Ούτε ένα ούτε δύο. Επτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Ξεκίνησε ως πιστωτική κρίση των τραπεζών, εν συνεχεία έπληξε την πραγματική οικονομία (οικονομική ύφεση), μετεξελίχθηκε σε δημοσιονομική κρίση των κρατών, για να λάβει εν τέλει τη μορφή ενός έμμεσου συναλλαγματικού πολέμου που μαίνεται ακήρυκτος. Και λέω έμμεσου, γιατί οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των εθνικών νομισμάτων δεν γίνονται ευθέως αλλά μέσω των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης που εκ περιτροπής υιοθετούν οι κεντρικές τράπεζες των προηγμένων χωρών.
Η παγκόσμια οικονομία όμως πάσχει από ανεπαρκή ζήτηση και έτσι η προσπάθεια των μεγάλων χωρών να αντιμετωπίσουν την κρίση μέσω εξαγωγών δεν είναι μόνο προβληματική αλλά και επικίνδυνη. Γιατί όλοι προσπαθούν να φορτώσουν τα βάρη της κρίσης στον διπλανό τους, να «κλέψουν» ζήτηση για τα προϊόντα τους από άλλες χώρες (beggar-thy-neighbor policy), αντί να ενισχύσουν την εγχώρια αγορά μέσα από εσωτερικές επεκτατικές πολιτικές. Μοιραία το διεθνές εμπόριο τείνει να γίνει συγκρουσιακό, με κίνδυνο να ξεσπάσει εμπορικός και οικονομικός πόλεμος.
Τα αίτια αυτής της κρίσης είναι πλέον γνωστά: υπερδιόγκωση του τραπεζικού συστήματος εις βάρος της πραγματικής οικονομίας, υπερβολικές εισοδηματικές ανισότητες, μεγάλες ανισορροπίες στο διεθνές εμπόριο (μόνιμη πόλωση μεταξύ ελλειμματικών και πλεονασματικών χωρών). Πώς προέκυψαν; Ας όψονται οι αγοραίες μεταρρυθμίσεις. «Απελευθέρωση» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, (δηλαδή, της απληστίας και βουλιμίας των τραπεζών). «Απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας στο όνομα της ανταγωνιστικότητας (τουτέστιν, διαρκής συμπίεση του μισθολογικού κόστους). Αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση.
Στο νέο διεθνές περιβάλλον αναβιώνει η φιλοσοφία του μερκαντιλισμού. Η εξωστρέφεια («παράγω για να εξάγω») θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη. Ολες οι χώρες προσπαθούν να γίνουν πιο ανταγωνιστικές για να εξασφαλίσουν εμπορικά πλεονάσματα. Συνήθως μέσω συμπίεσης του μισθολογικού κόστους. Ετσι όμως συμπιέζεται και η ενεργός ζήτηση. Αλλά ποιος νοιάζεται; Η διαχείριση της ζήτησης θεωρείται μια αλλόκοτη παραξενιά του επάρατου και αλαφροΐσκιωτου κεϊνσιανισμού. Για τους (νεο)φιλελευθέρους η προσφορά και η ζήτηση αυτορρυθμίζονται με τη βοήθεια του «αόρατου χεριού». Υπάρχει άλλωστε και ο «Νόμος του Σε», απόλυτη ασπίδα προστασίας από τις κρίσεις ζήτησης. Με εξαίρεση το 1929 και το 2008!..
Αλλά αγοραίες μεταρρυθμίσεις γίνονται εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια. Γιατί η κρίση ζήτησης δεν ξέσπασε νωρίτερα; Μα χάρη στα δάνεια που υποκατέστησαν τις απώλειες αυθεντικού εισοδήματος. Οταν όμως η ζήτηση χρηματοδοτείται με τέτοιον τρόπο, η πιστωτική κρίση είναι θέμα χρόνου. Οπερ και εγένετο. Και φυσικά όλοι τώρα είναι καταχρεωμένοι (επιχειρήσεις, νοικοκυριά, κυβερνήσεις). Πρόκειται για διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας που μπλοκάρει την ανάκαμψη.
Αυτοί όμως εκεί. Το βιολί τους. Πάτησαν «restart» και έδωσαν το σύνθημα: αγοραίες μεταρρυθμίσεις forever! «Πάμε σαν άλλοτε»! «Business as usual»! Μόνο που το χαρτί της δανει(α)κής ευημερίας έχει καεί. Εκτός αν μηδενιστεί το κοντέρ του χρέους. Αλλά η χρηματοοικονομική ολιγαρχία δεν θέλει να ακούσει για διαγραφή. Και αυτή είναι που κάνει κουμάντο γιατί ελέγχει τη στρόφιγγα των κεντρικών τραπεζών.
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ