Το αγωνιώδες ερώτημα «πού πάμε;», ένα ερώτημα που το τελευταίο διάστημα κατατρύχει και αγχώνει τους έλληνες πολίτες, βρήκε επιτέλους την απάντησή του, απάντηση που περικλείεται σε δύο μόνο λέξεις: Στα βράχια!
Αυτή την απάντηση έδωσαν ουσιαστικά σε διαφορετικές τηλεοπτικές εκπομπές αρκετά ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των οποίων και οι κύριοι Φλαμπουράρης και Σκουρλέτης. Οταν δηλώνουν αυτάρεσκα ότι δεν αλλάζουν πορεία έστω κι αν βλέπουν πως το καράβι πάει κατευθείαν στα βράχια κι όταν από την άλλη τα βράχια παραμένουν αμετακίνητα στη θέση τους, είναι προφανές ότι η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Ισχυρίζονται βέβαια οι συριζαίοι ότι τελικά η σύγκρουση θα αποτραπεί γιατί τα βράχια θα αναλογιστούν τις καταστροφές που θα υποστούν και θα παραμερίσουν, οφείλω όμως να ομολογήσω ότι ο ισχυρισμός δεν με έπεισε.
Πώς εξηγείται αυτή η ακλόνητη πεποίθηση των ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ ότι τελικά η Ευρώπη θα υποχωρήσει, πώς είναι τόσο βέβαιοι ότι «δεν υπάρχει ούτε στο ένα εκατομμύριο πιθανότητα να μην κάνουν πίσω οι εταίροι μας»;
Το μυστήριο παρέμενε άλυτο για μένα, ώσπου τελικά, αφού ανασκάλεψα μνήμες από παλιά διαβάσματα, θυμήθηκα και κατάλαβα: Οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ είναι φανατικοί οπαδοί, πιστοί μιμητές της «κρημνοβατικής» πολιτικής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου!
Σε μια συνέντευξη που έδωσε στην Οριάνα Φαλάτσι και περιέχεται στη σελ. 537 του βιβλίου της «Συνάντηση με την Ιστορία», ο Μακάριος αφηγείται: «Οταν έγινα είκοσι χρονών, ο ηγούμενος της μονής με διέταξε να αφήσω γένια. Οι δόκιμοι καλόγεροι όμως δεν είναι υποχρεωμένοι να αφήνουν γένια. Αρνήθηκα και εκείνος θύμωσε, «Ή να ακούσεις ή να φύγεις». «Εντάξει, θα φύγω». Μάζεψα τα πράματά μου, ήξερα ακριβώς τι επρόκειτο να συμβεί. «Μη φεύγεις, μείνε!». «Εντάξει, θα μείνω». «Θα αφήσεις όμως γένια». «Οχι, δεν θα αφήσω». «Πρόσεξε γιατί θα σε χτυπήσω». «Χτύπα με». Αρχισε να με χτυπάει, και όση ώρα με χτυπούσε φώναζε: «Θα αφήσεις γένια;». «Οχι». Τελικά κάθησε εξαντλημένος. «Σε παρακαλώ. Αφησέ τα να μεγαλώσουν λίγο. Πολύ λίγο, ίσα-ίσα για να σε βλέπει ο κόσμος ότι αφήνεις γένια». Χαμογέλασα. «Τόσο λίγο;». «Ναι». «Οπως τα έχω τώρα;». «Ναι». «Ούτε εκατοστό περισσότερο». «Εντάξει». Ετσι καταλήξαμε σε συμβιβασμό χωρίς να χρειαστεί να τον υπακούσω». Και καταλήγει ο Μακάριος:
«Θα έλεγα ότι τούτη η ιστορία είναι αποκαλυπτική. Αυτή ήταν και είναι η στρατηγική μου. Θέλω να πω ότι πάντα μου άρεσε να οδηγώ τον εαυτό μου ως την άκρη του γκρεμού και τότε να σταματώ έγκαιρα ώστε να μην πέσω».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ακολουθώντας ακριβώς αυτή την «κρημνοβατική» τακτική στις διαπραγματεύσεις με τους Αγγλους, έπεσε τελικά στον γκρεμό αλλά δυστυχώς δεν έπεσε μόνος του. Πήρε μαζί του και την Κύπρο!
Αξίζει να θυμηθούμε τα γεγονότα. Υστερα από εντατικές διαπραγματεύσεις, τέλη 1955 – αρχές 1956, Μακάριος και Χάρντιγκ είχαν καταλήξει σε συμφωνία βάσει της οποίας η βρετανική κυβέρνηση αναγνώριζε το δικαίωμα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση αλλά να αναβληθεί η άσκησή του για περίοδο επτά ετών και στο μεταξύ να δοθεί Σύνταγμα ευρείας αυτοκυβέρνησης με έλληνα πρωθυπουργό, εννέα έλληνες υπουργούς και μόνο έναν τούρκο υπουργό. Σύσσωμος ο κυπριακός λαός σε διαβουλεύσεις εκπροσώπων του με τον Μακάριο τάχθηκε υπέρ της αποδοχής του Συντάγματος, όπως υπέρ της αποδοχής συμφώνησαν Γρίβας – Μακάριος. Και ενώ όλοι περίμεναν την υπογραφή της συμφωνίας, επήλθε απροσδόκητα το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων.
Τι ακριβώς συνέβη το βράδυ της 29.2.1956 στην τελευταία συνάντηση που είχε οριστεί προκειμένου να μπουν οι υπογραφές και στην οποία πήραν μέρος ο υπουργός Λ. Μπόιντ, ο κυβερνήτης Χάρντιγκ, ο Μακάριος και μερικοί άλλοι;
Στο βιβλίο του «Οι διαπραγματεύσεις Μακαρίου – Χάρντιγκ 1955-56» και στη σελ. 85 ο Ν. Κρανιδιώτης, στενός συνεργάτης του Μακαρίου, γράφει: «Ο Μακάριος πίστευε ότι στη συνάντηση εκείνη με τον Λ. Μπόιντ θα μπορούσε να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις βρετανικές προτάσεις. (…) Ο Λ. Μπόιντ αρνήθηκε να συζητήσει εκ νέου οποιοδήποτε θέμα, υπογράμμισε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να μεταβάλει έστω και μια λέξη από την ανακοίνωση που μας διάβασε. (…) Ο Μακάριος με ένα βεβιασμένο χαμόγελο είπε ότι με λίγη καλή θέληση θα μπορούσαν ίσως να ρυθμιστούν τα εναπομείναντα τρία επίμαχα σημεία. Ο Λ. Μπόιντ τον κοίταξε αυστηρά χωρίς να απαντήσει. Μεσολάβησαν μερικά λεπτά αμήχανης σιωπής. Υστερα ο βρετανός υπουργός σηκώθηκε απότομα από τη θέση του και ατενίζοντας παγερά τον Αρχιεπίσκοπο –αντί οποιουδήποτε άλλου χαιρετισμού –είπε προκλητικά: «Είθε ο Θεός να σώσει τον λαό σου»».
Φαίνεται όμως πως κι ο Θεός βαρέθηκε την ανικανότητα και την επιπολαιότητα της κυπριακής ηγεσίας και εγκατέλειψε την Κύπρο στη μαύρη της μοίρα…
Είναι νομίζω προφανές ότι οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούν πιστά αυτήν ακριβώς την «κρημνοβατική» πολιτική, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, ή μάλλον εν γνώσει των συνεπειών. Το σχέδιό τους είναι απλό: Αν οι εταίροι μας κάνουν πίσω, αν υποκύψουν στους εκβιασμούς, θα είμαστε καβάλα στο κύμα. Για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα ο λαός θα μας περιβάλλει με την αγάπη και την εμπιστοσύνη του, η άσκηση και η νομή της εξουσίας θα είναι στα χέρια μας. Αν τα πράγματα φτάσουν σε ρήξη, τόσο το καλύτερο. Με ένα δημοψήφισμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μας, θα αναβαπτιστούμε στη λαϊκή εμπιστοσύνη, θα φορτώσουμε τις ευθύνες στους «άλλους» και απερίσπαστοι πλέον θα αγωνιστούμε για να γίνει πράξη το μεγάλο μας όραμα: η μετατροπή της χώρας μας σε Βενεζουέλα της Μεσογείου, βάση και ορμητήριο για την κατάργηση του καπιταλισμού στην Ευρώπη και όπου αλλού μπορέσουμε!
Η κρισιμότητα των περιστάσεων απαιτεί να ειπωθεί στον λαό ολόκληρη η αλήθεια ώστε να γνωρίζει πού βαδίζουμε. Αγαπητοί κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η ώρα της αλήθειας. Σταματήστε αμέσως αυτό το θέατρο της δήθεν διαπραγμάτευσης, σταματήστε αυτή τη φαρσοκωμωδία που δεν ξεγελάει πια κανέναν. Κανείς δεν σας εξουσιοδότησε να καταστρέψετε αυτή τη χώρα. Η εντολή που πήρατε από τον λαό ήταν να διαπραγματευθείτε σθεναρά, σκληρά έστω, πάντοτε όμως μέσα στην ευρωζώνη, μέσα στην Ευρώπη. Πρέπει να αντιληφθείτε ότι οι ευθύνες σας είναι βαρύτατες και απαράγραπτες.
Οι ώμοι σας είναι πολύ αδύναμοι για να σηκώσουν το βάρος ιστορικών αποφάσεων που θα καθορίσουν τη μοίρα αυτού του τόπου για πολλά χρόνια. Μπορεί να είστε πλειοψηφία στη Βουλή, είστε όμως μειοψηφία στον λαό και δεν έχετε κανένα δικαίωμα να ρίξετε αυτή τη χώρα στα βράχια γιατί αυτό επιτάσσουν οι ιδεοληψίες και οι εμμονές σας.
Μπροστά στο δραματικό αδιέξοδο, όταν αφενός δεν μπορείτε να επιβάλετε τους εκβιασμούς σας στην ΕΕ και αφετέρου δεν μπορείτε να υπαναχωρήσετε, μία μόνο λύση απομένει κατά τη γνώμη μου: Να απευθυνθείτε στον λαό και να εξηγήσετε με λόγια απλά και καθαρά ότι τις κρίσιμες αποφάσεις μπορεί να τις πάρει μόνο μια κυβέρνηση που θα εκφράζει, ει δυνατόν, τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Παραιτηθείτε εν συνεχεία και εισηγηθείτε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον σχηματισμό κυβέρνησης «ειδικού σκοπού». Η κυβέρνηση αυτή, αποτελούμενη από πέντε-έξι έντιμους και ικανούς πολιτικούς, συνεπικουρούμενoυς από τόσους άλλους τεχνοκράτες, θα συνεργαστεί έντιμα και ειλικρινά με τους ευρωπαίους εταίρους μας και θα υπογράψει μια συμφωνία βάσει των όσων έχουν συμφωνηθεί και υπογραφεί ως τώρα. Στηρίξτε αυτή την κυβέρνηση και καλέστε και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να τη στηρίξουν.
Ευθύς ως η κυβέρνηση αυτή επιτελέσει το έργο της, ευθύς ως υπογραφεί η συμφωνία, πάρτε ξανά στα χέρια σας τη διακυβέρνηση της χώρας, εφαρμόστε το πρόγραμμά σας και ας κρίνει στο τέλος ο λαός τα έργα σας.
Ο κ. Τάκης Λαζαρίδης είναι συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ