Η γενιά του ’30 στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη

Οι σχέσεις κινηματογράφου και λογοτεχνίας είναι πολυσυζητημένες, αλλά η νεότερη έρευνα επιδιώκει να τις εξετάσει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο αποφεύγοντας δύο παραδεδομένα

Θανάσης Αγάθος
Η εποχή του μυθιστορήματος.
Αναγνώσεις της πεζογραφίας της γενιάς του ’30
Εκδόσεις Γκοβόστη,
σελ. 208, τιμή 11,50 ευρώ

Οι σχέσεις κινηματογράφου και λογοτεχνίας είναι πολυσυζητημένες, αλλά η νεότερη έρευνα επιδιώκει να τις εξετάσει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο αποφεύγοντας δύο παραδεδομένα: πρώτον, να δώσει την προτεραιότητα στη λογοτεχνία και, δεύτερον, που είναι συνακόλουθο του πρώτου, να μιλήσει για ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο έχει περάσει στον κινηματογράφο επί τη βάσει της πιστότητας της μεταφοράς του. Σε αυτή τη γραμμή κινείται η συναγωγή δοκιμίων του Θανάση Αγάθου που καταγίνεται με την τύχη την οποία είχαν τα μυθιστορήματα της γενιάς του 1930 όχι μόνο στη μεγάλη αλλά και στη μικρή οθόνη.

Ο Αγάθος ξεκινάει με το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη. Το βιβλίο θα δημοσιευτεί το 1931 και θα επαινεθεί αμέσως από την κριτική για τη ζωντάνια, την αμεσότητα και την ανθρωπιά με την οποία αποτύπωσε τη συνθήκη της αιχμαλωσίας, όπως και για το ατσαλένιο ύφος της γλώσσας του, που θυμίζει με τον καθαρόαιμο ρεαλισμό της την παράδοση της ρωσικής λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο το 1978 από τον Νίκο Κούνδουρο σε μια ταινία που υπό τον τίτλο 1922 θα προκαλέσει πάραυτα πλήθος αρνητικές αντιδράσεις (το ακριβώς αντίθετο από εκείνο το οποίο συνέβη με το βιβλίο). Μετά την προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οι κριτικοί θα καταλογίσουν στη σκηνοθεσία προβληματική δομή και συγκεχυμένο στυλ, ενώ θα ελέγξουν το σενάριο (το υπογράφουν ο σκηνοθέτης και ο Στρατής Καρράς) τόσο για τις τεχνικές αδυναμίες του όσο και για τον σοβινισμό και τον αντιτουρκισμό του. Περιέργως η κινηματογραφική κριτική δεν θα δοκιμάσει παρά ελάχιστες αναφορές στο λογοτεχνικό του πρωτότυπο και δεν θα αποπειραθεί την οποιαδήποτε σύγκριση μαζί του.
Γράφοντας από τη σημερινή σκοπιά για τα δύο έργα ο Αγάθος θα επισημάνει τις πολύ μεγάλες διαφορές τους τόσο ως προς τα πρόσωπα και τη δράση όσο και ως προς την τελική έκβαση της πλοκής. Ο Κούνδουρος αντιμετώπισε τη λογοτεχνική του πηγή ως ένα είδος πρώτης ύλης παίρνοντας από αυτήν μόνο την αφορμή προκειμένου να προχωρήσει σε μιαν εντελώς καινούργια (αυτόνομη και πρωτότυπη) μορφή. Διαφορές όμως μεταξύ του μυθιστορήματος και της ταινίας υπάρχουν και ως προς την ιδεολογία. Ο Βενέζης θα αφήσει χώρο για τον Τούρκο της διπλανής πόρτας, ο Κούνδουρος θα κάνει λόγο για τουρκικό μένος. Παρ’ όλα αυτά, συμπεραίνει ο μελετητής, η ταινία δεν θα οδηγηθεί σε παρανάγνωση του βιβλίου και θα αποτελέσει μια πολύπτυχη κινηματογραφική αναλογία του. Στο μεταξύ ο Κούνδουρος και ο Βενέζης θα συμπράξουν νοερά σε κάτι άλλο: στην καταγγελία της αγριότητας του πολέμου.
Και από τον κινηματογράφο στην τηλεόραση. Λίγο πριν από το τέλος της δικτατορίας και ώσπου να κλείσει ο 20ός αιώνας, τα μυθιστορήματα του Τερζάκη, του Βενέζη, του Καραγάτση, του Θεοτοκά, του Μυριβήλη, αλλά και του Κοσμά Πολίτη, της Λιλίκας Νάκου, του Θράσου Καστανάκη, του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη και του Τάσου Αθανασιάδη θα βρουν φιλόξενη θέση στους τηλεοπτικούς δέκτες. Με δεδομένο πως υπήρξαν και εδώ κάποιες αυτόνομες εκδοχές που απομακρύνθηκαν φανερά από τις πηγές τους (στον καιρό τους διατυπώθηκαν ποικίλες αιτιάσεις γι’ αυτό), ο Αγάθος παρατηρεί ότι ούτε οι αιρετικές ούτε οι πιστές διασκευές έκαναν κακό στους συγγραφείς αφού έστειλαν τον κόσμο στα ράφια των βιβλιοπωλείων να αναζητήσει τις αλλεπάλληλες (εξαιτίας των τηλεοπτικών μεταφορών) επανεκδόσεις τους.
Τι γίνεται όμως όταν ένας συγγραφέας κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη; Το 1952 ο Αγγελος Τερζάκης θα γυρίσει τη μοναδική του ταινία υπό τον τίτλο Νυχτερινή περιπέτεια. Η ταινία δεν θα ευτυχήσει στην υποδοχή της λόγω διαφόρων τεχνικών προβλημάτων, αλλά ο Αγάθος θα επισημάνει την ευκαιρία που είχε ο Τερζάκης (ένας παθιασμένος σινεφίλ) να επιστρέψει μέσα από αυτήν στα θέματα των μεσοπολεμικών του μυθιστορημάτων λίγο προτού περατώσει τον κύκλο του ως μυθιστοριογράφος: στη νοσταλγία, στην αλλοτρίωση, στη μοναξιά, καθώς και στην κρίση του ατόμου και του οικογενειακού του περιβάλλοντος.
Δείχνοντας εύστοχα πώς μπορούμε να φέρουμε κοντά δύο εντελώς διαφορετικές τέχνες και γλώσσες, χωρίς να υποτιμήσουμε καμία, ο Αγάθος θα συμπληρώσει το βιβλίο του και με άλλες προσεγγίσεις του για τη γενιά του 1930. Ξεχωρίζω, δίχως να θέλω να παραγνωρίσω τα άλλα, δύο δοκίμιά του: το ένα είναι για το ζήτημα της ελληνικότητας στον Ζορμπά του Καζαντζάκη και στον Βασίλη τον Αρβανίτη του Μυριβήλη, το άλλο για τους «κουρασμένους» ήρωες του αστικού ρεαλισμού του Μεσοπολέμου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.