Πέντε χρόνια μετά τον πρώτο διεθνή διαγωνισμό για την πώληση των «ορφανών» Airbus A340-300 της πάλαι ποτέ κρατικής Ολυμπιακής, το υπουργείο Οικονομικών… αναζητεί ακόμη τους τίτλους ιδιοκτησίας των δύο εναπομεινάντων αεροσκαφών. Πρόκειται για ένα ακόμη επεισόδιο της ιδιωτικοποίησης-παρωδία των τετρακινητήριων αεροπλάνων που εκτελούσαν τις διηπειρωτικές πτήσεις των Ολυμπιακών Αερογραμμών και παροπλίστηκαν το 2009 με την πώληση του ομώνυμου ομίλου στην MIG.
Στο τέλος του 2011, η Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων επικύρωσε την πώληση των τεσσάρων Airbus στην αμερικανική Apollo Aviation με τίμημα 40 εκατ. δολάρια και με συμβατική ημερομηνία παράδοσης τον Φεβρουάριο του 2012. Τελικώς, η σύμβαση πώλησης υπεγράφη από τον τότε υπουργό Οικονομικών κ.Γιάννη Στουρνάρατον Ιούλιο του 2012.
Σύμφωνα με τη σύμβαση, οι Αμερικανοί είχαν το δικαίωμα να αποδεχθούν το κάθε αεροσκάφος ξεχωριστά έπειτα από διενέργεια τεχνικού ελέγχου. Τα πρώτα δύο αεροσκάφη παρελήφθησαν το φθινόπωρο του 2012 και το τίμημα κατεβλήθη. Στο μεταξύ, τα υπόλοιπα αεροσκάφη μεταβιβάστηκαν στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ).
Οι Αμερικανοί εντόπισαν προβλήματα στους κινητήρες της πρώτης παρτίδας και ζήτησαν μείωση του τιμήματος, το οποίο ύστερα από μήνες διαπραγματεύσεων ορίστηκε σε 9 εκατ. δολάρια ανά αεροσκάφος. Η τροποποιητική σύμβαση υπεβλήθη στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο το φθινόπωρο του 2013 την απέρριψε, με αποτέλεσμα η Apollo να καταγγείλει τη σύμβαση και να αποχωρήσει. Το ΤΑΙΠΕΔ κατέθεσε αίτηση ανάκλησης της απόφασης και δικαιώθηκε, όμως ήταν αργά.
Μετά τη δικαίωση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το διοικητικό συμβούλιο του ΤΑΙΠΕΔ ενέκρινε τον Ιούνιο του 2014 τα τεύχη νέου διαγωνισμού για την πώληση των δύο αεροσκαφών και ζήτησε από το υπουργείο Οικονομικών να προσκομίσει τους τίτλους ιδιοκτησίας. Και εκεί ανακαλύφθηκε το πόσο μπλεγμένο είναι το κουβάρι της υπόθεσης, η οποία παραμένει «παγωμένη» μέχρι σήμερα.
Το πολύπλοκο λίζινγκ
Τα αεροσκάφη είχαν αγοραστεί με τη μέθοδο του leasing, μέσω μιας περίπλοκης χρηματοδοτικής δομής. Για τα δύο «ορφανά» Airbus εκμισθωτής και ιδιοκτήτης τους είναι η Ottinger Enterprises Limited, μία κυπριακή offshore με έδρα το Μέγαρο Τριανταφυλλίδη στη Λευκωσία. Στο ίδιο μέρος βρίσκεται ομώνυμο δικηγορικό γραφείο με εμπειρία στη δημιουργία εξωχώριων εταιρειών, μια εκ των οποίων ήταν η Torcaso, γνωστή από την υπόθεση του Βατοπαιδίου και των ακινήτων τουΑκη Τσοχατζόπουλου.
Τα αεροσκάφη αγοράστηκαν με την εγγύηση του Δημοσίου. Σύμφωνα με τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις, η Airbus Finance Company παρείχε στην Ottinger δύο δάνεια για να χρηματοδοτήσει την απόκτηση των αεροσκαφών και τη μίσθωσή τους από την κρατική Ολυμπιακή.
Το 2004 οι χρηματοδοτικές μισθώσεις των Airbus πέρασαν στο Δημόσιο και το 2005 εγκρίθηκαν και επικυρώθηκαν οι σχετικές συμβάσεις που είχε η Ολυμπιακή με τρίτους. Στις συγκεκριμένες συμβάσεις επανεμφανίζεται το γραφείο Τριανταφυλλίδη ως νομικός σύμβουλος κυπριακού δικαίου για τις ανάγκες αναδιάρθρωσης της σύμβασης.
Νέο μπλέξιμο
Στο μεταξύ, το 2013 το κουβάρι της ιστορίας μπλέχτηκε εκ νέου καθώς, σύμφωνα με την επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι μετοχές της Ottinger μεταβιβάστηκαν το 2013, χωρίς να αναφέρεται το πού, ενώ το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει καταφέρει να εξασφαλίσει τους τίτλους ιδιοκτησίας των αεροσκαφών. Είχαν παραδοθεί το 1998 και το 1999, σε συνέχεια της σύμβασης αγοράς του 1997, η οποία αποτέλεσε ολοκλήρωση της μεγάλης παραγγελίας αεροσκαφών μεταξύ της Ολυμπιακής Αεροπορίας και της Airbus που είχε υπογραφεί το 1990.
Σύμφωνα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2010, το οποίο καταδίκασε την Ελλάδα για κρατικές ενισχύσεις στην κρατική Ολυμπιακή, παρ’ όλο που η κρατική εγγυοδοσία ήταν μέχρι του συνολικού ποσού των 200 εκατ. ευρώ, η συνολική χρηματοδότηση για την ανανέωση του στόλου της Ολυμπιακής υπερέβαινε τα 350 εκατ. ευρώ.
Στο μεταξύ, για κάθε μήνα που περνάει τα αεροσκάφη χάνουν την αξία τους. Παράλληλα, έχει υπολογιστεί ότι στα τέσσερα χρόνια που τα αεροσκάφη βρίσκονται παροπλισμένα στο «Ελ. Βενιζέλος» το Δημόσιο έχει καταβάλει περί τα 5 εκατ. ευρώ για στάθμευση, συντήρηση και φύλαξη. Και ο λογαριασμός ανεβαίνει.
HeliosPlus