Η βεβήλωση τόπων λατρείας και η θρησκευτική ελευθερία

Συχνά ακούω να λέγεται ή να γράφεται, ενίοτε και από έγκριτους δημοσιογράφους, όχι σπάνια και από επίσημα χείλη

Συχνά ακούω να λέγεται ή να γράφεται, ενίοτε και από έγκριτους δημοσιογράφους, όχι σπάνια και από επίσημα χείλη, ότι στη χώρα μας ισχύει η ανεξιθρησκία. Απορώ για αυτό που ακούω, αλλά έχω παύσει πλέον να εκπλήσσομαι, καθώς ακούω και άλλα πολύ χειρότερα…
Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα μας, με ρητή μάλιστα διάταξη του Συντάγματος, αλλά και με σειρά διεθνών συμβάσεων που έχουμε κυρώσει, με πρώτη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, καθιδρύεται και προστατεύεται η θρησκευτική ελευθερία, η οποία αναλύεται στην ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και στην ελευθερία της λατρείας.
Η διαφορά μεταξύ θρησκευτικής ελευθερίας και ανεξιθρησκίας, που πολλοί, λανθασμένα, ταυτίζουν, δεν είναι καθόλου αμελητέα!
Η ανεξιθρησκία τονίζει την ανοχή της Πολιτείας απέναντι στις θρησκείες που πρεσβεύουν οι πολίτες. Αντιθέτως, η θρησκευτική ελευθερία έχει «ευρύτερο και θετικότερο περιεχόμενο», κατά την έκφραση του αλησμόνητου κορυφαίου συνταγματολόγου Αριστόβουλου Μάνεση, πράγμα που παρέχει αξίωση έναντι της Πολιτείας να διασφαλίζει τόσο την ανεμπόδιστη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνειδήσεως όσο, και κυρίως, την εκδήλωση της λατρείας στους προορισμένους για τον σκοπό αυτόν από κάθε θρησκεία χώρους.
Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η υποχρέωση της Πολιτείας περιλαμβάνει και την προστασία των τόπων αυτών, οι οποίοι συχνά αποτελούν και ιστορικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά μνημεία. Η θρησκευτική ελευθερία συνδέεται άλλωστε στενότατα τόσο με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όσο και με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, που επίσης κατοχυρώνονται στο Σύνταγμά μας.
Με την εδραία αυτή πεποίθηση είχα από την ίδια θέση στηλιτεύσει τις κατά καιρούς βεβηλώσεις εβραϊκών νεκροταφείων στην ελληνική επικράτεια που συνεχίζουν και στο παρόν την απαράδεκτη ρατσιστική νοοτροπία κατά ελλήνων πολιτών διαφορετικού θρησκεύματος, κορύφωση της οποίας αποτέλεσε ο… ενταφιασμός, με την ανοχή, αν όχι συνέργεια, του κράτους, ολόκληρου του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης.
Επίσης από τη θέση αυτή, είχα καταδικάσει σε άλλο χρόνο και επιθέσεις φανατικών κατά ορθόδοξων ναών και νεκροταφείων της ομογένειας στο Σισλί και γενικότερα στην περιοχή της δικαιοδοσίας της «εν αιχμαλωσία» πρωτόθρονης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Προσφάτως, βεβηλώσεις τόπων λατρείας έλαβαν χώρα και στο «κλεινόν άστυ». Δύο τουλάχιστον κρούσματα που έγιναν ευρέως γνωστά δεν συνάντησαν την αναμενόμενη σε τέτοιες περιπτώσεις αντιμετώπιση από την Πολιτεία που, όπως τουλάχιστον πιστεύεται, προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία.
Αναφέρομαι, εν πρώτοις, στην ιερόσυλη βεβήλωση του ιστορικού ναού των Αγίων Αναργύρων, στη συμβολή των οδών Σόλωνος και Μασσαλίας, που αποτελεί μετόχιο της Ι. Μονής Ασωμάτων Πετράκη και έχει την ατυχία να γειτνιάζει με τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά την πρόσφατη κατάληψη του πολύπαθου αυτού κτιρίου από μασκοφόρους του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου, το ναΰδριο υπέστη ανόσιο βανδαλισμό. Οι εικόνες, που μέσω της τηλεοράσεως και των ιστοσελίδων έγιναν κοινό κτήμα όλων των ελλήνων πολιτών, πιστοποιούν του λόγου το ασφαλές.
Υπήρξε και δεύτερο κρούσμα, το οποίο χρονικώς συνέπεσε σχεδόν με το προηγούμενο. Η αναγραφή συνθημάτων από διαδηλωτές / αντιεξουσιαστές στον εξωτερικό τοίχο της Καπνικαρέας, του γνωστού ιστορικού βυζαντινού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, ενός κοσμήματος στο κέντρο της πόλεως, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα και αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, σημαντικό πολιτιστικό μνημείο και ναό του Πανεπιστημίου μας, στο οποίο και ανήκει.
Για να μη μείνει καμία αμφιβολία για τις αντιλήψεις των αυτόκλητων «διακοσμητών», θυμίζω ότι με το σύνθημα που ανέγραψαν, «σπάμε το φόβο, βγαίνουμε στο δρόμο», είχαν την πρόθεση απλώς να «διαφημίσουν», σε μια οιονεί εφημερίδα τοίχου, την «Πορεία 4/4 17.30» στην πλατεία Βικτωρίας!
Η αλήθεια είναι ότι, μόλις πληροφορήθηκα τα γεγονότα αυτά, η πρώτη μου σκέψη ήταν να τα συγκρίνω με τις βεβηλώσεις των τζιχαντιστών, οι οποίοι πέραν όλων των άλλων, παγκοίνως γνωστών, «θεάρεστων» έργων τους, κατέστρεψαν και τα έργα αιώνων πολιτισμού στο μουσείο της Μοσούλης, της αρχαίας Νινευή, πρωτεύουσας της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας, στο Βόρειο Ιράκ.
Την ίδια σκέψη έκαναν και άλλοι, πρόλαβε πάντως να την αναδείξει ο Ηλίας Κανέλλης, στην καθημερινή στήλη του, σε ευρείας κυκλοφορίας καθημερινή εφημερίδα.
Στα αυταπόδεικτα αυτά εγκληματικά συμβάντα δεν υπήρξε καμία απολύτως αντίδραση των κατασταλτικών οργάνων της Πολιτείας. Οι εντεταλμένες με την τήρηση της τάξεως δυνάμεις απουσίαζαν επιδεικτικώς ή παρέμειναν απλοί θεατές!
Η στάση αυτή γεννά, όπως είναι φυσικό, πολλά ερωτήματα. Κυρίως, όμως, τίθεται το ερώτημα πώς διασφαλίζεται πλέον η θρησκευτική ελευθερία στη χώρα μας, όταν τόποι λατρείας, αλλά και πολιτιστικά μνημεία, μπορούν, χωρίς καμία συνέπεια για τους βανδάλους, να γίνονται βορά στις διαθέσεις κάθε λογής γκρουπούσκουλων.
Και πάντως, η άμεση ή έμμεση σχέση των συγκεκριμένων στόχων με το Πανεπιστήμιο Αθηνών, φρονώ ότι δεν μπορεί να εντάξει και τους τόπους λατρείας στις ενδοοικογενειακές υποθέσεις, που η πανεπιστημιακή κοινότητα καλείται να επιλύσει χωρίς τη συνδρομή των δυνάμεων καταστολής…
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.