Νέος κόλαφος για την Αθήνα: Η συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους, που είχε επιτευχθεί το Νοέμβριο του 2012 στο Eurogroup, έχει χάσει την ισχύ της. «Αυτό που ισχύει πλέον είναι η συμφωνία της προηγούμενης Παρασκευής» έλεγε σήμερα στο Βερολίνο κυβερνητική πηγή. «Και σε αυτήν αναφέρεται ρητά, ότι η Ελλάδα θα αποπληρώσει τα χρέη της εμπρόθεσμα και εξ ολοκλήρου σε όλους τους δανειστές».
Η άρση της συμφωνίας του 2012 δεν έχει εξαγγελθεί επίσημα, πρόσθεσε η πηγή, αυτή έχει όμως αρθεί εκ των πραγμάτων ύστερα από την υπογραφή της συμφωνίας για παράταση από τον Γιάννη Βαρουφάκη στις 21 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες.
Στο Βερολίνο, οι εκτιμήσεις για τα γεγονότα των τελευταίων ημερών γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένες. Ο κοινός παρανομαστής τους είναι, ότι η ελληνική κυβέρνηση έπαιξε με πολύ υψηλό ρίσκο και έχασε. «Αν συγκρίνετε το ντοκουμέντο της Τετάρτης (σ.σ.: 19 Φεβρουαρίου), που περιείχε πολλές παραχωρήσεις, με εκείνο της Παρασκευής, που παίρνει πίσω όχι μόνο τις νέες παραχωρήσεις, αλλά και παλιές, όπως εκείνη για ελάφρυνση του χρέους, θα καταλάβετε το μέγεθος των απωλειών. Με αποτέλεσμα, το παρατεταμένο πρόγραμμα να φαίνεται σκληρότερο από το αρχικό» συνόψιζε η πηγή.
Οι απώλειες αυτές οφείλονται στην απειρία και «αφροσύνη» των ελλήνων διαπραγματευτών, που προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση των 18 άλλων υπουργών οικονομικών στο Eurogroup. Ο κ.Βαρουφάκης προσπάθησε μεν με πολύ ευγλωττία και δεξιότητα να κάνει τα αδύνατα δυνατά στη συνεδρίαση της πρασμένης Τετάρτης, όμως ο Γιάννης Δραγασάκης, που παρευρισκόταν επίσης εκεί, τον «άδειασε» τελικά, σε συνεργία με τον Αλέξη Τσίπρα. «Ο Δραγασάκης δεν είπε σχεδόν κουβέντα στη συνεδρίαση» θυμάται η πηγή. «Το μόνο που έκανε ήταν κάτι που δεν κάνει κανείς άλλος στο Eurogroup: Να τηλεφωνεί ακατάπαυστα – προφανώς με τον Τσίπρα». Το αποτέλεσμα ήταν ένας απογοητευμένος Βαρουφάκης, που στην αποφασιστική συνεδρίαση της Παρασκευής αποδέχθηκε σχεδόν άφωνος το «μοιραίο».
«Το ραντεβού της ελληνικής κυβέρνησης με την πραγματικότητα», που είχε προβλέψει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – συνέχισε η πηγή –, έγινε λοιπόν υπό τους χειρότερους δυνατούς όρους.
Υπάρχουν όμως και χειρότερα. «Οι χριστιανοδημοκράτες βουλευτές είναι εξοργισμένοι από τις συνεχείς μεγαλοστομίες και υπαναχωρήσεις της Αθήνας» πρόσθεσε η πηγή. Αυτό δεν θα θέσει σε κίνδυνο το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για την παράταση του προγράμματος την ερχόμενη Παρασκευή στη γερμανική Βουλή, παρόλο που ο αριθμός των βουλευτών που σκοπεύουν να την καταψηφίσουν ανεβαίνει συνεχώς και έχει φτάσει ήδη τους 35-40, κατά άλλες εκτιμήσεις μάλιστα τους 70. Μάταια προσπαθούσε την Τετάρτη ο κ.Σόιμπλε, είτε στην κοινοβουλευτική ομάδα της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας, είτε στις Επιτροπές Προϋπολογισμού και Ευρώπης να τους πείσει, να επανεξετάσουν τη στάση τους. Οι περισσότεροι έδειχναν αμετάπειστοι. «Αν η Αθήνα συνεχίσει τις εμπρηστικές δηλώσεις της, τότε δεν αποκλείεται να δούμε και τη πλειοψηφία των χριστιανοδημοκρατών βουλευτών να λέει „όχι“ τόσο στην εκταμίευση της τελευταίας δόσης του τρέχοντος προγράμματος, όσο και στην εκπόνηση ενός τρίτου» τόνισε.
Για την κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών δεν μπαίνει πάντως προς το παρόν θέμα τρίτου προγράμματος. Αυτό το επιβεβαίωσε σήμερα στο κυβερνητικό μπρίφινγκ ο εκπρόσωπος του υπουργείου οικονομικών Μάρτιν Γιέγκερ. Ο ίδιος απέκλεισε επίσης και την παροχή μιας «προληπτικής πιστωτικής γραμμής» για την οποία γινόταν πολύς λόγος πριν την αλλαγή της κυβέρνησης στην Αθήνα. «Το θέμα έχει τεθεί εκτός ατζέντας» είπε.
Παρόμοια στάση σχετικά με το τρίτο πρόγραμμα παίρνει και το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Άνγκελα Μέρκελ. «Δεν έχουμε καν καιρό να το σκεφτούμε» είπε ο βουλευτής Ντέτλεφ Σάιφ. «Η προσοχή μας είναι πλήρως απορροφημένη από την ανάγκη της παράτασης και ολοκλήρωσης του δεύτερου προγράμματος».
Όμως οι Σοσιαλδημοκράτες βλέπουν ήδη μακρύτερα. «Το αποφασιστικό ερώτημα θα τεθεί πριν το καλοκαίρι: Αν η Ελλάδα είναι να παραμείνει στην ευρωζώνη, πρέπει να της δοθεί ένα τρίτο πακέτο ύψους λίγων δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ» δήλωσε την Τετάρτη ο αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής τους ομάδας και υπεύθυνος για οικονομικά θέματα Κάρστεν Σνάιντερ. Μια χρηματοδότηση των υπό λήξη χρεών της, πρόσθεσε, «μέσω δανείων από τις αγορές αποτελεί αυταπάτη».
Ένα άλλο ερώτημα είναι βέβαια, υπό ποιους όρους θα δοθεί το τρίτο πακέτο. Η πηγή ήταν κατηγορηματική: «Οι όροι θα είναι τέτοιοι, που θα εξασφαλίζουν την εφαρμογή του πακέτου, αλλά και τα συμφέροντα των δανειστών» είπε. Με το τρίτο πρόγραμμα θα έρθει και ένα τρίτο μνημόνιο, με ότι «αγριότητες» αυτό συνεπάγεται. Στην Αθήνα, πρόσθεσε, δεν θα πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες γι αυτό.
Ταυτόχρονα ωστόσο τόνισε, ότι τόσο η παράταση του δεύτερου προγράμματος, όσο και ένα ενδεχόμενο τρίτο, θα προσφέρουν μοναδική ευκαιρία στην Αθήνα, να κάνει πράξη πολλές επιθυμίες της. Το Βερολίνο, είπε, αποδέχεται πλήρως το «δόγμα Βαρουφάκη», που συνίσταται στο συνδυασμό του 70% του τρέχοντος προγράμματος με το 30% των προτάσεων της νέας ελληνικής κυβέρνησης. «Αν θέλουν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, ας προχωρήσουν, είμαστε μαζί τους» είπε. Σε κάθε περίπτωση, η γερμανική κυβέρνηση δεν επιδιώκει την αποσταθεροποίηση της ελληνικής. Αυτό θα συνεπέφερε και αποσταθεροποίηση της Ελλάδας με μοιραία για όλους, Έλληνες και Ευρωπαίους, αποτελέσματα. Εξάλλου, πρόσθεσε, η κυβέρνηση Τσίπρα είναι η μοναδική που θα μπορούσε να αναμορφώσει τη χώρα, επειδή δεν διαπλέκεται με τα κατεστημένα οικονομικά συμφέροντα. «Κατά παράδοξο τρόπο είναι ο καλύτερος και ίσως ο μοναδικός σύμμαχος μας στις δομικές μεταρρυθμίσεις» πρόσθεσε. Το ζητούμενο είναι έτσι ο συντονισμός των ενεργειών μεταξύ της Αθήνας και των «θεσμών», έτσι ώστε οι μεταρρυθμίσεις να πάρουν γρήγορα το δρόμο τους.
Το κατά πόσο οι ανεπίσημες αυτές, αλλά καταπληκτικές στην ουσία τους δηλώσεις, μπορούν να ληφθούν στα σοβαρά, είναι ανοικτό θέμα. Επίσημα πάντως, το Βερολίνο συνεχίζει να ζητά από την Αθήνα «να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις». Αυτό συνέβη και την Τετάρτη, όταν ο κ.Γιέγκερ σχολιάζοντας τη δήλωση του Παναγιώτη Λαφαζάνη, ότι δεν πρόκειται να δεχθεί ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα του υπουργείου του, απάντησε με τη φράση: «Δεν πρόκειται για μέτρο που μπορεί να αποφασίσει μόνη της η ελληνική κυβέρνηση». Στη διαδικασία της απόφασης, πρόσθεσε, πρέπει να συμμετέχουν και οι «θεσμοί». Κι αυτό ισχύει και για κάθε άλλη μεταρρύθμιση που σχετίζεται με το πρόγραμμα βοήθειας.
Τα μηνύματα από το Βερολίνο είναι λοιπόν αντιφατικά. Στην πράξη υπερισχύουν βέβαια οι επίσημες δηλώσεις. Και αυτό προμηνύει, ότι το «ραντεβού της Αθήνας με την πραγματικότητα» θα είναι γι αυτήν συνεχής βραχνάς.