Antonio di Benedetto
Οι αυτόχειρες
Μετάφραση Αννα Βερροιοπούλου,
Εκδόσεις Απόπειρα, 2014,
σελ. 177, τιμή 12,78 ευρώ
Οι αυτόχειρες
Μετάφραση Αννα Βερροιοπούλου,
Εκδόσεις Απόπειρα, 2014,
σελ. 177, τιμή 12,78 ευρώ
Αγνωστος στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, ο Αργεντινός Αντόνιο ντι Μπενεντέτο (1922-1986) έζησε μια ζωή δημοσιογραφώντας σε έντυπα και εφημερίδες αλλά και καλλιεργώντας από νωρίς τη μυθοπλασία (διήγημα, μυθιστόρημα). Μετά την επιβολή της δικτατορίας του Βιντέλα στη χώρα του (1976) υπέστη πολύμηνη φυλάκιση και βασανιστήρια· αφέθηκε τελικά ελεύθερος υπό την πίεση της κοινής γνώμης και την κινητοποίηση των ευρωπαίων ομοτέχνων του και έζησε ως εξόριστος επί μία εξαετία στην Ισπανία αλλά δεν κατόρθωσε να επανεύρει τον συγγραφικό οίστρο των προδικτατορικών κειμένων του.
Οι αυτόχειρες (Los suicidas, 1969) είναι το τελευταίο μυθιστόρημα μιας τριλογίας (Τrilogia de la espera) γύρω από τη μάταιη αναμονή (Zama, 1956· Εl silenciero, 1964): τρεις εκδοχές μιας λιμνάζουσας ζωής που αναλώνεται στην καθημερινή αναβλητικότητα εν όψει ενός ασαφούς, δυσδιάκριτου μέλλοντος. Κείμενα που αναδύουν μελαγχολία και πίκρα, δίχως να εγκλωβίζονται σε μια ναρκισσιστική παθητικότητα ή να παραβλέπουν το παιχνίδισμα της ειρωνείας, την κοφτερή ματιά στην κοινωνική πραγματικότητα.
Ο όρος βιαθάνατος, διαμορφωμένος από τον ποιητή John Donne ήδη από τον 17ο αιώνα, αποδίδει καλά τη βία την οποία ο αυτόχειρας στρέφει ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, τον βίαιο θάνατο που κόβει απότομα και αυτόβουλα το νήμα της ζωής: άλλη λέξη, παραστατικότερη, για την αυτοκτονία. Τα αυτοκτονολογικά κείμενα ποτέ δεν έλειψαν από τον λογοτεχνικό ορίζοντα κομίζοντας έναν αέρα «ηρωικής ευγένειας» σε μιαν αποτρόπαια πράξη –ο εκούσιος θάνατος ως χειρονομία που δεν δηλώνει παραίτηση αλλά ηρωικό πάθος συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, στα καινοτόμα γνωρίσματα της νεωτερικότητας της μποντλερικής modernité.
Ο Ντι Μπενεντέτο δεν προβάλλει στους Αυτόχειρες καμιά θεωρητική συνηγορία υπέρ της αυτοκτονίας, τη θέτει ωστόσο ως κεντρικό θέμα αυτού του μυθιστορήματος που κινείται οριακά ανάμεσα στην αφήγηση μιας προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας, στην αστυνομικής λογικής εξέλιξη της πυρηνικής ιδέας και στη δοκιμιογραφική ανάπτυξη του ζητήματος, καθώς στην πλοκή παρεισφρέουν ιστορικοί και φιλοσοφικοί στοχασμοί περί του εκουσίου θανάτου. Ετσι διαταράσσεται το αυστηρό, ειδολογικό περίγραμμα του κειμένου ως τυπικού μυθιστορήματος· ο συγγραφέας-κλειδούχος γυρίζει συχνά το κλειδί για να αλλάξει ράγες το τρένο της αφήγησης ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη.
Ο ανώνυμος αφηγητής του κειμένου δεν έχει τάσεις αναχωρητισμού· κάθε άλλο. Δημοσιογραφεί σε πρακτορείο Τύπου, ως εκ τούτου κινείται στο κέντρο της κοινωνικής δράσης. Καλείται να ετοιμάσει εντός διμήνου μια σειρά άρθρων για υποθέσεις αυτοκτονίας με έναυσμα τρεις φωτογραφίες αυτοχείρων: εξ αυτών οι δύο νεκροί (ένας άνδρας και μια γυναίκα) έχουν ανοιχτά τα μάτια με παγωμένο ένα βλέμμα τρόμου, ενώ στα χείλη τους διαγράφεται ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα ευχαρίστησης. Μυστήριο προς εξιχνίαση. Από την άλλη, ο βιαθάνατος δεν είναι άγνωστο πρόβλημα για τον 33χρονο δημοσιογράφο: την ίδια ακριβώς ηλικία είχε ο πατέρας του όταν αυτοκτόνησε· ακόμη, στις παιδικές του αναμνήσεις κυριαρχεί η εικόνα στο νοσοκομείο του αυτοπυροβολημένου μεγάλου εξαδέλφου του, ενώ θυμάται έντονα τον εκ πατρός παππού του να επαίρεται για την πυγμή και το θάρρος των προγόνων τους μετρώντας δώδεκα αυτόχειρες στην οικογενειακή ιστορία (δεκατρείς, με την κατοπινή αυτοκτονία του πατέρα). Η αυτοχειρία είναι λοιπόν μια ιδέα αμφίθυμη, μακρινή και απωθημένη, που έρχεται ωστόσο καλπάζοντας να εισβάλει στο παρόν του και να του γεννήσει ερωτήματα («Αραγε εγώ θα γεράσω; να περιμένει κανείς το θάνατο ως συνταξιούχος ή να τον προκαλέσει μόνος του, όπως έκανε ο μπαμπάς;»· «η αυτοκτονία είναι μια δυστυχία κληρονομική;»· «γεννιόμαστε με το θάνατο μέσα μας;»).
Αναλαμβάνοντας τη σχετική έρευνα ο αφηγητής (του οποίου τις σκέψεις μοιράζεται ο αναγνώστης στη ροή ενός μονολόγου) δεν εργάζεται κατά μόνας. Επικουρείται από τη σύντροφό του, Χούλια, δασκάλα που διακινδυνεύει να βάλει τους μαθητές του σχολείου της να γράψουν περί θανάτου και αυτοκτονίας· η Μαρσέλα, του φωτογραφικού ρεπορτάζ, είναι η επιβεβλημένη από το πρακτορείο συνεργάτιδά του, απόμακρη, σιωπηλή και οξυδερκής, ένα αίνιγμα με απρόσμενη λύση για τον αφηγητή· τέλος, η Μπίμπι ή «Αρχειοθήκη», όπως την αποκαλούν στο πρακτορείο για την απίστευτα οργανωτική μνήμη της, μεταφράστρια και θηριώδης τροφοδοτική μηχανή στην εν λόγω έρευνα (κομίζει στατιστικά στοιχεία, κατηγοριοποιεί τους αυτόχειρες κατά φύλο, κοινωνική τάξη και μορφωτικό επίπεδο, βομβαρδίζει τον αφηγητή με σημειώσεις και παραθέματα επιφανών θεωρητικών, συγγραφέων, φιλοσόφων, στοχαστών που αποδέχονται ή απορρίπτουν τον εκούσιο θάνατο).
Μέσα στο καυτό καλοκαίρι που πυρώνει την πόλη αυτό το μικρό επιτελείο καταγράφει περιστατικά βιαθανάτων ή αυτοκτονικές απόπειρες (μια συγχρονισμένη, συμφωνημένη αυτοχειρία δύο φοιτητών· ο κοστουμαρισμένος πατέρας που βρίσκεται νεκρός με τα πορτρέτα των παιδιών του δίπλα του· ένα ζευγάρι που βρέθηκε νεκρό σε ξενοδοχείο· ο νεαρός που απειλεί να πηδήσει στο κενό από έναν όγδοο όροφο, ο ανήμπορος, πάμπτωχος γέρος της παραγκούπολης που επιχειρεί να βάλει τέλος στη ζωή του). Παράλληλα, με συντονισμένες ενέργειες, ταυτίζονται οι νεκροί με το φοβισμένο βλέμμα και το αινιγματικό μειδίαμα και οδηγούν τις έρευνες σε μπερδεμένες οικογενειακές και άλλες σκοτεινές ιστορίες, ενώ ο θάνατος φτερουγίζει πάνω από το σπιτικό του αφηγητή (ο αδελφός του παθαίνει έμφραγμα και σώζεται ως εκ θαύματος), ο ίδιος φλερτάρει με την ιδέα της αυτοκτονίας από περιέργεια, χωρίζει με τη Χούλια, σμίγει ερωτικά με τη Μαρσέλα, κλωθογυρίζει σε ένα εγωκεντρικό σύμπαν, βάζοντας και αναιρώντας στοιχήματα με τον εαυτό του και τους άλλους, προσπαθώντας να συνυπάρξει με τον εαυτό του και τους άλλους.
Ο σολιψιστικός μονόλογος, πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην οποία μπαινοβγαίνουν πολλά και διάφορα πρόσωπα, διατηρεί σε γενικές γραμμές ένα κοφτό, λακωνικό ύφος, αλλά εναλλάσσει και διαφορετικά γλωσσικά επίπεδα: λόγιο, ακαδημαϊκό, οικείο, τετριμμένο, καθημερινό, μελαγχολικό, δραματικό. Ο αφηγητής ξοδεύεται σε μιαν άχρηστη ενέργεια, έχει διαρκώς την αίσθηση ότι βρίσκεται εκεί όπου δεν ανήκει, δίχως να έχει ιδέα και πού αλλού θα μπορούσε να είναι καλύτερα. Εχει κανείς την αίσθηση ότι μια άπνοια βαραίνει την καθημερινότητα αυτού του ανθρώπου, παρά την επαγγελματική του δραστηριότητα, την κινητικότητα και τα πολλαπλά ενδιαφέροντά του (κινηματογραφοφιλία, μποξ τα Σάββατα, γυναικείες συντροφιές, αναγνώσματα). Και είναι συγγραφική μαεστρία το πώς αυτή η βαθύτερη ακινησία μιας ρυτιδωμένης επιφάνειας δεν δημιουργεί πλήξη και δυσανεξία στον αναγνώστη.
Αλλος ένας μεγάλος λατινοαμερικανός συγγραφέας ανοίγει τις πόρτες του στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ