Δυο άνθρωποι, μια πόλη. Η Αννα, ο Κώστας και η Αθήνα. ‘Η αλλιώς τα υλικά της Μαργαρίτας Μαντά για τη δημιουργία της δεύτερής της ταινίας μυθοπλασίας, τέσσερα χρόνια μετά τη σαφώς πιο άγουρη «Χρυσόσκονη». Δυο άνθρωποι που εργάζονται για τη μεταφορά ανθρώπων που κινούνται αλλά οι ίδιοι είναι «ακίνητοι» και δεν έχουν σχέση με κανέναν άνθρωπο. Δυο άνθρωποι που έχουν μάθει να κοιτάζουν το κενό χωρίς να ζητούν τίποτε. Δυο άνθρωποι για τους οποίους δεν μαθαίνουμε πολλά, πέρα από το ότι είναι μόνοι. Και ότι χρειάζονται κάποιον δίπλα τους.
Ο Κώστας (Κώστας Φιλίππογλου), εργοδηγός στον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο, η Αννα (Αννα Μάσχα), εκδότρια εισιτηρίων για τα πλοία που πηγαινοέρχονται στο Λιμάνι του Πειραιά. Ο Κώστας μεταφέρει την Αννα κάθε μέρα στο Λιμάνι από το Θησείο και πίσω πάλι. Ετσι την έμαθε. Ετσι την αγάπησε. Χωρίς εκείνη να το ξέρει αφού δεν τον ξέρει.
Το αν και το πώς ο Κώστας θα προσεγγίσει την Αννα, δηλαδή το πώς θα γίνει τελικά η (αναπόφευκτη) επαφή των δυο αυτών μοναχικών ψυχών, είναι –ας πούμε –η ίντριγκα της ιστορίας. Ομως ο περιβάλλων χώρος, οι δρόμοι, τα κτίρια, η νύχτα, το κρύο, το λιμάνι, οι κυλιόμενες σκάλες και φυσικά τα πρόσωπα των δυο ηρώων, τα πρόσωπα του Φιλίππογλου και της Μάσχα, είναι η «σάρκα» της.
Αδειο λιμάνι. Αδειοι δρόμοι. Αδεια βαγόνια. Αδειες ψυχές. Η Μαντά χωρίς πολλά λόγια (η πρώτη κουβέντα που ακούμε έρχεται μετά το 20ό λεπτό) συνδυάζει την ερημιά μιας πόλης-φάντασμα με την εσωτερική ερημιά των δυο ηρώων της. Και το περίεργο είναι ότι ενώ αυτό ακούγεται κάπως επιτηδευμένο, η ταινία δεν πάσχει από επιτηδεύσεις. Ο,τι συμβαίνει στο «Για πάντα» γίνεται οργανικά, ήσυχα, με μέτρο και με αξιοπρέπεια. Οπως στη «Νύχτα» του Αντονιόνι, χωρίς να θέλω να κάνω συγκρίσεις.
Το «Για πάντα» είναι μια βουρκωμένη ταινία. Δεν είναι όμως απαισιόδοξη. Και σίγουρα δεν είναι μίζερη. Τα μεγάλα σε διάρκεια πλάνα της λειτουργούν αποτελεσματικά, σαφώς μια υπόκλιση της Μαντά στην «αγγελοπουλική» κινηματογράφηση –και διόλου τυχαία η ταινία αποτίει φόρο τιμής προς το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου αφού σε εκείνον η Μαντά, βοηθός του σε αρκετές ταινίες του, την αφιερώνει στο τέλος.
Αλλά και οι χώροι γυρισμάτων, στο λιμάνι του Πειραιά, στις περιοχές του Θησείου, στον Κεραμεικό ή στο ποτάμι του Hριδανού, νιώθεις ότι μιλούν μέσα στην ατέρμονη σιωπή τους, όπως και τα εκφραστικά πρόσωπα των Μάσχα – Φιλίππογλου μιλούν με τη ζεστασιά του βλέμματός τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ