«A few days ago, Grexit was not an option. Now, Grexit is an option» (σσ. «Πριν από λίγες ημέρες, το Grexit δεν συνιστούσε επιλογή. Πλέον, το Grexit είναι επιλογή»). Η φράση αυτή, η οποία ανήκει σε ανώτατο ευρωπαίο αξιωματούχο με τον οποίο συνομίλησε χθες το βράδυ «Το Βήμα» αντικατοπτρίζει το κλίμα που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία 24ωρα στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων λίγες ώρες πριν από την καθοριστική «Επταμερή» συνάντηση των Βρυξελλών.

Σε ό,τι αφορά δε τη συνάντηση αυτή, ο ίδιος αξιωματούχος δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. «Σε αυτή θα κριθούν όλα» τονίζει, κάτι που άλλωστε προκύπτει από τη σύνθεσή της. Στο αίτημα του έλληνα Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ αποφάσισε να καλέσει την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, τον Πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, τον πρόεδρο της Επιτροπής Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι αλλά και τον επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ.

Η σύνθεση της «Επταμερούς» δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι στο τραπέζι θα βρεθούν τα πάντα. Και είναι σαφές ότι πλέον το ευρωπαϊκό μέτωπο μοιάζει πολύ συμπαγές. Άλλωστε, πηγές από τις Βρυξέλλες έλεγαν ότι ο συνδυασμός δηλώσεων από σειρά αξιωματούχων αλλά και πολιτικών ηγετών δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος. Προσέθεταν δε ότι ίσως η συνάντηση των Βρυξελλών να αποδειχθεί πολύ πιο σημαντική από αυτή που αναμένεται να έχει ο κ. Τσίπρας με την καγκελάριο Μέρκελ στο Βερολίνο.

Οι διαρροές για το κακό κλίμα στο τελευταίο Euro Working Group (EWG), τα σχόλια Γερούν Ντάισελμπλουμ περί «σεναρίου Κύπρου» και επιβολής ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls), οι έμμεσες αναφορές ότι αν η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου τότε μπορεί να υπάρξουν και ανορθόδοξες λύσεις, αλλά και η άποψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ότι η Ελλάδα είναι η πιο «δύσκολη» χώρα στην οποία έχει κληθεί αν εργαστεί το Ταμείο έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο πολύ προβληματικό.

Μεγάλο «αγκάθι» εξακολουθεί να αποτελεί η ερμηνεία της συμφωνίας του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου. «Η συμφωνία είναι σαφής αν κάποιος τη διαβάσει ή, για να είμαι ακριβέστερος, αν θέλει να τη διαβάσει» σημειώνει χαρακτηριστικά κοινοτικός αξιωματούχος με άριστη γνώση των διαμειφθέντων στο τελευταίο EWG.

Την ίδια στιγμή, από ορισμένες πηγές εντός Ελλάδος θεωρείται ότι υπάρχουν περιθώρια εκμετάλλευσης διαφορετικών απόψεων τόσο εντός της Γερμανίας όσο και μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού. Σε αυτή τη φάση πάντως, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει. Η Άνγκελα Μέρκελ έχει επανειλημμένως καλύψει τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ενώ σε ανάλογα αυστηρό ύφος είναι τις τελευταίες ημέρες οι δηλώσεις του αντικαγκελαρίου και ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

Παράλληλα, δεν είναι σαφές ποια ακριβώς στάση θα τηρήσει στην αυριανή συνάντηση ο Φρανσουά Ολάντ. Η Αθήνα εμφανίζεται να έχει επενδύσει πολλά στον γάλλο Πρόεδρο. Ωστόσο, υπάρχει μία παράμετρος που ίσως να έχει υποτιμηθεί σε ό,τι αφορά στα περιθώρια διαφοροποίησης της Γαλλίας από τη θέση της Γερμανίας. Και αυτή δεν είναι άλλη από την αναθέρμανση του γαλλογερμανικού άξονα με αφορμή την έντονη διπλωματική κινητικότητα για την επίλυση της ουκρανικής κρίσης.

Ο Ολάντ έχει ανάγκη την καλή σχέση με τη Γερμανία και πλέον οι δύο ηγέτες συνεννούνται πολύ καλύτερα. Χαρακτηριστική είναι επί αυτού η δήλωση γάλλου αξιωματούχου στους «Financial Times»: «Η νέα ελληνική κυβέρνηση ίσως να νόμισε, αρχικά, ότι θα μπορούσαν να διαπραγματευυθούν μία ξεχωριστή συμφωνία με τη Γαλλία, πίσω από την πλάτη της Γερμανίας. Σύντομα συνειδητοποίησαν ότι αυτό δεν περνάει».

Το ερώτημα είναι αν οι διαφορές μπορούν να γεφυρωθούν πριν ανοίξει ένα χάσμα που δεν θα μπορεί να κλείσει. Αυτό απασχολεί πολύ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το «ελληνικό ζήτημα» συζητήθηκε και στην τηλεφωνική συνομιλία της κυρίας Μέρκελ με τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου οι δύο ηγέτες έκαναν μία ανασκόπηση των εξελίξεων στην Ελλάδα και τις «προσπάθειες για μία πραγματιστική συμφωνία» που θα οικοδομηθεί πάνω στις «πρόσφατες μεταρρυθμίσεις» ώστε η χώρα «να επιστρέψει στην ανάπτυξη εντός της ζώνης του ευρώ».