Νίκος Καρούζος
Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα
Φιλολογική επιμέλεια Μαρία Αρμύρα.
Εκδόσεις Ικαρος,
σελ. 431, τιμή 20 ευρώ
Μία από τις πιο ιδιότυπες φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Νίκος Καρούζος (1926-1990), θα ξεκινήσει την ποιητική του διαδρομή από το κατάλυμα της θρησκευτικής πίστης, για να υιοθετήσει βαθμιαία το πνεύμα μιας θεμελιακής αμφισβήτησης: κάνοντας την αρχή από το γκρέμισμα των ουράνιων και των επίγειων θεών, θα φτάσει αργότερα μέχρι την προκήρυξη για την ανάγκη μιας επαναστατικής διαστολής του κόσμου. Ο Καρούζος δεν είναι, βεβαίως, ούτε συνηθισμένος πιστός ούτε κλασικός επαναστάτης. Με κέντρο έκφρασής του τη γλώσσα (το συνεχές παιχνίδι με την ανασημασιοδότηση κάθε έννοιας και κάθε παράστασης), ο ποιητής θα υπονομεύσει εκ των ένδον τις παραδοχές τόσο του πιστού όσο και του επαναστάτη, αποκαλύπτοντας στο βάθος της θερμής καρδιάς του πρώτου ή στα άδυτα της εξεγερμένης ψυχής του δεύτερου το ίδιο πάντα θέμα: την καταστρατηγημένη υπόσταση της καθημερινής ύπαρξης η οποία, βασανισμένη από την αδυναμία της να βρει ένα στήριγμα σε έναν περίγυρο που μοιάζει να έχει απολέσει οριστικά όλες τις μείζονες αξίες και αναφορές του, υποχρεώνεται σε μιαν άσκοπη και συνάμα εξαιρετικά οδυνηρή περιδίνηση στο εσωτερικό της, προσπαθώντας απεγνωσμένανα πιαστεί από τις φθαρμένες όσο και έτοιμες να καταλήξουν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα λαβές του.
Η ανά χείρας έκδοση (ο τίτλος είναι επιλογή του Ευγένιου Αρανίτση από ομότιτλο ποίημα) δεν περιλαμβάνει, παρά τον όγκο της, τα Απαντα του Καρούζου. Κρατώντας από το εκδεδομένο έργο του μόνο τις πρώτες συλλογές (1953-1956), εντάσσει στο υλικό της δύο επιπλέον κατηγορίες ποιημάτων: ποιήματα δημοσιευμένα από τον ίδιο σε περιοδικά και εφημερίδες από το 1949 και μετά (δεν εντάχθηκαν σε καμία συλλογή του) και αδημοσίευτα ποιήματα, που προέρχονται είτε από το δικό του αρχείο είτε από αρχεία φιλικών του προσώπων. Εχουμε, λοιπόν, εδώ μια διπλή ευκαιρία: να διαβάσουμε ή να ξαναδιαβάσουμε ποιητικές συλλογές του Καρούζου που λείπουν πολλά χρόνια από την εκδοτική αγορά, αλλά και να πιάσουμε επαφή με ποιήματα που δεν έχουν συμπεριληφθεί στους δύο συγκεντρωτικούς τόμους οι οποίοι κυκλοφόρησαν τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, ούτε στη μεταθανάτια έκδοση της συλλογής Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο (1991).
Ως προς τις πρώτες συλλογές και την καθοριστική τους σημασία για τη συνολική πορεία του Καρούζου, η Μαρία Αρμύρα, που έχει τη φιλολογική επιμέλεια του τόμου, περιγράφει με σαφήνεια τις πρώιμες κατακτήσεις τους: υπαρξιακό άγχος που θα βιωθεί ως διαρκής ερωτική πάλη και θα αγκαλιάσει στο φιλοσοφικό επίπεδο τον Σωκράτη, τον Ηράκλειτο και τον Κίρκεγκορ, τραγικά πρόσωπα όπως ο Αμλετ, αλλά και σύμβολα αντλημένα από την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και την αρχαιοελληνική μυθολογία, από τις οποίες ο Καρούζος θα αποσπάσει και θα αναπλάσει τις μορφές του Χριστού και του Προμηθέα. Εύστοχα η επιμελήτρια παρατηρεί πως στις πρώτες συλλογές του θα διακρίνουμε αμέσως και κάτι άλλο: τις προδιαθέσεις που θα οπλίσουν το κατοπινό επαναστατικό του φρόνημα.
Τι ακριβώς όμως συμβαίνει με τα άλλα ποιήματα του Καρούζου και πώς θα πρέπει να τα συσχετίσουμε με εκείνα που αποτελούν τον κανόνα του; Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς, ακόμα κι αν μείνει σε μια βιαστική ματιά, πως η σκόρπια ή η αδημοσίευτη παραγωγή του, που αναπτύσσεται σε όλο το χρονικό μήκος της γραμμής την οποία χαράσσουν τα δημοσιευμένα του βιβλία, δεν αλλάζει θεματικούς και γλωσσικούς τόπους ενώ έχει εξίσου καλά διασφαλισμένο το συγκινησιακό της αποτέλεσμα. Και θέλω να επιμείνω στο ζήτημα του συγκινησιακού αποτελέσματος γιατί πολλά από τα ποιήματα που προέρχονται από τα αρχεία των κοντινών ανθρώπων του Καρούζου έχουν γραφτεί κυριολεκτικώς στο χέρι: σε ταβέρνες και σε μπαρ, για να χαριστούν ύστερα στα μέλη της βραδινής συντροφιάς, και με όλα τα απροσδόκητα τα οποία μπορεί να σημαίνει το γράψιμο ενός ποιήματος εν μέσω κοινωνικής συναναστροφής: διάσπαση της προσοχής, διακοπή, παραίτηση από την προσπάθεια για ολοκλήρωση (η Αρμύρα περιγράφει με σχεδόν συναρπαστικό τρόπο τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται ο φιλολογικός επιμελητής ενώπιον τέτοιων ποιητικών καταλοίπων).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στις πρώτες συλλογές του ο Καρούζος είναι ένας ανεσταλμένος λυρικός: ένας λυρικός που μαγεύεται από τα χρώματα και τη φύση, που ξέρει πώς να δοξάσει ακόρεστα τον θεό του, μολονότι η αχλή του φόβου του θανάτου έρχεται συχνά πυκνά να σκιάσει τον αναθηματικό του λόγο και να υποσκελίσει τη λατρεία του. Γι’ αυτό και ο Καρούζος σπεύδει να παρεμβάλει στις δοξαστικές αποστροφές του χθόνιες λέξεις και εικόνες μαζί με παράταιρα, σχεδόν στριγκά ακούσματα που επιδιώκουν να προλάβουν το λυρικό ξέσπασμα και να μεταμορφώσουν την έξαρση των αισθημάτων σε έξαρση του κενού. Είναι ένα κενό το οποίο θα αρχίσει να αποκτά τερατώδεις διαστάσεις ύστερα από τον τερματισμό της πρώτης περιόδου του ποιητή, κάτι που δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στα επόμενα βιβλία του για να το επιβεβαιώσουμε: αρκούν τα σκόρπια και τα αδημοσίευτα, που θα μετακινηθούν από τον ανεσταλμένο λυρισμό προς ένα τοπίο απόλυτης ερήμωσης. Η ύπαρξη έχει βρεθεί τώρα στο σημείο μηδέν και η γλώσσα έχει πάψει από τη μεριά της να παράγει νοήματα. Οι αποδιαρθρώσεις και το αλύπητο σφυροκόπημά της θα μετατρέψουν την υπαρξιακή περιπέτεια σε εκκωφαντική εκκένωση της ποίησης, και αντί για το άρρητο ο Καρούζος θα αγγίξει το μη σημαίνον: Μεσημέρι Μεσάνυχτα / ποιος ξέρει; / Εγώ διαφέρω από τη Μνήμη / και διαγράφομαι πυγμάχος / εθελούσιας ηττοπάθειας / προς το μηδέν του αέναου Σύμπαντος. / Ενυπάρχω φερόμενος άναυδος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ