σημασία των ιστοριών, γιατί μερικές φορές είναι πιο χρήσιμες από τους αριθμούς, γιατί χρειαζόμαστε για παράδειγμα την ιστορία του Τομ Τζόουντ για να κατανοήσουμε τη Μεγάλη Υφεση. Ενα από τα αγαπημένα μου αποφθέγματα για αυτό είναι από τον Ράντγιαρτ Κίπλινγκ, ο οποίος είπε: «Αν η Ιστορία διδασκόταν με αφηγήσεις, δεν θα ξεχνιόταν ποτέ». Επομένως να σας γνωρίσω την Καλίντα, μία διοπτροφόρα 70χρονη γυναίκα με προεξέχοντα ζυγωματικά και γέλιο μαθήτριας. Είναι από τη Δαμασκό, όπου πριν από τον πόλεμο ζούσε το όνειρο μιας σύριας μητέρας, που την περιστοίχιζαν, αγαπούσαν και υποστήριζαν τα εννέα ενήλικα παιδιά της. Αλλά μετά ξέσπασε ο πόλεμος και η Καλίντα έμαθε ότι ένοπλες οργανώσεις υποχρέωναν νέους άνδρες να πολεμούν για εκείνες, απειλώντας τους ότι θα κακοποιήσουν τις μητέρες αν οι γιοι δεν πιάσουν τα όπλα.
Γι’ αυτό πήρε μία επώδυνη και, για εμένα, εκπληκτική επιλογή. Αποφάσισε να αρνηθεί στους μαχητές αυτό το πλεονέκτημα. «Δεν ήθελα να είμαι ο λόγος που οι γιοι μου έπρεπε να πολεμήσουν» λέει, «γι’ αυτό άφησα όλα όσα είχα». Αφησε τα πάντα πίσω της. Πριν από τρία χρόνια άφησε τα παιδιά, το σπίτι, την πόλη της. Μόνη, αναλφάβητη και εβδομήντα χρόνων, η Καλίντα ξεριζώθηκε από τη Συρία και ήρθε στην Ιορδανία. Τώρα ζει μόνη της σε προάστιο του Αμάν, νοικιάζοντας ένα σχεδόν άδειο διαμέρισμα μόλις ενός δωματίου στις παρυφές ενός λόφου.
Σε αυτή τη νέα tabula rasa ύπαρξη αναγκάζεται να φροντίζει τον εαυτό της, να κάνει όλα τα πράγματα που στην προηγούμενη ζωή της έκαναν τα παιδιά της για εκείνη: να μαγειρεύει, να σκουπίζει, να πλένει, να ψωνίζει. Το μεγαλύτερο έξοδό της είναι το ενοίκιο, αλλά το πληρώνει με τη βοήθεια μιας ευγενικής ιορδανής εθελόντριας από το Πολιτιστικό Κέντρο Πριγκίπισσα Μπάσμα στη Μάνταμπα περίπου 40 χιλιόμετρα μακριά –αν και σύντομα θα λάβει βοήθεια μέσω ενός προγράμματος του UNHCR, μιας πρωτοβουλίας για τους πλέον ευάλωτους σύρους πρόσφυγες.
Μέσο επιβίωσης η γραφή και η ανάγνωση

Καθημερινά η Καλίντα σκαρφαλώνει τα απότομα, χαλασμένα σκαλοπάτια που οδηγούν από το νοικιασμένο δωμάτιό της στον κεντρικό δρόμο πάνω στον λόφο. Πηγαίνει ως τη Μάνταμπα, μια διαδρομή πάνω από μία ώρα, ενώ η Καλίντα πρέπει να κάνει οτοστόπ σε δύο διαφορετικά αυτοκίνητα και να επιβιβαστεί σε δύο διαφορετικά λεωφορεία προκειμένου να φθάσει στο Πολιτιστικό Κέντρο όπου μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει μαζί με άλλες γυναίκες και κορίτσια από τη Συρία. Η Καλίντα είναι η μεγαλύτερη και ίσως η πιο ενθουσιώδης μαθήτρια στην τάξη της, επειδή τώρα ο αλφαβητισμός είναι για την ίδια μέσο επιβίωσης. Πρέπει να μπορεί να διαβάζει πινακίδες στους δρόμους, προορισμούς λεωφορείων, τα ονόματα των φαρμάκων της. Παρά το τρέμουλο που έχει στα χέρια, με μεγάλη επιμέλεια έχει συμπληρώσει ολόκληρα τετράδια ασκήσεων. «Οταν μου δίνουν δύο σελίδες εργασία για το σπίτι, εγώ κάνω τέσσερις» λέει με υπερηφάνεια. Στην Καλίντα λέιπει η Συρία. Της λείπει το σπίτι της αλλά πιο πολύ τα παιδιά της. Αλλά μου λέει ότι προτιμά να ζει μόνη, ακόμη και σε αυτή την ηλικία, σε μία ξένη χώρα, από το να επιστρέψει στη Συρία και να θέσει τους γιους της σε κίνδυνο.


«Οχι πτώματα, κομμάτια από πτώματα»

Σε αντίθεση με την Καλίντα, ένας άλλος πρόσφυγας πολέμου, ο Αντνάν, 29 χρόνων, βρίσκεται στο απόγειο της ζωής του ή τουλάχιστον σε αυτό που θα έπρεπε να είναι το απόγειο της ζωής του. Ο φιλικός σκουρόχρωμος πρώην μηχανικός σπούδαζε για να αποκτήσει το μεταπτυχιακό του στην Υπολογιστική Επιστήμη στη Δαμασκό όταν άρχισε ο πόλεμος. Τα οδοφράγματα και οι συλλήψεις κατέστησαν αδύνατο για τον ίδιο να συνεχίσει τις σπουδές του. Επέστρεψε στο σπίτι των γονιών του στην περιοχή Αλ Γκούτα, όπου η καθημερινή του ζωή, άλλοτε γεμάτη φίλους, συναδέλφους και ακαδημαϊκούς, αποτελείται από πυροβολισμούς και βόμβες.
Τα ελικόπτερα βούιζαν πάνω από το κεφάλι του και οι βόμβες ούρλιαζαν καθώς βουτούσαν στο έδαφος όπου, όπως μου είπε ο ίδιος, κουλουριάστηκε ψιθυρίζοντας ένα πανικόβλητο μάντρα. «Αυτή τη φορά θα πεθάνω… Αυτή τη φορά θα πεθάνω…». Η ανακούφιση που αισθάνθηκε όταν επιβίωσε από ακόμη έναν βομβαρδισμό γρήγορα εξαφανίστηκε από τη φρίκη που συνάντησε μετά, όταν βγήκε έξω και είδε άνδρες, γυναίκες και παιδιά να ουρλιάζουν από τον πόνο και τα πτώματα των γειτόνων του – «όχι», διορθώνει τον εαυτό του ο Αντνάν, «όχι πτώματα, κομμάτια από πτώματα» – σκορπισμένα στον δρόμο. «Εχασα πολλούς φίλους. Ο πιο παλιός μου φίλος που γνώριζα από την πρώτη Δημοτικού σκοτώθηκε σε βομβαρδισμό» λέει ο Αντνάν. Και ο ίδιος δεν γλίτωσε τον τραυματισμό.
Σε μία επίθεση 12 κομμάτια θραυσμάτων ξέσκισαν το δέρμα του, ενώ κάποια έφθασαν ως τους πνεύμονές του όπου βρίσκονται σήμερα. Τελικά ο Αντνάν κατέφυγε στην Ιορδανία με τη μητέρα και τον αδελφό του, όπου τώρα ζει στον καταυλισμό Ζαατάρι, που φιλοξενεί περίπου 83.000 σύρους πρόσφυγες. Ο πατέρας του ακόμη βρίσκεται στη Συρία, εγκλωβισμένος σε μία πολιορκημένη περιοχή. Ο Αντνάν είναι ευγνώμων που ζει. Είναι ευγνώμων στον UNHCR και στους συνεργάτες του στον καταυλισμό Ζαατάρι. Αλλά ο Αντνάν είναι νέος. Θέλει να τελειώσει τις σπουδές του. Θέλει να εργαστεί.

«Είμαστε άνθρωποι»
λέει με το πρόσωπό του γεμάτο απελπισία, «έχουμε φιλοδοξίες, έχουμε όνειρα που θέλουμε να γίνουν πραγματικότητα». Αλλά τα όνειρα του Αντνάν έχουν διαλυθεί, οι ελπίδες του το ίδιο. Κάνει ό,τι μπορεί. Στο εργαστήριο υπολογιστών στον καταυλισμό Ζαατάρι διδάσκει σε άλλους πρόσφυγες την επιστήμη του. Ο Αντνάν περιμένει η Συρία να ξαναβρεί τον δρόμο της, όμως αυτό που βλέπει είναι να συνεχίζεται η καταστροφή.
Αυτές είναι μόνο δύο από αμέτρητες ιστορίες. Κάθε σύρος πρόσφυγας έχει μία. Συσσωρεύονται οι ιστορίες, η μία διαφορετική από την άλλη. Καθεμιά μία φωνή στη χορωδία. Και όλες μαζί μας οδηγούν πίσω στους αριθμούς.

Ο κ. Καλέντ Χοσεϊνί είναι διάσημος αφγανός συγγραφέας που ζει στις ΗΠΑ. Είναι πρέσβης Καλής Θέλησης της Υπατης Αρμοστίας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και συγγραφέας των παγκόσμιων μπεστ σέλερ «Χαρταετοί πάνω απ’ την πόλη» που γυρίστηκε και ταινία, «Στη χώρα των χρυσών ήλιων», «Και τα βουνά μίλησαν». Για το πρόγραμμα βοήθειας σε μετρητά της Υπατης Αρμοστίας επισκεφθείτε το www.unhcr.org/lifeline.

HeliosPlus

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.