«Με συγχωρείτε λίγο, μπορώ να τη βγάλω κι εγώ μια φωτογραφία γιατί την αγαπώ;». Η ερώτηση που απηύθυνε η βοηθός σκηνοθέτη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου (με το κινητό στο χέρι) στον φωτογράφο μας, διακόπτοντάς τον για λίγο, είναι άκρως αντιπροσωπευτική της τρυφερότητας που νιώθουν τα μέλη της ομάδας του «Βυσσινόκηπου» το ένα για το άλλο. Η αξιαγάπητη φωτογραφιζόμενη ήταν η έγκυος Γαλήνη Χατζηπασχάλη (μία από τις δύο ηθοποιούς που περιμένουν μωρό, η άλλη είναι η Εμιλυ Κολιανδρή), η οποία παρά τα βάρη της κατάστασής της πρόλαβε να μας μιλήσει για την εμπειρία των προβών: «Οπως ξέρουμε δεν υπάρχει έγκυος στον «Βυσσινόκηπο», υπάρχουν όμως όλες οι άλλες εκφάνσεις της ζωής μας. Ειδικά όπως μας το πρότεινε ο Νίκος, με παιδιά, γέρους, αρρώστους, τρελαμένους, ποντίκια, ελέφαντες, και οι δύο έγκυοι νιώθουμε πολύ ταιριαστές εκεί μέσα. Με ενθουσιάζει ο Καραθάνος που θέλει να κάνει τα πιο μαγικά πράγματα με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο. Και δεν με ζορίζει, γιατί μου ταιριάζει αυτό που ζητάει και είναι και τόσο ανεκτικός».
Ανεκτικός, στοργικός ο 47χρονος σκηνοθέτης (και ηθοποιός) Νίκος Καραθάνος, ύστερα από δύο απανωτούς πρόσφατους θριάμβους, την «Γκόλφω» και το «Δεκαήμερο», ζωντανεύει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών το κύκνειο άσμα του Αντον Τσέχοφ, τον «Βυσσινόκηπο», και βυθίζεται σε έναν κόσμο όπου η παραδοχή της ήττας είναι από μόνη της μια νίκη. Μιλώντας μαζί του νομίζεις πως βλέπεις παράστασή του: ο σουρεαλισμός και η γλυκόπικρη αίσθηση της ζωής μας χρωματίζουν τα λόγια και τις εκφράσεις του. Βουρκώνει, γελάει, συννεφιάζει όταν λέει τα πιο βαριά: «Πολλές φορές χάνεσαι σε λεπτομέρειες και ξεχνάς το βασικό κόκαλο του έργου που, στον «Βυσσινόκηπο», είναι μια αλλαγή, ένας θάνατος, μία απώλεια: της μνήμης, της ζωής σου, του σπιτιού σου. Τα πράγματα ωστόσο προχωράνε. Πολλές φορές ένα πρωινό φεύγουμε από το σπίτι και δεν ξέρουμε αν θα γυρίσουμε, ένας άνθρωπος μας ανοίγει την πόρτα και δεν ξέρουμε αν θα γυρίσει, πάμε ταξίδι και λέμε τώρα πού πάω; Τα πάντα είναι αποχαιρετισμοί που γίνονται με πόνο, εγκαταλείπουμε κάτι ή κάτι μας αφήνει. Δεν υπάρχει παρηγοριά σε αυτό, και δεν θα έπρεπε. Αυτό που ενδιαφέρει την τέχνη είναι η ίδια αυτή η στιγμή και όχι η δικαιολογία της, το ξύλο, όχι το χάδι μετά. Κι αν υπάρχει τελικά γιατρειά είναι μόνο διά της ομοιοπαθητικής, του να μιμείσαι την ίδια στιγμή ξανά και ξανά. Θέλει πολλά βάσανα για να καταλάβεις ότι η ζωή τελικά είναι μια εισπνοή και μια εκπνοή, όλα τα άλλα φθείρονται και αλλάζουν συνέχεια».
Στη διαφημιστική καταχώριση για την παράσταση φέρεστε να προσεγγίσατε το έργο του Τσέχοφ με οδηγό τη φράση «Σε αυτή τη ζωή ή θα λυγίσεις ή θα σπάσεις». Γιατί; «Ημασταν με τη Λένα (σ.σ.: Κιτσοπούλου) χειμώνα στην Επίδαυρο σε ένα σπίτι και βλέπαμε ταινίες και ειπώθηκε αυτή η φράση, και κάναμε «ποπό!» και μας έμεινε. Θυμάμαι και άλλη μία σκηνή που είδαμε την ίδια ημέρα. Ηταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι και τον ρωτάει αυτή: «Τι είπες;». Απαντάει αυτός: «Τίποτα». Περνάει λίγη ώρα και του λέει αυτή: «Τι δεν είπες»».
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή σας αναφέρατε τον θάνατο ως παρηγοριά. Το πιστεύετε στ’ αλήθεια; «Οταν ήμουν πιο νέος είχα καλύτερη σχέση μαζί του, τον είχα αποδεχτεί, γιατί από μικρός σκεφτόμουν ότι με τον θάνατο θα ησυχάσουν όλα. Αυτό μου φαινόταν συμφιλιωτικό επειδή σκεφτόμουν πως όλος ο θόρυβος γύρω μου και οι πόνοι μου θα καταλαγιάσουν, με γαλήνευε η σκέψη ότι υπάρχει αυτή η στιγμή που ησυχάζουν όλα. Δεν είμαι σίγουρος πια. Πιο μικρός ξεκινάς ίσως με ένα φλερτ για τον θάνατο και το ήσυχο τέλος και καταλήγεις με έναν έρωτα για τη ζωή –όπως το έλεγε και η Γκόλφω «καημένε κόσμε, άι κι εσύ, προτού να σε γνωρίσω για πάντα σε χωρίζομαι»».
Στον θίασό σας έχετε και δύο εγκύους… «Ναι, έχουμε αυτή τη χαρά. Είναι τόσο ωραίο και φυσικό να είναι η ζωή δίπλα μας, σαν δώρο. Και είναι μεγάλο πράγμα να βλέπεις τις δύο αυτές γυναίκες με τη φουσκωμένη κοιλιά να είναι πάνω στη σκηνή και να είναι δυνατές».
Αφήνετε πάντα τη ζωή να εισχωρεί στην προετοιμασία μιας παράστασης; «Μα η ζωή τα αποφασίζει όλα, ούτως ή άλλως, αυτό είναι το πιο υπέροχο. Ο,τι κι αν σκέφτεσαι κάθε μέρα, πάντα στο τέλος κλέβεις τη ζωή και τις στιγμές σου. Κάνεις πρόβες όλη μέρα και βλέπεις στο διάλειμμα έναν ηθοποιό καθισμένο με το χέρι στο πιγούνι και λες αυτό είναι, αυτή την εικόνα ήθελα, τι κάθομαι και ψάχνω τόσες ώρες;».
Τι είναι ευλογία για έναν καλλιτέχνη; «Το πιο ωραίο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο καλλιτεχνικά είναι να μπορεί να αλλάζει όλα όσα έμαθε και ήξερε. Να νιώθει σαν να ακούει μουσική για πρώτη φορά, σαν να εκτιμάει τις νότες μία μία. Κι άσε τη συμφωνία».
Στον «Βυσσινόκηπο» τίθεται κι ένα θέμα χρεοκοπίας μιας οικογένειας… «Α, ναι. Η χρεοκοπία… Δεν έχω ξαναδεί έργο να μιλάει για αυτό το θέμα με τέτοιο τρόπο. Λέει κάποια στιγμή στο έργο: «Αν όλη σας την ενέργεια που βάζετε στη ζωή για να πληρώνετε τους τόκους τη χρησιμοποιούσατε σε κάτι άλλο, τότε ίσως να μπορούσατε να φέρετε τον κόσμο ανάποδα». Κρέμεται η χρεοκοπία πάνω από όλων τα κεφάλια, αλλά φαίνεται σαν να είναι κάτι ξένο στον άνθρωπο, σαν τα λεφτά να τον καθορίζουν αλλά κι αυτά τελικά τα σπαταλάει».
Η δική σας σχέση με το χρήμα ποια είναι; «Μια φορά προσπάθησα να κάνω λίστα εσόδων – εξόδων και με έπιασε τέτοια μελαγχολία, με έπιασε τέτοια μιζέρια, νόμιζα ότι καταστρεφόμουν, γι’ αυτό και είπα στο τέλος: «Ασ’ το, δεν πειράζει. Αμα χρειαστεί, κάτι θα βρεθεί»».
Πιστεύετε στον Θεό; «Ναι, αλλά αν ερχόταν τώρα στον δρόμο μου μια απόδειξη για την ύπαρξή Του, θα το έβρισκα αστείο, θα γελούσα. Κάπου είχα διαβάσει η τραγωδία και το δράμα ανήκουν στον άνθρωπο, η κωμωδία στον Θεό».
Τι άλλο έχετε διαβάσει τώρα τελευταία και σας συγκίνησε; «Διάβασα μια φράση σε ένα βιβλίο με ήρωα τον Σέρλοκ Χολμς. Τελειώνει το κεφάλαιο με αυτόν να λέει: «Λοιπόν, αν είναι να ζήσω μια δυστυχισμένη ζωή, ας τη ζήσω τουλάχιστον σαν άνδρας και όχι με λαμπερές φαντασιώσεις». Είναι σαν να σου λέει: «Ο,τι είναι, είναι, στάσου όρθιος και αντιμετώπισέ το». Κάποιες φορές νιώθω ότι στα πιο σημαντικά ή στα πιο πονεμένα πράγματα, σε στιγμές αρρώστιας για παράδειγμα, η ζωή λάμπει τόσο καταπληκτικά που τότε μόνο τη λογαριάζουμε πραγματικά. Και είναι σαν να σου αποκαλύπτεται μέσα στον απόλυτο πόνο το νόημα της ύπαρξης, ποια είναι η γεύση της ζωής. Καταρρέουν όλα και φαίνεται μια αλήθεια. Γιατί συνήθως ζούμε στα ψέματα».
Και πώς καταλαβαίνουμε την αλήθεια; «Ελα ντε. Πώς την καταλαβαίνεις; Σιωπάς. Σωπαίνεις. Και νιώθεις μέσα σου ίσως και μια ευγνωμοσύνη που τη γνώρισες».
«Βυσσινόκηπος» του Αντον Τσέχοφ: Κεντρική Σκηνή, Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών (λεωφ. Συγγρού 107-109, Αθήνα), από τις 22/04 ως τις 09/05.* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Απριλίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ