Η Ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι η εορτή των εορτών της χριστιανικής Εκκλησίας, ακράδαντο θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται το οικοδόμημα της πίστεως. Για αυτό δεν αμφιβάλλει κανείς.
Αλλά διαφωνίες σχετικά με την ημερομηνία του εορτασμού είχαν ξεσπάσει ήδη από το 114 μΧ.
Το χριστιανικό Πάσχα προήλθε από το εβραϊκό Πεσάχ, την πρώτη από τις τρεις ετήσιες μεγάλες εορτές του ιουδαϊσμού, η οποία γιορταζόταν από τις 14 έως τις 21 του μήνα Νισάν, στις αρχές της άνοιξης.
Πεσάχ σημαίνει «διάβαση», «πέρασμα». Οι Εβραίοι εορτάζουν την διάβασή τους από την Ερυθρά θάλασσα και την απελευθέρωση τους από την δουλεία του Φαραώ. Οι Χριστιανοί γιορτάζουν το Πάσχα την Ανάσταση του Χριστού, την απελευθέρωσή τους από την αμαρτία και το θάνατο.
Η 1η του μηνός Νισάν εθεωρείτο η ημέρα της εαρινής ισημερίας (Έξοδ. ΙΒ΄ 3 11). Κάθε οικογενειάρχης προμηθευόταν ένα πρόβατο άμεμπτο, ενός έτους, άρρεν, και το διατηρούσε μέχρι τις 14 του ίδιου μηνός, ημέρα της Πανσέληνου (της πρώτης μετά την εαρινή ισημερία).
Την εσπέρα της 14ης θυσιαζόταν στον Ναό το πασχαλινό αρνί, τελετουργία που θεωρήθηκε προφητική για τον «Αμνό του Θεού», τον Ιησού που θυσιάστηκε για τις αμαρτίες μας (1 Κορ. 5: 7 8).
Το Πάσχα είναι η παλαιότερη και πιο σημαντική εορτή της χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά υπήρξαν σχεδόν από την αρχή διαφορές στον τρόπο και την ημερομηνία των εορτασμών.
Νηστεία συνόδευε πάντα το Πάσχα, αλλά το πότε θα σταματούσε η νηστεία και θα άρχιζε η εορτή αμφισβητήθηκε έντονα. Το ερώτημα της ημερομηνίας δίχαζε με τους μεν να λένε ότι η εορτή πρέπει να πραγματοποιείται την ημέρα της Αναστάσεως, και τους δε να επιμένουν στην ημερομηνία του εβραϊκού Πάσχα.
Στη Μικρά Ασία, μια ομάδα εκκλησιών ισχυρίστηκε ότι οι Απόστολοι Ιωάννης και Φίλιππος όρισαν την 14η ημέρα του Νισάν ως ημερομηνία του εορτασμού. Αυτή η ομάδα έγινε γνωστή ως τεσσαρεσκαιδεκατίτες (quartodecimans, από την λατινική λέξη για τον αριθμό 14).
Διαμάχη υπήρχε και ως προς την διάρκεια της νηστείας: κάποιοι θεωρούσαν ότι έπρεπε να νηστεύουν μια μέρα, άλλοι δύο ημέρες, άλλοι περισσότερο, και άλλοι επί σαράντα ημέρες.
Η παράδοση της Δυτικής Εκκλησίας, ήδη από το 150 μ.Χ. ήταν να τελειώνει η νηστεία την Κυριακή μετά το Πάσχα των Εβραίων δεδομένου ότι αυτή ήταν η ημέρα της εβδομάδας, κατά την οποία ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών.
Η σύνοδος της Νικαίας Το 325, στην Α΄Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, το ζήτημα διευθετήθηκε τελικά από την εκκλησία ως σύνολο, ώστε να ενωθεί ολόκληρο το σώμα του Χριστού ως προς την ημέρα του εορτασμού της Ανάστασης.
Φαίνεται ότι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της έριδος ήταν ότι ο εορτασμός του Πάσχα των Εβραίων είχε διολισθήσει σε μια περίοδο πριν από την εαρινή ισημερία. Για να εξασφαλιστεί ότι η εορτή δεν θα συνέχιζε να πηγαίνει προς τα πίσω στο χρόνο, τα μέλη της Συνόδου επιθυμούσαν μια ημερομηνία μετά την εαρινή ισημερία.
Ετσι, η Σύνοδος αποφάσισε ότι το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία.
Αυτή είναι μια ημερομηνία που ευθυγραμμίζεται με την εβραϊκή ημερομηνία του Πάσχα χωρίς να είναι άμεσα συνδεδεμένη μαζί της, αλλά πάντα την άνοιξη.
Επειδή η σελήνη έχει έναν κύκλο 28 ημερών, η πανσέληνος θα ήταν συγκρίσιμη με την 14η ημέρα από όταν άρχιζε ο εβραϊκός μήνας με την νέα σελήνη.
Με αυτόν τον υπολογισμό, η ημερομηνία του Πάσχα είναι κινητή, και μπορεί να κυμαίνεται από τα τέλη Μαρτίου μέχρι τις αρχές Μαϊου στο τρέχον ημερολόγιό μας.
Ετσι βρίσκουμε ότι οι ημερομηνίες του ορθόδοξου Πάσχα κυμαίνονται από τις 4 Απριλίου ως τις 8 Μαΐου. Επειδή για τον καθορισμό του ορθόδοξου Πάσχα η εαρινή ισημερία υπολογίζεται με βάση το παλαιό ημερολόγιο, οι παλαιοημερολογίτες και οι νεοημερολογίτες γιορτάζουν το Πάσχα την ίδια μέρα.
Αντίθετα, οι ρωμαιοκαθολικοί και οι προτεστάντες καθορίζουν την εαρινή ισημερία με βάση το νέο ημερολόγιο και γι’ αυτό γιορτάζουν συνήθως το Πάσχα μια εβδομάδα νωρίτερα από τους Ορθόδοξους.
Το Πάσχα συμβαίνει να γιορτάζεται ταυτόχρονα από τις Δυτικές εκκλησίες και την Ορθόδοξη, όταν η πρώτη πανσέληνος μετά την εαρινή ισημερία πέφτει μετά τις 28 Μαρτίου.