Υπάρχει και τρίτο σενάριο

H εγχώρια συζήτηση για το αν θα φθάσουμε ή όχι σε συμφωνία με τους δανειστές γίνεται ως εάν υπάρχουν μόνο δύο εναλλακτικά σενάρια

H εγχώρια συζήτηση για το αν θα φθάσουμε ή όχι σε συμφωνία με τους δανειστές γίνεται ως εάν υπάρχουν μόνο δύο εναλλακτικά σενάρια. Το πρώτο σενάριο είναι να υποχωρήσει η κυβέρνηση και το δεύτερο είναι να μην υποχωρήσει, αλλά να προτιμήσει τη ρήξη. Ο παραδοσιακός ελληνοκεντρισμός που διέπει τις συζητήσεις για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και στον κόσμο, καθώς και ο βολονταρισμός της κυβέρνησης που προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου έχουν συσκοτίσει την ύπαρξη ενός τρίτου σεναρίου, δηλαδή να μην υποχωρήσουν οι δανειστές, αλλά οι ίδιοι να διαλέξουν τη ρήξη, ανεξάρτητα από το ποιες και πόσες υποχωρήσεις τυχόν κάνει η κυβέρνηση. Ναι, δυστυχώς, υπάρχει ακόμη η πιθανότητα οι ίδιοι οι δανειστές να επιδιώξουν τη ρήξη. Θα είχαν πολλούς λόγους να το κάνουν.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι έχει δοθεί διεθνώς η εντύπωση πως μια συγκριτικά μικρή χώρα, η Ελλάδα, έχει αναγκάσει ισχυρότερες χώρες και υπερεθνικούς θεσμούς να προσαρμοστούν σε αυτήν, στις αντιδράσεις της, στις επιτυχίες και στις αποτυχίες της, καθώς και στους ρυθμούς εφαρμογής του λεγόμενου «ελληνικού προγράμματος». Πιθανόν μερικοί από τους δανειστές να έχουν την αίσθηση ότι δημιουργείται διεθνώς η λάθος εικόνα για το ποιο είναι το ισχυρό μέρος στη διελκυστίνδα μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της. Αν εκείνοι υπολογίσουν ότι οικονομικά και πολιτικά δεν θα τους κοστίσει πάρα πολύ, μπορεί απλά να αφήσουν την Ελλάδα να εκτροχιαστεί. Ετσι, για λόγους παραδειγματισμού ή επίδειξης δύναμης.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η ρήξη με την Ελλάδα θα ήταν ένα αποφασιστικό βήμα για τη δημιουργία μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων. Για εμάς αυτό θα ήταν πολύ προβληματικό, για μερικούς από τους εταίρους μας πάλι όχι. Εχουν συζητηθεί αρκετές παραλλαγές της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων. Η κρίση στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για τη δημιουργία τριών ομόκεντρων κύκλων. Στο κέντρο θα υπήρχαν χώρες της ευρωζώνης που συγκλίνουν μεταξύ τους, αν όχι στα μακροοικονομικά μεγέθη, τουλάχιστον σε βασικές επιλογές πολιτικής. Στην ημιπεριφέρεια θα υπήρχαν χώρες, ευρισκόμενες εντός ή εκτός της ευρωζώνης, οι οποίες δεν τα κατάφεραν να συγκλίνουν οικονομικά με τις πρώτες ή είναι απρόβλεπτες από πολιτική άποψη (π.χ. Ελλάδα). Και στην περιφέρεια θα βρίσκονταν χώρες εκτός ευρωζώνης οι οποίες εδώ και χρόνια έχουν εύθραυστες οικονομίες ή εντάχθηκαν συγκριτικά πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι η λεγόμενη «ελληνική κρίση» έχει κρατήσει πολύ και έχει κουράσει τους συνομιλητές μας. Οποιοσδήποτε μιλά με ενημερωμένους ξένους ή διαβάζει ξένα μέσα ενημέρωσης το έχει αντιληφθεί αυτό. Το αίσθημα της κόπωσης δεν είναι καλός σύμβουλος. Θα μπορούσε να οδηγήσει τους δανειστές σε μεγαλύτερη υποχωρητικότητα απέναντί μας, αλλά θα μπορούσε να τους οδηγήσει και σε ρηξικέλευθες επιλογές, για να πάψουν να ασχολούνται με το λεγόμενο «ελληνικό πρόβλημα», ξεχνώντας ότι βέβαια αυτό είναι και ευρωπαϊκό και αντανακλά ευρύτερες παθογένειες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι δανειστές θα μπορούσαν, ύστερα από ένα διαζύγιο με την Ελλάδα, να ασχολούνται με το πρόβλημα αυτό με όρους διαφορετικούς από εκείνους που εκ των πραγμάτων θέτει και στους ίδιους η εταιρική μας σχέση στο εγχείρημα ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τους δυσκολεύει το γεγονός ότι μετέχουμε ισότιμα στα ίδια ευρωπαϊκά όργανα. Αν ήμασταν εκτός, τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα για εκείνους. Εχει προβληθεί το αντεπιχείρημα ότι δεν προβλέπεται στις σχετικές Συνθήκες μια χώρα-μέλος της Ενωσης να εκδιωχθεί από τις υπόλοιπες χώρες-μέλη. Είναι ωστόσο προφανές ότι αν όλοι οι υπόλοιποι, ευρωπαϊκοί λαοί και κυβερνήσεις, πεισθούν ότι μια χώρα-μέλος της Ενωσης είναι χώρα-παρίας, τα νομικά εμπόδια δεν θα αποτρέψουν την ουσιαστική και διαρκή περιθωριοποίηση της τελευταίας. Κάποιοι θα έλεγαν ότι αυτό το τελευταίο έχει ήδη συμβεί.
Συνοπτικά, οσοδήποτε θετικές και αν υπήρξαν οι προθέσεις της κυβέρνησης που προέκυψε από τις εκλογές του Ιανουαρίου για αναδιαμόρφωση της πολιτικής των Μνημονίων και των σχέσεων Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ενωσης, για λόγους που έχουν αναλύσει άλλοι, μέσα σε λίγους μήνες χάθηκαν χρόνος, ευκαιρίες και αποθέματα εμπιστοσύνης. Επίσης δεν είναι σαφές αν υπήρχε εκ μέρους της ελληνικής πλευράς σχέδιο για συντεταγμένη υποχώρηση σε περίπτωση που οι αρχικές ελπίδες της Ελλάδας διαψεύδονταν ή εναλλακτικά σχέδιο ρήξης το οποίο θα επέλεγε η ελληνική πλευρά. Το πιθανότερο είναι ότι υπήρχε σχέδιο του τύπου «βλέποντας και κάνοντας». Είναι προφανές ότι το σχέδιο αυτό, ήδη προβληματικό από τη φύση του, είναι ακατάλληλο αν στα σενάρια υποχώρησης προς τους δανειστές ή ρήξης με τους δανειστές με απόφαση της Ελλάδας, προστεθεί και το τρίτο σενάριο, δηλαδή ρήξη με την Ελλάδα κατόπιν πρωτοβουλίας των δανειστών.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.