Από τη μία πλευρά, πραγματικά τιμά τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη ότι έστω και έπειτα από τόσα χρόνια και έστω μετά την κλήτευσή του ως μάρτυρα στη δίκη Τσοχατζόπουλου παραδέχθηκε ρητά την αλήθεια λέγοντας χθες στο δικαστήριο μια φράση χωρίς προηγούμενο που θα μείνει ιστορική: «Λυπάμαι», είπε, «διότι όλες αυτές οι αθλιότητες συνέβησαν επί δικής μου πρωθυπουργίας»!
Από την άλλη πλευρά όμως, είναι αδύνατον να μην αναρωτηθεί κανείς ορισμένα στοιχειώδη: είναι δυνατόν ένας πρώην πρωθυπουργός να παραδέχεται τέτοιου μεγέθους αθλιότητες εις βάρος όχι μόνον των δημοσίων οικονομικών αλλά και της άμυνας της χώρας και να μην εξηγεί επαρκώς ποιος ήταν ο δικός του ρόλος ως επικεφαλής της κυβέρνησης;
Τι ήταν τότε ο κ. Σημίτης, που σήμερα λέει ότι λυπάται στην αίθουσα του δικαστηρίου;
Δεν ήταν ο πρόεδρος της κυβέρνησης στις ημέρες της οποίας έγιναν τα μεγαλύτερα εξοπλιστικά – και όχι μόνον – σκάνδαλα της ελληνικής ιστορίας; Ποιος έχει λοιπόν την κύρια ευθύνη, αν όχι ο ίδιος;
Τι σημαίνει «πίεζε ο Ακης»; Τι σημαίνει η διαδικασία του πώς λειτουργεί το ΚΥΣΕΑ ή το σύστημα προμηθειών με το οποίο εργάζονται τα επιτελεία;
Όλα αυτά, που τόσο αναλυτικά χθες τα περιέγραψε, είναι δυνατόν να δίνουν άλλοθι σε έναν πρωθυπουργό που δεν τα σταμάτησε ως θα όφειλε;
Δεν τα γνώριζε τότε; Δεν είναι δυνατόν, ακόμα και πολλές εφημερίδες φώναζαν για το κακό που γινόταν, όταν γινόταν.
Αν ο κ. Σημίτης λάμβανε την απόφαση να βάλει τότε το μαχαίρι στο κόκκαλο, όλα αυτά απλούστατα δεν θα είχαν συμβεί. Αλλά, για λόγους που ο ίδιος γνωρίζει, δεν το έκανε.
Οι εξοπλισμοί εκείνης της περιόδου συνιστούσαν στο σύνολό τους το μεγαλύτερο πρόγραμμα πρόσκτησης πολεμικού υλικού στην ελληνική ιστορία.
Όμως εδώ ακριβώς είναι που το σκάνδαλο γίνεται πλέον διπλό – και εξωφρενικό.
Πολλοί από τους μαζικούς εκείνους εξοπλισμούς υπήρξαν όχι μόνον πεδία άγριας διαφθοράς, αλλά και εντελώς ανεπαρκείς, ορισμένες φορές και ακατάλληλοι για τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες.
Με άλλα λόγια, έπειτα από τα Υμια, όπως ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός ανέφερε στο δικαστήριο, η Ελλάδα έκανε ένα τεράστιο πρόγραμμα. Αυτό, σε πολύ μεγάλο βαθμό δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές της ανάγκες. Πρόγραμμα που, ας μην το ξεχνάμε, το μέγα μέρος του οποίου κατέληξε στη Γερμανία και τις εταιρίες της.
Όμως, όπως είπε και ο κ. Σημίτης, «Δεν γνωρίζω όμως τίποτε σχετικό για τις παράνομες πράξεις των κατηγορουμένων και τα όσα τους αποδίδονται. Η γνώση μου προκύπτει από τις εφημερίδες και τα δικαστήρια».
Πραγματικά, τι να πει κανείς για όλη αυτή την έξαφνη… εξομολόγηση;
Ότι κι αν πει, ειδικά από τη στιγμή που αυτή προέρχεται από τα χείλη του ανθρώπου που είχε υποσχεθεί τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας, λίγο θα ‘ναι…