Λογοτέχνης, φεμινίστρια, εκλεκτό μέλος της διανοητικής πρωτοπορίας του «Κύκλου του Μπλούμσμπερι», ασθενής από ψυχικές διαταραχές και τελικά αυτόχειρας, η Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941) υπήρξε μία από τις πιο προβεβλημένες προσωπικότητες του μοντερνιστικού κινήματος των αρχών του 20ού αιώνα. Η συνύπαρξη ως ισότιμο μέλος με τη λονδρέζικη διανόηση στο πρόσωπο των Λίτον Στράτσεϊ, Κλάιβ Μπελ, Ρότζερ Φράι, Τζον Μέιναρντ Κέινς, Λέοναρντ Γουλφ μετουσιώθηκε σε πειραματικό έργο υψηλού λυρισμού («Η κυρία Νταλογουέι», εκδ. Μίνωας, «Μέχρι το φάρο», εκδ. Οδυσσέας, «Ορλάντο», εκδ. Κέδρος). Η τραγική οικογενειακή ιστορία (έχασε τη μητέρα της το 1895, την ετεροθαλή αδελφή της το 1897, τον πατέρα της το 1904, έναν από τους αδελφούς της το 1907) κλόνισε την υγεία της από νωρίς. Είναι οι πρώιμες αυτές απώλειες που έδωσαν στη ζωή της Βιρτζίνια Γουλφ τον σκοτεινό τόνο στον οποίο επιλέγουν να ενδώσουν και αρκετοί βιογράφοι της. Η Αϊρίν Κόουτς, για παράδειγμα, ψέγει τον σύντροφό της, Λέοναρντ, ως αποτυχημένο σύζυγο, υπεύθυνο για την αυτοκτονία της. Η Λουίζ ντε Σίλβα ερμηνεύει όλο της τον βίο ως μια βαριά σκιά της σεξουαλικής επίθεσης που υπέστη από τον ετεροθαλή αδελφό της, Τζέραλντ Ντάκγουορθ, σε νεαρή ηλικία. Οι περίφημες «Ωρες» του δεδηλωμένου θαυμαστή της αμερικανού συγγραφέα Μάικλ Κάνινγκχαμ, μυθιστόρημα που επανέφερε τη Βιρτζίνια Γουλφ στην επικαιρότητα στα τέλη της δεκαετίας του ’90 (και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τη Νικόλ Κίντμαν στον ομώνυμο ρόλο), την απαθανατίζουν επίσης στη δύσκολη τελευταία περίοδό της. Ξαναδιαβάζοντας, όμως, σήμερα, την αλληλογραφία και τα ημερολόγιά της, η Εμα Γουλφ, κόρη του ανιψιού της, ανακαλύπτει, όπως έγραψε πρόσφατα στο περιοδικό «Newsweek», μια άλλη Βιρτζίνια: μια ανθρώπινη προσωπικότητα με αντιφάσεις και ψυχικές μεταπτώσεις, αλλά επίσης και συζυγική ευτυχία και αγάπη για τις μικροαπολαύσεις της ζωής, όπως ένας περίπατος στο Λονδίνο ή μια βόλτα στα μαγαζιά για ψώνια.
«Ανακάλυψα μια πιο παιχνιδιάρικη όψη της μοντερνίστριας συγγραφέως που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε αυστηρή, χωρίς χιούμορ, βασανισμένη ψυχή. Τα ημερολόγια και οι επιστολές της Βιρτζίνια φανερώνουν μια ευαίσθητη, οξυδερκή νεαρή γυναίκα που απολάμβανε ένα «όργιο κουτσομπολιού» με τους φίλους της» συνοψίζει η Εμα Γουλφ. Για τον χαρακτήρα της δεν υπάρχει καμία αμφιβολία –ήταν «άστατη, ευμετάβλητη, ιδιότροπη», όπως τη θυμόταν ο Κουέντιν Μπελ, πατέρας της Εμα. Αυστηρή, αιχμηρή, ανέκρινε τους επισκέπτες της αναζητώντας ιδέες, παραστάσεις, υλικό λογοτεχνίας. Οταν αναδιηγούνταν η ίδια τα γεγονότα υπό το δικό της πρίσμα, οι ιστορίες γίνονταν τόσο υπερβολικές που ο αρχικός αφηγητής αισθανόταν αμηχανία. Ο σύζυγός της, Λέοναρντ Γουλφ, περιέγραφε τη διαδικασία με τη φράση «η Βιρτζίνια απογειώνεται». Οι κρίσεις της, επίσης, δεν είχαν τίποτε το εξιδανικευμένο –άκουγε φωνές, είχε παραισθήσεις, αρνιόταν να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τους οικείους της, όταν νοσηλευόταν σε κλινικές επιστρατεύονταν ως και τέσσερις νοσοκόμες για να τη συγκρατήσουν. Μεταξύ όμως των ψυχωτικών επεισοδίων η Εμα Γουλφ βλέπει μια κατά τα άλλα καθημερινή γυναίκα που τρεφόταν από την αγάπη της για τη λογοτεχνία, αστειευόταν με τον σύζυγό της ότι θα μαγείρευε το πρωινό της στο κρεβάτι και έψαχνε την έμπνευση στους δρόμους του Λονδίνου: «Πήγα για ένα τσάι και περπάτησα στο Τσέρινγκ Κρος στα σκοτεινά, σκαρώνοντας φράσεις και συμβάντα για να γράψω».
Στο πλαίσιο της λεγόμενης «φάρσας του θωρηκτού Ντρέντνοτ» η Βιρτζίνια Γουλφ (πρώτη από αριστερά), ο αδελφός της Αντριαν (τρίτος από αριστερά) και οι φίλοι του – όλοι ενταγμένοι στον καλλιτεχνικό Κύκλο του Μπλούμσμπερι – μεταμφιέστηκαν σε μέλη της βασιλικής οικογένειας της Αβησσυνίας.

Η ανάγνωση ολόκληρης της ζωής της Βιρτζίνια Γουλφ μέσα από το πρίσμα της ψυχασθένειας επιβάλλει εκ των υστέρων τη μονόδρομη αναδιάταξη ενός βίου με ποικίλες μεταπτώσεις. Για παράδειγμα, εντός του 1910 η Γουλφ πέρασε ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μια ιδιωτική κλινική προορισμένη για γυναίκες με νευρικές διαταραχές –ήταν το τρίτο παρόμοιο επεισόδιο έπειτα από τις περιστάσεις του θανάτου της μητέρας της το 1895. Ωστόσο, πάλι μέσα στο 1910, η Βιρτζίνια βρισκόταν σε τόσο καλή διάθεση ώστε να συμμετάσχει μαζί με τον αδελφό της, Αντριαν, στη λεγόμενη «φάρσα του θωρηκτού Ντρέντνοτ». Τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς φίλοι του Αντριαν με προεξάρχοντα τον Χόρας ντε Βερ Κόουλ, ενταγμένοι όλοι στον καλλιτεχνικό «Κύκλο του Μπλούμσμπερι», μεταμφιέστηκαν σε μέλη της βασιλικής οικογένειας της Αβησσυνίας, έπεισαν το Βασιλικό Ναυτικό ότι βρίσκονται στη χώρα για επίσημη επίσκεψη και πέτυχαν να ξεναγηθούν στο θωρηκτό Ντρέντνοτ, ένα από τα ισχυρότερα σκάφη του κόσμου εκείνη την εποχή, χωρίς η πλαστοπροσωπία τους να γίνει αντιληπτή παρά μόνο όταν ενημέρωσαν οι ίδιοι τον Τύπο. Το να μιλάει κανείς σε μια αλαμπουρνέζικη διάλεκτο ελληνικών και λατινικών, να δέχεται με κάθε σοβαρότητα τιμές ξένου ηγεμόνα και να αναφωνεί «Μπούνγκα μπούνγκα!» εν είδει επιφωνήματος έκπληξης ασφαλώς δεν συνάδει με την εικόνα μιας βαριά ψυχικά ασθενούς. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτή είναι μια γυναίκα που υποδύεται τον γενειοφόρο άνδρα, όπως έκανε η Βιρτζίνια Γουλφ για τις ανάγκες της παραπλάνησης.

Οπωσδήποτε, είναι εύκολο να παρασυρθεί κανείς από την αμεσότητα των διατυπώσεών της και να θεωρήσει ότι κρατά στα χέρια του το ερμηνευτικό κλειδί της συμπεριφοράς της. «Οπως σου είπα με βάναυσο τρόπο τις προάλλες, δεν αισθάνομαι έλξη για σένα. Υπάρχουν στιγμές, όπως τότε που με φίλησες τις προάλλες, που αισθάνομαι σαν πέτρα» έγραφε στον Λέοναρντ λίγο πριν από τον γάμο τους, το 1912. Κάποιοι είδαν σε αυτή την «ημιερωτευμένη», σύμφωνα με τον όρο της Βιρτζίνια, κατάσταση, το πρελούδιο ενός διακανονισμού παρά ενός ουσιαστικού γάμου. Ωστόσο, η ίδια αναιρούσε τα λεγόμενά της λίγες γραμμές παρακάτω: «Και οι δύο θέλουμε έναν γάμο εκπληκτικά ζωντανό, πάντοτε ζωντανό, πάντοτε θερμό, όχι εν μέρει νεκρό και εύκολο όπως οι περισσότεροι γάμοι».
Αυτές οι πρωτεϊκές αντιφάσεις έδωσαν λαβή και στις ποικίλες συζητήσεις αναφορικά με την «πραγματική» σεξουαλικότητά της. Αρχής γενομένης από το γεγονός ότι ο γάμος με τον Λέοναρντ δεν είχε απογόνους και σε συνδυασμό με το δεδομένο της εύθραυστης ψυχικής υγείας, το υλικό για υπόνοιες αναφορικά με το αν υπήρξε ψυχρή ή απλώς λεσβία έφτανε και περίσσευε. Ο συγγραφέας Τζέραλντ Μπρέναν, επικαλούμενος μια ιδιωτική συνομιλία του με τον Λέοναρντ Γουλφ, είχε αφήσει κάποτε να εννοηθεί ότι το σεξ έφερνε τη Βιρτζίνια στα όρια του νευρικού κλονισμού. Οπωσδήποτε, ο περίγυρός της τη θεωρούσε ακατάλληλη για μητέρα, ενώ ο σύζυγος και η αδελφή της, η διάσημη τότε ζωγράφος Βανέσα Μπελ, τάχθηκαν μετά τη δύσκολη περίοδο 1910-1913 εναντίον μιας εγκυμοσύνης, θεωρώντας ότι για οργανικούς λόγους θα έθετε σε κίνδυνο τη διανοητική της κατάσταση. Ωστόσο, η Εμα Γουλφ τονίζει πως η ίδια η Βιρτζίνια όχι μόνο επιθυμούσε παιδιά («τα θέλω όλα: αγάπη, παιδιά, περιπέτεια, οικειότητα, εργασία» έγραφε στον Λέοναρντ) αλλά και ένιωθε διαρκή θλίψη για το γεγονός ότι δεν απέκτησε τελικά («αν είχα περισσότερο αυτοέλεγχο, τώρα μπορεί να είχαμε ένα κορίτσι 12 ετών, ένα αγόρι 10 ετών»). Επέρριπτε μεν ευθύνες στον Λέοναρντ επειδή έλαβε αποφάσεις ερήμην της, αναγνώριζε όμως πόσο ευάλωτη ήταν η διανοητική ισορροπία της και το πόσο συνέβαλε στη διατήρησή της ο σύζυγός της («θα είχα αυτοκτονήσει προ πολλού σε κάποια από αυτές τις ασθένειες, αν δεν είχα εκείνον»).
Η κόρη του ανιψιού της Βιρτζίνια Γουλφ, Εμα Γουλφ, βρήκε ίχνη αγάπης για τη ζωή στα ημερολόγια και στην αλληλογραφία της μεγάλης βρετανίδας συγγραφέως και ανέτρεψε τα δεδομένα.

Ωστόσο, το βασικό επίδικο αντικείμενο της σεξουαλικότητας της Βιρτζίνια Γουλφ είναι η σχέση της με τη Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ, λογοτέχνιδα και σύζυγο του βρετανού διπλωμάτη σερ Χάρολντ Νίκολσον. Η συνάντηση των δύο γυναικών το 1922 είχε τα χαρακτηριστικά μιας «κάτι περισσότερο» από απλής φιλίας –ενέπνευσε στη Γουλφ ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, το «Ορλάντο», και τον πρωταγωνιστή του, έναν φανταστικό ευγενή ο οποίος ζει για τρεις αιώνες, διατηρεί τη νεότητά του και μετατρέπεται από άνδρας σε γυναίκα.

Η ίδια η Σάκβιλ-Γουέστ θα εκμυστηρευόταν στον σύζυγό της ότι είχαν συνάψει μια σύντομη σεξουαλική σχέση με τη Βιρτζίνια, ενώ ο γιος της, ο συγγραφέας Νάιτζελ Νίκολσον, θα χαρακτήριζε το «Ορλάντο» ως την «πιο μακροσκελή και γοητευτική ερωτική επιστολή στην ιστορία της λογοτεχνίας».

Η λογοτεχνική κριτική, από τη δική της πλευρά, θεωρεί το βιβλίο εύθυμο αλλά και σατιρικό ταυτόχρονα πορτρέτο της Σάκβιλ-Γουέστ.

Οσον αφορά την ουσία, η απόρριψη των κοινωνικών συμβάσεων και των βικτωριανών αξιών από πλευράς του «Κύκλου του Μπλούμσμπερι» (όπου ανήκαν τόσο η Βιρτζίνια όσο και η Βίτα) δεν εξαντλούνταν σε φάρσες και ασκήσεις υποκριτικής πάνω σε θωρηκτά. Για τα μέλη του το ιδιωτικό μετρούσε περισσότερο από το δημόσιο, οι απολαύσεις περισσότερο από τα καθήκοντα: «Αν έπρεπε να επιλέξω μεταξύ του να προδώσω την πατρίδα μου και να προδώσω τον φίλο μου, ελπίζω ότι θα είχα τα κότσια να προδώσω την πατρίδα μου», σύμφωνα με την επιγραμματική διατύπωση του (επίσης μέλους του «Κύκλου») Ε. Μ. Φόρστερ. Αν η αρχή της αναζήτησης των απολαύσεων οδηγούσε σε «ερωτικά τρίγωνα ή πιο περίπλοκα σχήματα», όπως επεσήμανε ο συγγραφέας Τσαρλς Σνόου, «ήταν κι αυτό αποδεκτό». Απέναντι στις κάθε λογής αιτιάσεις η Εμα Γουλφ προβάλλει την απτή πραγματικότητα τριών δεκαετιών κοινής πορείας της Βιρτζίνια και του Λέοναρντ που πέρασε αλώβητη από παρόμοιες συγκυρίες ή τις συμπληγάδες της ψυχικής ασθένειας. Δεν επρόκειτο απλώς για ένα δίπολο ή δίδυμο αλλά για δύο ανθρώπους που ταυτίζονταν: «Δεν νομίζω ότι δύο άνθρωποι θα μπορούσαν να ζήσουν πιο ευτυχισμένοι από εμάς» έγραφε η Βιρτζίνια Γουλφ τον Μάρτιο του 1941 στο περίφημο σημείωμα της αυτοκτονίας της –να άλλο ένα ερωτικό γράμμα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ