Για τη χαμένη «γενιά των ορθίων» στην οποία ανήκει και που ως εκ τούτου πλέον δεν τον καταλαβαίνουν μίλησε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος τον Ιούλιο γίνεται ενενήντα ετών. Ετσι, παρά την ηλικία του, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα εδώ και πολλές δεκαετίες στις πιο κρίσιμες ώρες του ελληνισμού σαν αυτές που ζούμε, ο Μίκης βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή ενός αγώνα που δεν τελειώνει ποτέ: παλεύει, εκφράζει, εμπνέει.
Η αξία του να μένει κανείς όρθιος, ένας άνθρωπος, ένας λαός, μία χώρα, είναι ίσως ότι πιο σημαντικό για το οποίο μπορεί να μιλήσει κανείς σήμερα. Γιατί; Απλούστατα, επειδή αυτό είναι που έχει ξεχαστεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στα φοβερά χρόνια που ζούμε. Και αυτό είναι που θα χρειαστούμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στα, πιθανότατα, ακόμα πιο δύσκολα χρόνια που θα ‘ρθουν μπροστά μας.
Η Ελλάδα πλήρωσε ακριβά ότι έχασε από το δημόσιο βίο της τη δύναμη να στέκεται όρθια – κι αυτό όχι τώρα στην κρίση, αλλά πολύ πιο πριν, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, από την εποχή δηλαδή που η ανηθικότητα άρχισε να γίνεται κυρίαρχο στοιχείο της δημόσιας ζωής και συμπεριφοράς, να αποκτά κεντρικό ρόλο στη νέα ελληνική συνείδηση και κουλτούρα, μέχρι που σταδιακά, σαν το σαράκι, κατέφαγε περίπου τα πάντα σε αυτόν τον τόπο.
Η πρώτη αυτή τραγωδία άλλωστε ήταν και η βάση της επόμενης, αυτής που ζούμε από το 2009 και μετά, της τραγωδίας του διεθνούς οικονομικού ελέγχου, τον οποίο μπορεί η Γερμανία να εκμεταλλεύθηκε για τους δικούς της ηγεμονικούς σκοπούς, όμως, αναμφίβολα, εμείς δημιουργήσαμε τις προυποθέσεις να έρθει στον τόπο μας.Πώς και γιατί; Μα ακριβώς επειδή από τότε έλλειψαν στο δημόσιο βίο οι βασικές αξίες που μπορούν να κρατήσουν έναν τόπο, μια χώρα, όρθια.
Γι αυτό άλλωστε και οι χειριστές της τραγωδίας, που ήταν οι ίδιοι που την προκάλεσαν, τη χειρίστηκαν ακριβώς με αυτόν τον τρόπο: ως ραγιάδες μιας νέας εξουσίας, όπως ήταν ραγιάδες άλλων εξουσιών πιο πριν, αντί να είναι, και στις δύο περιπτώσεις άξιοι να διαδραματίσουν το ρόλο τους υπέρ του δημοσίου συμφέροντος όπως είχαν ορκιστεί.
Σήμερα, η Ελλάδα παλεύει ξανά, όσο μπορεί. Δεν ξέρει κανείς να πει που και πώς θα καταλήξει όλο αυτό. Και είναι εύκολο να βρεις πλήθος σημεία ή πεδία στα οποία τα πράγματα δεν πάνε όπως θα έπρεπε να πάνε. Όμως, τουλάχιστον, η χώρα, όσο μπορεί, παλεύει, κινείται με τρόπο που δεν μοιάζει με όσα γίνονταν ως τώρα. Και, ας σημειωθεί, έχουν περάσει κοντά δύο μήνες από την ώρα που έγινε η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα και δεν έχουν έρθει, ακόμα τουλάχιστον, οι καταρρεύσεις για τις οποίες οι παλιοί μιλούσαν και, δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, τις εύχονταν.
Με τα λάθη της και με τα σωστά της, η Ελλάδα προσπαθεί να σταθεί και πάλι όρθια. Αυτός ο αγώνας δεν είναι απλός – κάθε άλλο μάλιστα. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι και ο μόνος αγώνας που πρέπει να γίνει, ο μόνος που έχει νόημα: να σηκωθεί ξανά μια γενιά όρθια, με ότι αυτό σημαίνει, τόσο προς τα μέσα, όσο, κυρίως σήμερα, και προς τα έξω…