Eirini Karamouzi
Greece, the EEC and the Cold War,
1974-1979. The Second Enlargement
Εκδόσεις Palgrave Macmillan, τιμή 60 στερλίνες
«Με μια τελετή στο Ζάππειο Μέγαρο τελείωσε χθες μια μακρά περίοδος που έφερε την Ελλάδα μέσα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα –δέκατο μέλος σε μια οικογένεια εθνών τα οποία οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο και πιστεύουν σωστή όσο και απαραίτητη την επιλογή τους». Η υποδοχή της συμφωνίας προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ στις 28 Μαΐου 1979 υπήρξε περισσότερο προσγειωμένη παρά ενθουσιώδης: η περιγραφή του «Βήματος» της επομένης είναι ενδεικτική αισιοδοξίας, όχι θριαμβολογίας, και ο τίτλος του πρωτοσέλιδου («Ευρύτατες μεταβολές μετά την ένταξή μας») εκφράζεται με ουδέτερες έννοιες. Με απόσταση σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, στην αρχή μιας άλλης κρίσιμης διαπραγμάτευσης, στο τέλος μιας πενταετίας οικονομικής κρίσης, οιονεί χρεοκοπίας και λιτότητας κατά την οποία αρχιτέκτονες της ένταξης της Ελλάδας στην Κοινή Αγορά, όπως ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, έθεσαν εκ των υστέρων εν αμφιβόλω την τότε επιλογή τους, ενώ ευρωσκεπτικιστικά ρεύματα διαπέρασαν τμήματα της ελληνικής κοινής γνώμης, μια επανεξέταση των περιστάσεων της διαμόρφωσης της «Ευρώπης των Δέκα» έρχεται στην κατάλληλη συγκυρία. Το βιβλίο της Ειρήνης Καραμούζη, λέκτορος Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, Greece, the EEC and the Cold War, 1974-1979, εκτός από «γοητευτική μελέτη περίπτωσης της ιστορίας της διεύρυνσης», λειτουργεί και ως συστηματική χαρτογράφηση του εδάφους στο οποίο θεμελιώθηκαν οι σχέσεις Ελλάδας και Δυτικής Ευρώπης στα τέλη του 20ού αιώνα.
Η προσέγγιση της Ειρήνης Καραμούζη εστιάζει στην πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΟΚ και Ελλάδας με ιδιαίτερο βάρος στον ρόλο των θεσμικών παικτών: της Κομισιόν, του Συμβουλίου των Υπουργών, του Συμβουλίου της Προεδρίας. Καλύπτει τις επίσημες και ανεπίσημες συναντήσεις των επιτελείων των εννέα μελών προκειμένου να διαμορφωθεί κοινή στάση στις διαπραγματεύσεις, τις διμερείς επαφές μεταξύ της ηγεσίας των χωρών-μελών της ΕΟΚ και της Ελλάδας, τον αντίκτυπο των ευρωπαϊκών περιοδειών του Κωνσταντίνου Καραμανλή και τη στάση των ΗΠΑ έναντι της όλης διαδικασίας. Προεκτείνοντας τη θέαση των πραγμάτων από τον εθνικό παράγοντα, κυρίαρχο στις ως τώρα μελέτες, στον διεθνή, η Καραμούζη υπογραμμίζει τη σημασία των θεσμικών οργάνων στη διεύρυνση της Κοινότητας, ενώ εντάσσει το επεισόδιο στο ευρύτερο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου όπως διαμορφωνόταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Οι παρατεταμένες, πενταετούς διάρκειας διαπραγματεύσεις εξελίχθηκαν σε αναμέτρηση μεταξύ προσδοκίας και επιφυλάξεων. Από την πλευρά της Ελλάδας η προσδοκία της ένταξης στην ΕΟΚ σήμαινε το 1974 την απομάκρυνση από τη μετεμφυλιακή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και τη διασφάλιση της δημοκρατικής πορείας της χώρας. Από εκείνη των Ευρωπαίων οι επιφυλάξεις είχαν να κάνουν με την οικονομική και θεσμική υστέρηση της Ελλάδας αναφορικά με τους υπόλοιπους εταίρους αλλά και με ενδεχόμενη εμπλοκή τους στην ελληνοτουρκική διένεξη έπειτα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μεταξύ ευσεβών πόθων και δεύτερων σκέψεων μεσολαβούσε το πεδίο της απτής πολιτικής πραγματικότητας. Σε αντίθεση με τη συνήθη ερμηνεία της επίδρασης της προσωπικής φιλίας Καραμανλή – Ζισκάρ ντ’ Εστέν στην ευνοϊκή γαλλική στάση έναντι του ελληνικού αιτήματος, για παράδειγμα, η Καραμούζη υποδεικνύει τη σημασία αντικειμενικών παραγόντων. Η συνηγορία του γάλλου προέδρου στο ελληνικό αίτημα οφείλει περισσότερα στην πεποίθησή του ότι μετά την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ η ένταξη ήταν ένας εύλογος εναλλακτικός τρόπος άσκησης επιρροής στο πολιτικό τοπίο και την ανάπτυξη της χώρας: «Αυτό αξίζει εκατό διαβήματα» έλεγε ο ίδιος. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο η τελική αποδοχή της ενταξιακής διαδικασίας της Ελλάδας έγινε με γνώμονα δύο άξονες: την αυτοεικόνα της ΕΟΚ για την τελική της μορφή (μια πολιτική ένωση με άξονα το δημοκρατικό ιδανικό) και τις ψυχροπολεμικές ανησυχίες της Δύσης (πορτογαλική «επανάσταση των γαριφάλων», άνοδος της ιταλικής Αριστεράς, φόβος ελληνικής διολίσθησης σε φιλοσοβιετικές θέσεις ή ουδετερότητα).
Πρακτικά ο δρόμος προς τη συμφωνία δεν ήταν ανέφελος. Η διαπραγμάτευση με την Ελλάδα γινόταν υπό το κράτος της σιωπηρής παραδοχής ότι αποτελούσε προοίμιο για την επερχόμενη διεύρυνση σε Ισπανία και Πορτογαλία. Μια τέτοια διάσταση μετατόπιζε συχνά το πεδίο του διαλόγου. Σε επίπεδο ηγεσιών και διακηρύξεων αρχών επικρατούσε υψιπετής ρητορική, ωστόσο στο τεχνικό επίπεδο εμφανιζόταν το διάκενο μεταξύ προθέσεων και πραγματικότητας. Ως αποτέλεσμα, η πρόοδος των συνομιλιών επί των διαρθρωτικών ζητημάτων ήταν αργή, ενώ η ελληνική πλευρά διαπίστωνε ότι «οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις διεξάγονταν στο εσωτερικό των Εννέα, όχι μεταξύ τους και της Ελλάδας». Παράλληλα η περίπλοκη δυναμική της Κοινότητας σε συνδυασμό με ακανθώδη προβλήματα, όπως αυτό της αγροτικής πολιτικής που λίγο έλειψε να εκτροχιάσει τις επαφές το 1978, έφεραν στο προσκήνιο τις διαφορετικές στρατηγικές των μελών. Ο διάλογος για την ελληνική συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό απηχούσε τη δυσφορία των Βρετανών για τη δική τους συμμετοχή, η γερμανική παρελκυστική τακτική τη βούληση μεταβολής κανόνων και ρυθμίσεων. Εδώ μπορεί να παρατηρήσει κανείς τη δομικά εμπεδωμένη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς απόκλιση συμφερόντων, οδυνηρά προφανή στη σημερινή συγκυρία της γερμανικής οικονομικής μονοκρατορίας.
Τέλος, η Ειρήνη Καραμούζη διορθώνει την ως τώρα κρατούσα οπτική σε σειρά ζητημάτων. Αντίθετα με τα θρυλούμενα για την καίρια γαλλική συμβολή, για παράδειγμα, ήταν η Γερμανία που επωμίστηκε το βάρος της υπεράσπισης της ένταξης της Ελλάδας στην κρίσιμη περίοδο 1978-1979, όταν ο εκλογικός κύκλος στη Γαλλία επέβαλλε άλλες προτεραιότητες. Οσο για την «ευρωσκλήρωση» που υποτίθεται ότι επικρατούσε στην ΕΟΚ τη «ζοφερή» δεκαετία του ’70, η συγγραφέας θεωρεί ότι η ενταξιακή διαδικασία της Ελλάδας από κοινού με τη θέσπιση εκλογών για την ανάδειξη Ευρωκοινοβουλίου ή τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τεκμηριώνουν ότι αποτέλεσε στην πραγματικότητα «πεδίο δοκιμών για νέες σημαίνουσες αφετηρίες». Εύστοχο και επίκαιρο, το έργο της Καραμούζη είναι ταυτόχρονα και ένα βιβλίο από το οποίο αναδύεται η αξία της Ευρώπης ως τόπου πολιτικής –όπου η τέχνη του συμβιβασμού δεν είναι πόλεμος ιδεολογιών, δεν ασκείται ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, δεν εκπίπτει σε πολιτική θεολογία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ