Υπήρχαν διαφορετικοί λόγοι για τους οποίους αποφασίσαμε να περάσουμε ένα πρόσφατο βράδυ Παρασκευής στην επί μακρόν υποβαθμισμένη περιοχή του Γερανίου, πίσω από το Δημαρχείο Αθηνών. Ο πρώτος ήταν το όνομα του καινούργιου μπαρ – Spinster, γεροντοκόρη εις την αγγλικήν – στην οδό Ικτίνου 3. Είναι το μόνο καθαρόαιμο μπαρ αυτής της γκρίζας, από πολλές απόψεις, περιοχής που όμως το τελευταίο διάστημα έχει αρχίσει να φωτίζεται χάρη σε καλές προσπάθειες (βλ. και τον πολύ κοντινό πολυχώρο Ρομάντσο). Ο τίτλος ταίριαξε γάντι στις Τζιν και Τόνικ – μην το παρεξηγήσετε αφού, όπως είχαμε ακούσει, οι άνθρωποι πίσω από το νέο μπαρ, μεταξύ των οποίων και μέλη του θρυλικού Pop, ήθελαν να τιμήσουν τις απανταχού γυναίκες που έχουν αποτινάξει τη ρετσινιά του παλαιϊκού όρου και ζουν τη ζωή τους βγαίνοντας, πίνοντας, διασκεδάζοντας. Αν σε αυτό προσθέσουμε ότι το Spinster έχει φτιαχτεί σε ένα όμορφο κτίριο του 1950 στο οποίο πριν από 30 χρόνια υπήρχε ένα πρακτορείο εφημερίδων και περιοδικών – το αποκαλύπτει και η παλιά ταμπέλα επάνω από την είσοδο – τότε να ένας ακόμη λόγος για να ταυτιστούμε.
Τρίτον και κυριότερον, οι Τζιν και Τόνικ, ως λαγωνικά της νύχτας, επιθυμούν πάντα να μυρίζονται ταχέως τις ανερχόμενες πιάτσες, και ως φαίνεται μια και πάνω από την Αθηνάς γίνεται ήδη ο χαμός και δεν μπορείς να βρεις πλέον ούτε τρύπα για να ανοίξεις μπαρ, η περιοχή κάτω από το… αυλάκι πιθανότατα να γίνει το νέο trend.
Spinster it is, λοιπόν, και από την πρώτη στιγμή η ίδια η αρχιτεκτονική του χώρου με τη μαρμάρινη σκάλα αλλά και η διακόσμηση παραπέμπουν σε άλλες εποχές, όταν η Ομόνοια δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα, αλλά απέπνεε όλη την αρχοντιά της πρωτεύουσας. Γυαλί, μπρούντζος, σίδερο, φυτά εσωτερικού χώρου, τοίχοι σε αποχρώσεις του πετρόλ και του τιρκουάζ, παλιά πιάτα στον τοίχο, όλα σε κάνουν να νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε ένα σπίτι του 1950 (με τα τέσσερα κεντρικά φωτιστικά πάντως που κρέμονται από το ταβάνι να μοιάζουν ολίγον τι παράφωνα).
Να σημειώσουμε ότι ενώ πήγαμε στο μαγαζί σχετικά νωρίς, ελλείψει πολλών τραπεζιών και με την μπάρα να μην μπορεί να φιλοξενήσει πολλά άτομα, με το που φτάσαμε μας ρώτησαν αν έχουμε κάνει κράτηση, γεγονός που μας εξέπληξε. Πάντως ο ευγενέστατος υπεύθυνος βρήκε σύντομα μια λύση, με αποτέλεσμα να καθήσουμε σε τραπέζι και να παραγγείλουμε άνετα τα ποτά μας. Ο κατάλογος, στον οποίο κυριαρχούν τα περίεργα, ευφάνταστα κοκτέιλ, κάτι που θυμίζει Pop (όλα τα κοκτέιλ στα €8, ποτά στα €6 και σπέσιαλ στα €7, μπίρες €2,50-€4,50 και κρασί στα €4-€7), έφθασε γρήγορα και τελικώς και οι δύο αποφασίσαμε να… κοκτεϊλιαστούμε: η Τζιν παρήγγειλε ένα Appleginnie με τζιν, λικέρ μήλου, λάιμ και τζίντζερ έιλ, ενώ η Τόνικ ένα Earl Grey Martini με τζιν, triple sec, σιρόπι από τσάι περγαμόντο και πορτοκάλι. Βέβαια το ευφάνταστο του καταλόγου δεν φάνηκε να αποτυπώνεται και στην εκτέλεση καθώς και οι δυο μας βρήκαμε τα κοκτέιλ αδιάφορα.
Υπό τους ήχους alternative rock και electro ψαγμένης μουσικής (και εδώ όμως μπαίνει ένα «αλλά», αφού η καλή μουσική χρειάζεται και καλό ήχο για να την απολαύσεις, κάτι που δυστυχώς έλειπε) συνεχίσαμε τη βραδιά μας με ροζέ Prosecco, ενώ το μαγαζί, που φαίνεται ότι ήδη μετατρέπεται σε στέκι, γέμιζε ασφυκτικά με ωραίες, εναλλακτικές παρουσίες γύρω στα 30.
Συμπέρασμα: Το Spinster είναι μια καλή άφιξη σε μια επί μακρόν κακόφημη γειτονιά, αλλά υπάρχουν και τα «αλλά». Ο ήχος και τα ποτά θα ήταν καλό να βελτιωθούν και αυτό το λέμε όχι ως γκρινιάρες spinsters, αλλά με την καλοπροαίρετη έννοια που δίνουν στον χαρακτηρισμό και οι ιδιοκτήτες του υποσχόμενου μαγαζιού.
*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015.