Διονύσης Καψάλης: Εχουμε σήμερα ανάγκη από λίγη σιωπή

«Tώρα που μοιάζουν όλα τελειωμένα/ send me blue valentines, να σε θυμάμαι,/ τη νύχτα που ξυπνώ κι όταν κοιμάμαι,/ κάτι που να θυμίζει μόνο εσένα -».

Διονύσης Καψάλης
Μια υπόθεση ευδαιμονίας
Εκδόσεις Αγρα, 2014,
σελ. 64, τιμή 8,50 ευρώ

«Tώρα που μοιάζουν όλα τελειωμένα/ send me blue valentines, να σε θυμάμαι,/ τη νύχτα που ξυπνώ κι όταν κοιμάμαι,/ κάτι που να θυμίζει μόνο εσένα -». Η ιδεατή Βεατρίκη, η μακρινή Δουλτσινέα, μια γυναικεία παρουσία, ο έρωτας και ο χρόνος, η μελαγχολική ματιά του ποιητή πάνω στα πράγματα. Η τελευταία ποιητική συλλογή του Διονύση Καψάλη (Υπόθεση ευδαιμονίας, Αγρα, 2014) προσλαμβάνεται ιδανικά υπό τις νότες του «Βlue valentines» του Τομ Γουέιτς, όπως υποδεικνύει ο ποιητής. Στην οδό Θουκυδίδου 13 στην Πλάκα, στα γραφεία του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) όπου τον συναντήσαμε, μουσική πάντως δεν ακούγεται. Η γραμματέας του πηγαινοέρχεται, το τηλέφωνο χτυπά, οι τελικές μακέτες του καταλόγου της έκθεσης του Κοσμά Ξενάκη στο Μουσείο Μπενάκη περιμένουν το «τυπωθήτω». Λογοτέχνης και μάνατζερ. Και ανάμεσα σε αυτές τις δυο ιδιότητες, ασυμβίβαστες για πολλούς, δοκιμιογράφος, μεταφραστής –εσχάτως του Αμλετ -, επιμελητής εκδόσεων, παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής –πρόσφατα στο Τρίτο Πρόγραμμα -, καθηγητής λογοτεχνίας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, μέλος του εφορευτικού συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης και άλλων πολιτιστικών ιδρυμάτων. Μια ζωή αφιερωμένη στα γράμματα, που το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τιμά αναγορεύοντας σε λίγες μέρες τον 62χρονο Διονύση Καψάλη επίτιμο διδάκτορα. Είναι ο νεότερος διδάκτωρ στην ιστορία ενός θεσμού που τίμησε τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Αναγνωστάκη, τον Βαφόπουλο, τον Πεντζίκη, την Καρέλλη, τον Χριστιανόπουλο και χαλκέντερους μελετητές της λογοτεχνίας, τον Αλέξανδρο Αργυρίου, τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο.

Αισθάνεται ότι είναι η μεγαλύτερη τιμή που του γίνεται. «Τα μισά πράγματα στη ζωή είναι τυχαία» λέει ο Διονύσης Καψάλης ανατρέχοντας στην αρχή της δημιουργικής πορείας του, όταν το 1968, 16χρονο μαθητή τότε του Κολλεγίου Αθηνών, τον επιλέγουν, σε κάποια ανταλλαγή μαθητών, για να ζήσει έναν χρόνο στη Νέα Υόρκη. Η εμπειρία ήταν καθοριστική. Μένει στην Αμερική για σπουδές κλασικής και αγγλικής φιλολογίας και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1974. Εγραφε από πολύ μικρός, εκτός από ένα διάστημα έντονης πολιτικοποίησης, και τώρα εκδίδει τη συλλογή Τα μύρτα του φωτός (1978) και αμέσως μετά το Με μια τρελή σοδειά (1979). Ακολουθούν σπουδές νεοελληνικής φιλολογίας στην Αγγλία.
Επί σχεδόν σαράντα χρόνια, μέσα στην επικράτεια του ελεύθερου στίχου, ο Καψάλης γράφει συστηματικά ποιήματα αυστηρής μορφής, με στίχους ομοιοκατάληκτους, ωσάν διαμαρτυρία απέναντι στην εύκολη διολίσθηση του ελεύθερου στίχου στην πεζολογία. «Εχει φτιαχτεί μια σύγκρουση μεταξύ ελεύθερου και παραδοσιακού στίχου η οποία δεν είναι τόσο σημαντική» εκτιμά εκείνος. «Το αν έχει επέλθει μια κόπωση στον ελεύθερο στίχο έχει να κάνει με την προχειρότητα με την οποία γράφτηκαν ή γράφονται πολλά πράγματα και όχι με τον ελεύθερο στίχο καθαυτόν. Ισως ο ελεύθερος στίχος συντέλεσε σε αυτό, αλλά δεν είναι αυτός το πρόβλημα. Την άλλη πλευρά του ζητήματος, την προσωπική, θα τη συνόψιζα σε μια φράση: Είδα ότι εγώ έτσι μπορώ να γράψω καλύτερα. Είναι μια προσωπική επιλογή, ασφαλώς με κάποιες προϋποθέσεις και κάποιες συνέπειες, αλλά δεν θέλω να θεωρηθεί στοιχείο πολεμικής εναντίον κάποιων άλλων».
Ερωτική στη βάση της θεματολογίας της και μελαγχολική στον τόνο της, η ποίησή του, που βραβεύτηκε με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 1999, εκφράζεται συχνά με την αρμόζουσα στιχουργική μορφή του σονέτου, που ο Καψάλης ανανεώνει. «Προσπαθούμε να γράψουμε κάτι σαν αυτό που έχουμε αγαπήσει. Η ποίηση που αγάπησα ήταν σονέτα στην αγγλική γλώσσα. Πολύ νωρίς διάβασα τα σονέτα του Σαίξπηρ και μετά του Κιτς, του Γουέρτζγουορθ και άλλων Ρομαντικών. Είναι πάρα πολύ ισχυρά πρότυπα τα οποία δεν τολμάει κανείς να σκεφτεί ότι μπορεί να τα μιμηθεί κατά κανέναν τρόπο, παρ’ όλα αυτά υποθέτω ότι, πολύ εν τω βάθει, μπαίνει ένας σπόρος φιλοδοξίας του τύπου «θέλω να γράψω κι εγώ ένα τέτοιο». Μετά διάβασα ιταλική σονετογραφία· μόνο τα σονέτα της Vita Nuova του Δάντη να διαβάσει κανείς μπαίνει σε ένα κλίμα πολύ διαφορετικό της ποίησης. Και βέβαια διάβασα σύγχρονη σονετογραφία, όπως τα ποιήματα του Φίλιπ Λάρκιν, που τον θεωρώ κορυφαίο ποιητή της αγγλικής λογοτεχνίας, ο οποίος γράφει σε εξαιρετικά περίπλοκες έμμετρες μορφές χρησιμοποιώντας υλικά και εμπειρίες ζωής απολύτως σύγχρονες».
Ορισμένα από τα σονέτα του Σαίξπηρ τα μετέφρασε (25 σονέτα, Αγρα, 1998), η μετάφραση όμως δεν ήταν ένα μεταβατικό στάδιο από την ανάγνωση στη γραφή. «Η μετάφραση ήρθε πολύ αργότερα. Είχα προσπαθήσει να μεταφράσω σε μικρότερες ηλικίες, αλλά πρέπει να απέτυχα παταγωδώς, τουλάχιστον έτσι αισθανόμουν εγώ. Μου ήταν αδιανόητο να πειράξω κάτι το οποίο μου φαινόταν τέλειο στη γλώσσα του. Χρειάζεται να αποκτήσει κάποιος θάρρος και θράσος μαζί για να υπερβεί αυτήν την απαγόρευση. Αυτά τα απέκτησα πολύ αργότερα». Τις περισσότερες μεταφράσεις, πάντως, που έχει κάνει, κυρίως δραμάτων του Σαίξπηρ –Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας, Οθέλλος, Περικλής –του τις έχουν παραγγείλει για το θέατρο. «Κάποια στιγμή δοκίμασα και είδα ότι η μετάφραση, παρότι έχει τεράστιο μόχθο, έχει τη δική της απόλαυση, τη δική της ηδονή και μάλιστα μπορεί να είναι πολύ ανακουφιστική, γιατί στη μετάφραση έχεις έτοιμο το υλικό σου, δεν χρειάζεται να το επινοήσεις».
Δοκίμιο, σοβαρός πολιτισμός και δημόσια σφαίρα


Κοντά στις δεκαεννέα ποιητικές συλλογές έχει εκδώσει και πέντε τόμους δοκιμίων. Αν διαβάζοντας τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη, τον Καβάφη, τον Σικελιανό και τον Σολωμό, ήθελε να γίνει ποιητής, διαβάζοντας τις Δοκιμές του Σεφέρη στην έκδοση του Γαλαξία λαχταρούσε να γράψει δοκίμια. «Το δοκίμιο είναι μια άσκηση ελευθερίας, όπως είναι και η τέχνη» λέει. «Δεν εννοώ ότι είναι ανεύθυνο, αλλά δεν περιέχει τις τυπικές υποχρεώσεις μιας σοβαρής μελέτης, παρότι συχνά καθ’ ημάς δεν γίνεται διάκριση. Η ευθύνη που αναλαμβάνει ο δοκιμιογράφος είναι άλλου τύπου». Θυμάται να αγοράζει νεαρός «το Βήμα» για να διαβάσει την επιφυλλίδα του Κ. Θ. Δημαρά που δημοσιευόταν στην πρώτη σελίδα. «Ενας πολιτισμός που διαθέτει μια εφημερίδα που στην πρώτη της σελίδα φιλοξενεί επιφυλλίδα του Δημαρά είναι ένας πάρα πολύ σοβαρός πολιτισμός –τον οποίον έχουμε χάσει». Χάσαμε και το χρονογράφημα, προσθέτει, που ήταν «ένας εκπληκτικός, πνευματώδης μεσολαβητής ανάμεσα στον αναγνώστη και τον κόσμο, μέρος τού πώς μια κοινωνία διαχειρίζεται τον δημόσιο λόγο. Οταν η δημόσια σφαίρα δημιουργείται και αποτελεί αντικείμενο αναδιαπραγμάτευσης μέσα από τέτοιες φόρμες, το χρονογράφημα, το δοκίμιο, την επιφυλλίδα, αντιλαμβάνεστε ότι τότε έχουμε στοχαστικότερες προσεγγίσεις της πραγματικότητας, δεν εννοώ για τους διανοουμένους και τους συγγραφείς αλλά για τον κοινό καθημερινό αναγνώστη». Καθώς η συζήτηση προχωρεί, εξανίσταται που ο κόσμος σήμερα «κάθεται μπροστά σε μια τηλεόραση και βομβαρδίζεται κατά 95% με ανοησίες ή -ακόμη χειρότερο -, μπορεί να χάνεται για πάρα πολλές ώρες σε διάφορες γωνιές του κυβερνοχώρου μέσα σε εσμούς ηλιθίων οι οποίοι αυτοεπιβεβαιώνονται για τη βλακεία που λένε. Αυτό γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας». Ποια είναι τα σοβαρά θέματα της δημόσιας σφαίρας; «Το αν πρέπει, για παράδειγμα, η ελληνική τηλεόραση να δείχνει την προπαγάνδα των τζιχαντιστών. Ισως να πρέπει, αλλά μπορεί αυτό να συζητηθεί στην ελληνική κοινωνία; Οταν μιλάμε για το πώς λειτουργεί η δημόσια σφαίρα, αυτά είναι τα σοβαρά θέματα, το τι λέγεται στην ελληνική τηλεόραση, πώς συμπεριφέρεται κάποιος στον συνομιλητή του. Εχουμε φτιάξει μια δημόσια σφαίρα η οποία είναι περίπου ένας χυλός που ανακατεύεται συνέχεια και δεν μπορεί κάποιος να διαμορφώσει σοβαρά κριτήρια για οποιοδήποτε θέμα της ζωής του ή της συλλογικής ζωής μέσα από την παρακολούθηση της δημόσιας σφαίρας σε όλες τις εκδηλώσεις της και κυρίως μέσα από τον κύριο εκφραστή της που είναι η τηλεόραση. Μιλάμε σήμερα από το πρωί ως το βράδυ. Εχουμε ανάγκη από λίγη σιωπή».
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που δίνει ο ίδιος, ο λόγος του είναι απλός, κατασταλαγμένος, ευθύβολος και ουσιαστικός, όπως οι στίχοι του. Τέτοια ήταν και η απάντηση στο κοινότοπο και φιλοπερίεργο ερώτημα που βρίσκεται στο υπέδαφος κάθε λογοτεχνικής συνέντευξης. Επιτέλους, «Γιατί γράφετε;» τον ρωτήσαμε. «Γράφω γιατί μου αρέσει» απάντησε, «δεν μπορώ να κάνω αλλιώς».
Ποίηση και εκπαίδευση
Οταν τον ρωτούμε ποιος μπορεί να αναχαιτίσει αυτή τη φθίνουσα πολιτισμική πορεία δεν λέει οι συγγραφείς και οι διανοούμενοι, απαντά γρήγορα και απόλυτα: «Το σχολείο. Αν αποκτήσουμε σοβαρή παιδεία, τα άλλα θα έρθουν από μόνα τους». Λιγότερα μαθήματα θα πρότεινε εκείνος, καλύτερη οργάνωση του υλικού σε θεματικές περιοχές, μαθήματα επιλογής –οπωσδήποτε στο λύκειο –κοντά στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των μαθητών και πλήρη αυτονόμηση των πανεπιστημίων.
Μέσα σε όλα αυτά και η ποίηση. «Η ποίηση είναι χαρά, η χαρά της κατασκευής, η χαρά του κατορθώνω κάτι, και γι’ αυτόν που γράφει και γι’ αυτόν που ακούει. Ενας ευφυής τρόπος να πεις κάτι, μια ωραία παρήχηση, μια ωραία ομοιοκαταληξία και ένα ωραίο μέτρο –αν υπάρχει μέτρο -, όλα αυτά είναι στοιχεία κατασκευής που δείχνουν ότι κάποιος έχει φτιάξει κάτι που δεν υπήρχε πριν. Η χαρά και η ελευθερία της κατασκευής είναι τα πιο διδακτικά πράγματα για ένα παιδί και τις προσεγγίζει εύκολα μέσα από τις τέχνες».
Για τον Διονύση Καψάλη η ποίηση γράφεται για να ακούγεται και ο καλύτερος τρόπος για να την αγαπήσει ένα παιδί είναι να αποστηθίζει ποιήματα από νωρίς. «Από τον πουριτανισμό του συντηρητισμού περάσαμε σήμερα στον πουριτανισμό του παιδαγωγισμού» λέει. «Μας λένε ότι τα παιδιά δεν πρέπει να μαθαίνουν κείμενα απ’ έξω. Τα παιδιά αποστηθίζουν ατελείωτους στίχους τραγουδιών. Το μυαλό είναι μια κιβωτός που θέλει να κουβαλάει τα δικά της τιμαλφή και να ανοίγει το σεντούκι και να τα χαρίζει όποτε μπορεί. Οπως τα παιδιά χαρίζουν τραγούδια, μπορούν να χαρίζουν ποιήματα. Αρκεί να γνωρίσουν την ποίηση με τρόπο διασκεδαστικό σε μικρή ηλικία, να μυηθούν στη χαρά της κατασκευής όπως όταν κατασκευάζουν σπίτια με Lego».

Η τελετή αναγόρευσης του Διονύση Καψάλη σε επίτιμο διδάκτορα θα γίνει την Τρίτη 24 Μαρτίου, στις 6.30 μ.μ., στην αίθουσα τελετών του παλαιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.