«Η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται σκληρά σε όλα τα επιμέρους πεδία διαπραγμάτευσης, τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στην Αθήνα, προκειμένου να βρεθεί μια αμοιβαία επωφελής λύση, ένας έντιμος συμβιβασμός με τους εταίρους μας. Ενας συμβιβασμός που θα σέβεται τόσο τη πρόσφατη λαϊκή εντολή όσο όμως και το πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωζώνης»: τα παραπάνω δήλωσε χθες, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, στο πρακτορείο Ρόιτερς, εν μέσω μιας διαρκώς εντεινόμενης διεθνούς και εσωτερικής πολεμικής κατά της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης.
Και αφού ανέφερε τα σημεία σύγκλισης και τα σημεία διαφωνίας με τους δανειστές, κατέληξε: «Είμαι πεπεισμένος ότι η Ευρώπη των δημοκρατικών παραδόσεων και του Διαφωτισμού δεν θα υποκύψει σε ακραίες φωνές κάποιων, δεν θα επιλέξει τον δρόμο ενός ανήθικου και στυγνού χρηματοδοτικού εκβιασμού, αλλά το δρόμο της γεφύρωσης των διαφορών, το δρόμο της σταθερότητας και του αμοιβαίου σεβασμού, πάνω από όλα στη δημοκρατία, προς όφελος του κοινού ευρωπαϊκού μας μέλλοντος».
Οι δηλώσεις αυτές του πρωθυπουργού δεν αποτυπώνουν μόνον την αγωνία της πρωτόγνωρης αυτής διαπραγμάτευσης την οποία επιχειρεί η κυβέρνηση από εξαιρετικά δυσμενή αντικειμενική θέση – από το 2010 όταν μπήκαμε στην κρίση μέχρι τώρα δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο.
Οι δηλώσεις αυτές αποτυπώνουν κάτι βαθύτερο: τη δομική ασυμβατότητα της Ελλάδας και της οικονομίας της (ή ότι έχει μείνει από αυτήν…) με το κυρίαρχο πλέον σύστημα της γερμανικής Ευρώπης και της ασφυκτικής νέας οικονομικής ορθοδοξίας της που συνθλίβει.
Μοιάζει περίπου σα να επιχειρούν τον τετραγωνισμό του κύκλου σε μία Ευρώπη που σίγουρα δεν πρόκειται να θυμηθεί τώρα ούτε τις δημοκρατικές παραδόσεις της, ούτε τον διαφωτισμό που σχεδόν δραματικά επικαλείται ο πρωθυπουργός. Όπως και δεν πρόκειται να σταθμίσει το κοινό ευρωπαικό μέλλον στο οποίο αναφέρεται, με τον τρόπο τουλάχιστον που ο ίδιος το εννοεί.
Η Ευρώπη αυτή δεν υπάρχει πια. Υπήρχε πριν από την επανένωση της Γερμανίας και την παράλληλη ιστορική διεργασία της διαμόρφωσης του δήθεν «κοινού» νομίσματος. Όμως τώρα δεν υπάρχει. Ετσι, η επίκλησή της δεν έχει κανένα πραγματικό περιεχόμενο.
Δυστυχώς, η σημερινή Ευρώπη, αυτή του γερμανικού ηγεμονισμού, ο οποίος έχει πλέον αποτυπωθεί και στις συνθήκες που διέπουν το ευρώ, είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση. Και η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να το συνειδητοποιήσει αυτό, που οδηγεί με νομοτελειακό τρόπο στο πρακτέο ότι οι δρόμοι είναι δύο. Ο ένας είναι η υποταγή και ο άλλος είναι η σύγκρουση, με ότι κι αν σημαίνει ο καθένας απ’ αυτούς. Όμως, «τρίτος δρόμος», δυστυχώς, δεν υπάρχει.
Η Ευρώπη αυτή δεν πρόκειται να αντέξει στο χρόνο, ακριβώς επειδή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την οντολογία της, τις αιτίες και τα χαρακτηριστικά που τη γέννησαν. Όμως, η διαδικασία αποδόμησής της, θα είναι αργή και βασανιστική, όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά ιδίως και πρώτα γι αυτήν, όποια πορεία κι αν επιλεγεί, όποια τελικά εξέλιξη κι αν υπάρξει στους επόμενους μήνες.
Κι αυτό το δομικό αδιέξοδο της νέας πραγματικότητας πρέπει πλέον να το κατανοήσουν σε βάθος τόσο η κυβέρνηση, όσο και η χώρα.