Ρίκα Μπενβενίστε
Αυτοί που επέζησαν Αντίσταση,
Εκτόπιση, Επιστροφή – Θεσσαλονικείς
Εβραίοι στη δεκαετία του 1940
Εκδόσεις Πόλις, 2014,
σελ. 444, τιμή 17 ευρώ
Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Θεσσαλονίκη ζούσαν πάνω από50.000 Εβραίοι. Στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου εκτοπίστηκανπερισσότεροι από 46.000 και σε ποσοστό περίπου 96% δολοφονήθηκαν.«Επιμένω ωστόσο ότι είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε γενικώς για τηνεξόντωση των Εβραίων της Ελλάδας στα χρόνια της Κατοχής» είπε στο«Βήμα» η Ρίκα Μπενβενίστε, καθηγήτρια της Ιστορίας της ΜεσαιωνικήςΕυρώπης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, «επειδή ακριβώς έχουμε να κάνουμε με ένα μωσαϊκό τοπικών περιπτώσεων και συλλογικών ή προσωπικών διαδρομών». Στη Θεσσαλονίκη ή στα Ιωάννινα, επί παραδείγματι, υπήρξεεκτόπιση και σχεδόν ολοσχερής εξόντωση, στον Βόλο σημειώθηκε ένα πολύ υψηλό ποσοστό διάσωσης, ενώ στη Ζάκυνθο η διάσωση ήταν ολοκληρωτική. Στην περίπτωση της Ελλάδας, που δεν διεκδικεί την αποκλειστικότητα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, «σημαντικό διαφοροποιητικό ρόλο παίζουν, από τη μια πλευρά, η πολιτισμική και κοινωνική ανθρωπογεωγραφία τωνεβραϊκών κοινοτήτων (σεφαραδίτικες ή ρωμανιώτικες, μεγάλες καικοσμοπολίτικες ή μικρές και απομονωμένες) και, από την άλλη, οι ζώνεςκατοχής και η χρονικότητα των εκτοπίσεων. Οταν ξεκινά η εκτόπιση στιςάλλες πόλεις, κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε, η ιστορία τηςΘεσσαλονίκης έχει ήδη τελειώσει, το τελευταίο τρένο έχει φύγει για τοΑουσβιτς» συμπλήρωσε η ίδια.
Η νέα της μελέτη, ένα βιβλίο κοινωνικήςκαι πολιτισμικής μικροϊστορίας υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αυτοί
που επέζησαν», συνιστά, εκτός των άλλων, και μια μεθοδολογική πρότασηγια τη συγγραφή μιας νέας ιστορίας για την εξόντωση των Εβραίων τηςΕλλάδας «και επιχειρώ την εφαρμογή της στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης». Η ίδια ασχολείται με μερικές εκατοντάδες από τουςλίγους Θεσσαλονικείς Εβραίους που επέζησαν της Shoah, τουΟλοκαυτώματος. «Επομένως οι ιστορίες που αφηγούμαι είναι περιθωριακές, είναι οι εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας. Και ο κανόνας ήταν ο θάνατος.Με την αφήγησή μου επιδιώκω να καταστήσω ρητή την ένταση ανάμεσα στοειδικό και στο γενικό, αυτή είναι η ουσία της μικροϊστορίας. Οι ειδικέςπεριπτώσεις μάς βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την πολυπλοκότητα τουγενικού πλαισίου επάνω στο οποίο στοχαζόμαστε. Και αν το «ειδικό» είναιη ιστορία μιας οικογένειας ή μιας ομάδας, το «γενικό» είναι ο πόλεμοςκαι η «ανώμαλη κανονικότητα» που επέφερε οι σχέσεις Εβραίων – χριστιανών, οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις εκείνης τηςπεριόδου».
Η Ρίκα Μπενβενίστε παρακολουθεί ορισμένες διαδρομές ομάδων ανθρώπων οι οποίοιμοιράστηκαν κοινές εμπειρίες στα στρατόπεδα όπουεκτοπίστηκαν, στα βουνά όπου πολέμησαν και έπειτα στα μεταπολεμικάχρόνια, όταν οι δρόμοι τους παρέμειναν κοινοί ή χώρισαν. Στην έρευνάτης διασταυρώνονται τα αρχειακά τεκμήρια με τις προσωπικές (γραπτές ήπροφορικές) μαρτυρίες, αλλά και η χρήση ενός ανοργάνωτου,οικογενειακού «αρχείου» της ιδίας. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου τηςκαταπιάνεται με μια ομάδα από περίπου 20 (νέους κατά κανόνα) Θεσσαλονικιούς Εβραίους (διαφορετικού κοινωνικοοικονομικού προφίλ)που αποφάσισαν «να βγουν στο Βουνό» και να γίνουν αντάρτες. «Ηπερίπτωσή τους, όσο κι αν η απόφασή τους ήταν συγκυριακή και ελήφθη υπό το κράτος ενός κοινού διωγμού, μας αναγκάζει να ασκήσουμε κριτική στην αντίληψη της υποτιθέμενης εβραϊκής παθητικότητας» ανέφερε. Αξίζεινα σημειωθεί ότι υπήρξαν ίσως 1.000 εβραίοι αντάρτες ανάμεσα στους30.000 αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η ΡίκαΜπενβενίστε φέρνει στο προσκήνιο μια ομάδα από περίπου 100 Εβραίουςτης Θεσσαλονίκης, «Displaced Persons», κατά τη γραφειοκρατική, μεταπολεμική ορολογία. «Μετά την απελευθέρωση των στρατοπέδων ησυντριπτική πλειονότητα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης επιθυμεί ναεπιστρέψει και πράγματι επαναπατρίζεται γρήγορα. Οι άνθρωποι πουμελετώ, αυτός ο σκληρός πυρήνας που συνιστά επίσης μια εξαίρεση απότον κανόνα, παρέμειναν στη Γερμανία, για μερικούς μήνες ή μερικάχρόνια, στο στρατόπεδο για εκτοπισμένους Φέλνταφιγκ, κοντά στο Μόναχο,στην αμερικανική ζώνη κατοχής. Οι άνθρωποι αυτοί, πέραν της κοινής διαδρομής που μοιράστηκαν και της εκτόπισής τους αρχικά στο Αουσβιτς, εν συνεχεία στη Βαρσοβία, όπου εξαναγκάστηκαν να δουλέψουν στα ερείπιατου γκέτο, μετά την καταστολή της εξέγερσης, και έπειτα στο Νταχάου, μοιράστηκαν επίσης την απόφαση να μεταναστεύσουν (είτε στις ΗΠΑ είτεστην Παλαιστίνη) και να μην επιστρέψουν στην Ελλάδα» επεσήμανε η ίδια,τονίζοντας ότι πρόκειται για ένα θέμα που παρέμεινε εκτός τηςελληνικής ιστοριογραφίας και αφορά τις επιλογές που έκαναν οιεπιζώντες, επιλογές που ευρύτερα «ήταν εν μέρει ζήτημα τύχης». Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το «διπλωματικό επεισόδιο» που διαλεύκανε ηΡίκα Μπενβενίστε και το οποίο προκάλεσε «λυπηρά επεισόδια» στηΒαυαρία «εις κοινόν στρατόπεδον ζώντων εκτοπισμένων Εβραίων Σεφαραδίμκαι Ασκεναζίμ», Ελλήνων και Πολωνών αντιστοίχως, με τους πρώτους νακατηγορούν τους δεύτερους για «πογκρόμ» για μια ασήμαντη αφορμή.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου της αφορά μία μόνο εβραϊκήοικογένεια. Ο αρχηγός της οικογένειας (και μέλος του ΚοινοτικούΣυμβουλίου) που μελετά η Ρίκα Μπενβενίστε δεν επέζησε της εκτόπισηςστο Μπέργκεν-Μπέλσεν, μόνο η χήρα του επέζησε, η οποία και επέστρεψεστη Θεσσαλονίκη μαζί με τα τρία της παιδιά. Η αλληλογραφία της (ευκατάστατης) οικογένειας (τα μέλη της οποίας επίσης ακολούθησανδιαφορετικά μονοπάτια ακόμη και προς τον θάνατο) αναδεικνύει τις ψευδαισθήσεις των Εβραίων στα χρόνια 1941 και 1942, πριν δηλαδή από τηνεπιδείνωση των φυλετικών μέτρων και την απαρχή των εκτοπίσεων, αλλάκαι το παιχνίδι της υπολογισμένης εξαπάτησής τους από τους Γερμανούς.
Επίσης η συγγραφέας θίγει εκ νέου τον ρόλο που διαδραμάτισε το ΕβραϊκόΣυμβούλιο της Θεσσαλονίκης εξετάζοντας τα γεγονότα με χρονολογική σειρά και σε συνθήκες «επιλογής χωρίς επιλογές» («choiceless choices»),κατά την εύστοχη διατύπωση του Λόρενς Λάνγκερ, συνυπολογίζοντας την ακρότητα του συμβάντος και την περιορισμένη εικόνα που είχαν ταθύματα. «Το νήμα της πλοκής γι’ αυτό το βιβλίο μού το πρόσφερε ο πατέρας μου Ντικ Μπενβενίστε, ο οποίος διατηρούσε και ένα προσωπικόημερολόγιο στο Βουνό. Είναι ένας από τους αντάρτες πρωταγωνιστές στοπρώτο μέρος, ο κοινοτικός υπάλληλος που διεκπεραιώνει την αλληλογραφίακαι υπογράφει τα έγγραφα από τα οποία μαθαίνω τα των εκτοπισμένων στοδεύτερο μέρος, και τέλος αυτός που θα παντρευτεί τη νεαρή –τημητέρα μου Ζιζή Σαλτιέλ –η οποία επέστρεψε από το Μπέργκεν-Μπέλσεν και που η ιστορία της οικογένειάς της καλύπτει το τρίτο μέρος τουβιβλίου» εξήγησε η Ρίκα Μπενβενίστε.
Τη ρωτήσαμε για τον αντισημιτισμό της ελληνικής κοινωνίας τότε και τώρα. «Υπάρχει κάτι που πρέπει συνεχώς να υπενθυμίζουμε: η εξόντωση των ελλήνων Εβραίωνήταν μια ευρωπαϊκή υπόθεση, ήταν αποτέλεσμα της γερμανικής Κατοχής και της ναζιστικής ιδεολογίας. Υπάρχει επίσης μια ανόητη τάση: νασυζητούμε σαν να εξοντώθηκαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης από τουςχριστιανούς συμπολίτες τους. Αυτό είναι τόσο μύθος όσο και η απόλυτηαλληλεγγύη του χριστιανικού πληθυσμού προς τους Εβραίους, κάτι που με μεγάλη βεβαιότητα δηλώνουν κάποιοι. Στη Θεσσαλονίκη, όπως και αλλού, υπήρξε η συμπαράσταση, υπήρξε και η προδοσία, τα είδαμε όλα» κατέληξε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ