Η Ελλάδα έχει παίξει αμέτρητους (δραματικούς) ρόλους τα τελευταία χρόνια. Του χρήσιμου ηλίθιου, του πειραματόζωου, της Ιφιγένειας, του αποδιοπομπαίου τράγου. Και φυσικά τον ρόλο του σκιάχτρου. Οι άλλοι λαοί της Ευρώπης, συγκρίνοντας την κακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται με όσα τραγικά συμβαίνουν στη χώρα μας, αισθάνονται (αδικαιολόγητο) κόμπλεξ ανωτερότητας. Οπως άλλωστε και οι ευρωπαίοι ιθύνοντες, οι οποίοι ενθαρρυμένοι από τις προβλέψεις για επικείμενη ανάκαμψη νιώθουν ότι ο Τιτανικός τους είναι πλέον ασφαλής και σκληραίνουν τη στάση τους στις διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση.
Ωστόσο είναι πολύ πρόωρο να γίνεται λόγος για ευρωπαϊκό «success story». Ο αποπληθωρισμός, η στασιμότητα, η υψηλή ανεργία, οι μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες και τα διογκούμενα χρέη είναι πάντα εδώ για να μας θυμίζουν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι σε κακό χάλι.
Η ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι ναι μεν εξαντλεί τις δυνατότητες της νομισματικής πολιτικής, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί, καθώς υπάρχει κίνδυνος φούσκας και πιστωτικής κρίσης ανάλογης του 2008 (θέση που προβάλλουν μετ’ επιτάσεως τα υπερσυντηρητικά γεράκια της Bundesbank). Η ενίσχυση της ρευστότητας είναι εκ των ων ουκ άνευ, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται και το alter ego της ποσοτικής χαλάρωσης, η δημοσιονομική ενίσχυση. Πρωτίστως με τη μορφή δημοσίων επενδύσεων, αλλά και με ουσιαστικές φοροελαφρύνσεις για να ενισχυθεί η παραπαίουσα αγοραστική δύναμη μισθωτών και συνταξιούχων.
Αν λάβουμε υπόψη ότι μερικές ευρωπαϊκές χώρες δανείζονται σήμερα με αρνητικά(!) επιτόκια, οι συνθήκες είναι ιδανικές για ανάληψη δημοσίων επενδύσεων. Λείπει όμως η πολιτική βούληση.
Προφανώς Φρανκφούρτη και Βερολίνο διαφωνούν για την ακολουθητέα μακροοικονομική πολιτική. Η ΕΚΤ εφαρμόζει πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά η Buba το απορρίπτει μετά βδελυγμίας, ενώ δεν συζητεί καν το ενδεχόμενο δημοσιονομικής επέκτασης. Ωστόσο αμφότερες ομνύουν με πάθος στο «Αγιο Δισκοπότηρο» των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Και καλά κάνουν, γιατί η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική είναι εργαλεία προσωρινής αντιμετώπισης του προβλήματος, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καταπολεμούν τα βαθύτερα αίτια.
Αλλά κάπου εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Τι είδους μεταρρυθμίσεις; Ντράγκι και Σόιμπλε εμμένουν στον παρωχημένο νεοφιλελεύθερο τσελεμεντέ. Πρωτίστως στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και στη μείωση φόρων στα κέρδη για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα. Ετσι όμως είναι σαν να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά.
Γιατί αυτές ακριβώς οι μεταρρυθμίσεις πυροδότησαν τις μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες του καιρού μας και έστρεψαν τους εργαζόμενους στα δάνεια, δημιουργώντας τις σύγχρονες οικονομίες χρέους με πήλινα πόδια. Δεν χρειάζεται άλλη ευελιξία. Εχουμε πήξει στις ελαστικές μορφές απασχόλησης. Η υπέρμετρη ευελιξία είναι το πρόβλημα, όχι η λύση.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού επικρατεί μεγαλύτερη σύνεση. Διαμορφώνεται μια νέα συναίνεση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οικονομολόγοι από όλο το φάσμα (Κρούγκμαν, Σάμερς κ.ά.) υποστηρίζουν ριζικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας με στόχο την ενίσχυση των συνδικάτων και των μισθών. Γιατί κύριο πρόβλημα της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας είναι η ανεπαρκής ζήτηση…
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ