Μαρία Λαϊνά
Σε τόπο ξερό
(Ποιήματα 1970 – 2012)
Εκδόσεις Πατάκη, 2015,
σελ. 406, τιμή 17,60 ευρώ
Σε τόπο ξερό
(Ποιήματα 1970 – 2012)
Εκδόσεις Πατάκη, 2015,
σελ. 406, τιμή 17,60 ευρώ
Το σπίτι της στο Παγκράτι είναι φτιαγμένο από σιωπή, βιβλία και μικροπράγματα· κοχύλια απλωμένα στο πάτωμα, ένα χαλάκι που παζάρεψε στα βάθη της Καππαδοκίας, πίνακες ζωγραφικής που κρέμονται στους τοίχους ανεπαισθήτως κεκλιμένοι. Η Μαρία Λαϊνά μας πρότεινε, με τη βαθιά, αβέβαιη φωνή της, να φωτογραφίσουμε αντ’ αυτής την Αναστασία, τη γάτα της που μας υποδέχθηκε καλόβολα. Την ποιήτρια την ενοχλούσε ανέκαθεν «η αποτύπωση του χρόνου» αλλά ύστερα κατάλαβε ότι οι φωτογραφίες δεν είναι μόνο αυτό, ότι «το «θέμα» είναι η πραγματικότητα, πώς ο πραγματικός χρόνος γίνεται άλλος».
Τον Δεκέμβριο του 2014 της απονεμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του ποιητικού της έργου. «Τα χρήματα, που και τα περιφρονώ και τα χρειάζομαι, βάρυναν περισσότερο και από την τιμή» είπε στο «Βήμα» υπομειδιώντας και στρίβοντας ένα άφιλτρο τσιγάρο. Πάντως «το κακό έχει παραγίνει με τα βραβεία, λίγο έλεος, ξεφυτρώνουν από παντού, έχουν χάσει πια το νόημά τους». Εξέφρασε μάλιστα την άποψη ότι η ποίηση «τελεί υπό εξαφάνιση» –οι εκδότες την περιφρονούν, κάποιοι «βιδάτοι» εξακολουθούν να τη γράφουν και να τη διαβάζουν –ασχέτως αν οι ποιητές απολαμβάνουν έναν κάποιον κοινωνικό σεβασμό εν γένει στην Ελλάδα. «Τους ποιητές τους έχουμε περί πολλού επειδή, κατ’ ουσίαν, δεν τους λογαριάζουμε» σημείωσε.
Από τις εκδόσεις Πατάκη μόλις κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος «Σε τόπο ξερό» που περιλαμβάνει οκτώ ποιητικά της έργα, από το «Επέκεινα» του 1970 ως τη «Μικτή τεχνική» του 2012, ένα βιβλίο που ετοιμαζόταν καιρό πριν από τη βράβευση και το οποίο καλύπτει μια δημιουργική διαδρομή τεσσάρων και πλέον δεκαετιών. Το πρωτόλειό της, ωστόσο, δεν τα συμπεριέλαβε «γιατί ο Μίλτος Σαχτούρης είχε δίκιο», ήταν ένας συνδυασμός αφέλειας και θράσους, όπως εξήγησε η ίδια.
«Είναι σαφές ότι υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στο πρώτο σας βιβλίο, κυρία Λαϊνά» της είπε όταν την κάλεσε, δεκαεννιά χρόνων κοπέλα, στο σπίτι του, «θα ήθελα όμως να σας πω ότι τα πράγματα τα γράφουμε όταν κρυώσουν, κι όμως ακόμα καίνε». Μια «ρήση σιβυλλική» που «εμένα κάτι μου ‘κανε». Τον επισκεπτόταν συχνά, κάθονταν μαζί, αλλά εκείνος δεν μιλούσε. «Με κοίταγε. Τον κοίταγα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Σπουδαίος άνθρωπος» θυμήθηκε. «Δεν γίνεται ποίηση χωρίς σιωπή. Αν δεν μπορείς να μείνεις μόνος σε μια ήρεμη μοναξιά, ποιητής δεν μπορείς να γίνεις» πρόσθεσε.
Ποιήτρια, επιπροσθέτως, είναι αδύνατον να γίνεις αν δεν διαβάσεις, αν δεν διαβάσεις πολύ. «Η αλήθεια είναι ότι η ποίηση είναι θέμα κρίσης, ρυθμού και ατέλειωτες ώρες δουλειά». Η κρίση, για να εξηγούμεθα, είναι η άλλη όψη της αναγνωστικής πείρας και, εν πάση περιπτώσει, «δεν μπορείτε να βάλετε το επίθετο όπου να ‘ναι» συνέχισε η Μαρία Λαϊνά, «όπως δεν μπορείτε να ρίξετε τσάι στον καφέ που πίνετε αυτή τη στιγμή». Τα νεόκοπα μαθήματα δημιουργικής γραφής, ειδικότερα για την ποίηση, «τα βρίσκω επιεικώς ανόητα» και το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι συνήθως «ένα μέτριο ποίημα». Η ποίηση δεν ανέχεται το περιττό, θέλει ακρίβεια, ευστοχία, έκπληξη. Για την ίδια, «η ποίηση είναι μόνο γλώσσα, ούτε ιδέες ούτε συναίσθημα· η ποίηση είναι γλώσσα, τα υπόλοιπα είναι ενδιάμεσα κενά» είπε τότε και άφησε τον καπνό να αργοκυλήσει σχεδόν έξω απ’ το στόμα της. Η Μαρία Λαϊνά, αν και δεν το θέλει, εξακολουθεί να κατοικεί στην Αθήνα «για τους φίλους» της.
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947. «Εκεί είχαμε το εργοστάσιο. Ο πατέρας μου ήταν Αγρινιώτης, καπνοβιομήχανος, σύμβουλος του Παπαστράτου. Εδινε παντού, πέθανε στην ψάθα. Εχω φυτέψει στα χωράφια, στο Ξηρόμερο, έχω περάσει φύλλα καπνού στις βελόνες με τα ίδια μου τα χέρια» ανακάλεσε εικόνες η ποιήτρια, αν και από την παιδική ηλικία και το οικογενειακό περιβάλλον «λίγα θυμάμαι, τα περισσότερα τα έχω ξεχάσει, «το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα / γίνονται αλλιώς τα πράγματα εκεί»». Στην ποίηση, άλλωστε, δεν την οδήγησε η ζωή της, αλλά το «αλύπητο» διάβασμα, όπως υπογράμμισε. Τέλειωσε τη Νομική. Υπήρξε δικηγόρος για έναν χρόνο. Τόσο άντεξε.
Με την πολλή φιλολογία, πάλι, γονατίζει. «Ο φιλόλογος δεν έχει καμία σχέση με τον ποιητή. Ο ένας είναι σχολαστικός, ο άλλος όχι. Ο ένας κάνει μάθημα, ο άλλος δεν κάνει. Ο ένας δεν αυτοκτονεί, ο άλλος μπορεί να αυτοκτονήσει. Δεν ξέρω πολλούς φιλολόγους να αυτοκτόνησαν, ξέρω όμως πολλούς ποιητές». Τι πιστεύει η ίδια για την ιδέα της αυτοκτονίας; Πώς σφηνώνεται μια τέτοια ακρότητα στο μυαλό ενός ποιητή; «Δεν ξέρω. Πιθανώς και να μην άντεχαν άλλο όσοι αυτοκτόνησαν. Εγώ πάντως δεν θα αυτοκτονούσα ποτέ. Θεωρώ δώρο τη ζωή και αγαπώ τις λεπτομέρειές της. Δεν θα αυτοκτονούσα ποτέ, κυρίως επειδή είμαι τρομακτικά περίεργη για όλα»… «Πολλοί πιστεύουν ότι η ποίηση είναι μια φίλη που θα της πουν τα προσωπικά τους, το δράμα τους, τον καημό τους. Εχεις μια ερωτική απογοήτευση; Σου φαίνεται ανυπόφορος ο κόσμος; Γράψε ένα ποίημα! Λυπάμαι, αλλά δεν είναι έτσι. Ετσι την πάτησα κι εγώ, στην αρχή. Υστερα κατάλαβα ότι η κυρία αυτή που λέγεται ποίηση δεν σηκώνει αστεία, ότι επιβάλλει τους δικούς της νόμους και έχει τους δικούς της τρόπους να σου αντιστέκεται και να σε γελοιοποιεί, ότι έχει τη δική της οντότητα που είναι συχνά ισοδύναμη και παραπάνω απ’ τη δική σου. Ο δύσκολος αγώνας με την ποίηση κρατάει πολύ αλλά έχει και στιγμές χαράς. Δεν μπορείς να πεις στην ποίηση «έλα εδώ να τα βρούμε», να τη φέρεις στα δικά σου, δεν γίνεται» τόνισε.
Το έργο της Μαρίας Λαϊνά γινόταν όλο και πιο ελλειπτικό, όλο και πιο μινιμαλιστικό όσο περνούσαν τα χρόνια. Παραμένει όμως μια ποιήτρια της «ερασιθάνατης αγάπης», του θανάτου και του έρωτα, ενός ζευγαριού αδιαχώριστου στο σώμα της ποίησής της, διότι ακριβώς «χρησιμοποιώ τον έρωτα σαν αντίδοτο του θανάτου, μόνο τότε τον ξεχνάω… Εγώ, ας πούμε, φοβάμαι και να κοιμηθώ. Περνάω μια στιγμή τρόμου, πώς θα ‘ρθει αυτό, πώς θα με πάρει; Το Εγώ είναι η καρδιά της συνείδησης, κατά την ψυχολογία. Δεν το πιάνω, δεν μπορεί το Εγώ μου να συλλάβει την κατάργησή του. Δεν είναι ο θάνατος, είναι η ανυπαρξία κατ’ ουσίαν, δεν μπορώ να τη χωνέψω». Το μόνο σίγουρο: «Είμαστε αφελή αισιόδοξα θύματα, θα μας σαρώσει ο χρόνος, εμένα, εσάς, όλους εν τέλει».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ