Πόσο ακόμη;

Οταν ο Γκράμσι έγραψε το κλασικό απόφθεγμα «το παλιό πεθαίνει, το νέο παλεύει να γεννηθεί, είναι η εποχή των τεράτων»

Οταν ο Γκράμσι έγραψε το κλασικό απόφθεγμα «το παλιό πεθαίνει, το νέο παλεύει να γεννηθεί, είναι η εποχή των τεράτων», δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει και η εκδοχή «το παλιό δεν λέει να πεθάνει, το νέο νοσταλγεί το παλιό που σαπίζει και άλλα τέρατα μην ψάχνεις». Εξι χρόνια στον λάκκο είναι πολλά. Κανείς στη διάρκεια αυτή βιώνει νέες πραγματικότητες, σκέφτεται τις παλιές, κοιτάζει γύρω του, ψάχνει να βρει τι κέρδισε με τόσα χρόνια κάτεργο και τόσες ανατροπές και γιατί τόσες χαμογελαστές υποσχέσεις που εισέπραττε κάθε τόσο δεν τις είδε ακόμη να τον αγγίζουν.
Ενας τρόπος να πορεύεται μια κοινωνία είναι να της δείχνουν οι ηγεσίες της την πραγματικότητα. Ενας δεύτερος είναι να της δείχνουν μια καρικατούρα της πραγματικότητας. Ενας τρίτος είναι να απεργάζονται μια άλλη πραγματικότητα –πραγματικότητα και αυτή –και να της δείχνουν την καρικατούρα της κατασκευασμένης πραγματικότητας. Οταν ισχύει το δεύτερο και το τρίτο, στο χέρι μας είναι να επιβάλουμε το πρώτο.
Οι εκλογές πρέπει να είναι το ορόσημο ότι από εδώ και εμπρός θα κερδίσει η χώρα. Και η χώρα θα κερδίσει όταν οι πολιτικές δυνάμεις της καταλάβουν πώς χτίζεται η ανάπτυξη, ποιος ο ρόλος των θεσμών, της γνώσης, των επιστημών, της παραγωγής, της κοινωνικής γεφύρωσης, της πολιτικής διαφθοράς ή της ανικανότητας του κράτους και γιατί ο διχασμός δεν είναι το ίδιο με τη διαφορά και ούτε πρέπει να είναι το εργαλείο πολιτικής ανάδειξης και οφελών. Οποιος βλέπει στα Ειδικά Δικαστήρια τη λύση θα τα χάσει όλα. Οποιος πετύχει ανάπτυξη θα πετύχει και δημοσιονομική προσαρμογή, κοινωνική προστασία και απασχόληση. Θα τα πάρει όλα. Θα κερδίσει παντού. Το πρόβλημα είναι πως διόλου δεν είναι βέβαιον ότι θα κερδίσει κάποιος. Πιθανότατα για καιρό ακόμη να μην κερδίσει κανένας. Ως τότε η χώρα θα χάνει.
Στην ιστορία μας μεγάλες ήττες έγιναν αφετηρία μιας ανοδικής πορείας, γιατί τουλάχιστον κατανοήθηκε τι σημαίνει να χάνουμε θέσεις στη διεθνή πυραμίδα της δύναμης και της αξιοπρέπειας. Οχι πάντα βέβαια. Το ζήσαμε όμως μετά την πτώχευση το 1893 και την ταπεινωτική ήττα το 1897, σε κάποιον βαθμό μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ίσως και μετά τη δικτατορία. Σήμερα αυτό δεν φαίνεται. Επειτα από έξι χρόνια, αντί να έχουμε κινητοποιηθεί, τσιτάρουμε Γκράμσι.
Οι δυνάμεις του πολιτικού μας συστήματος μιλούν φλύαρα για ανάπτυξη, αλλά δεν εννοούν ανάπτυξη. Εχουν αποτύχει οικτρά στο να δημιουργήσουν παραγωγή στη χώρα. Ούτε και δείχνουν σημάδια για κάτι διαφορετικό. Ξέρουν πώς εμποδίζεται η παραγωγή, ξέρουν πώς να μοιράζουν ανέξοδα χρήματα, πώς να αποσπούν μέσα από ένα είδος «φόρου διαφθοράς» ένα τμήμα της παραγωγής σε όφελός τους, πώς να αποθαρρύνουν μικρούς και μεγάλους επενδυτές, έξω από μιζαδόρους. Ετσι σιγά-σιγά φτάσαμε στην οικονομική και πολιτική πτώχευση. Ετσι φτάσαμε και στην πτώχευση των ιδεών και αξιών. Πλήρωσαν όλοι. Πολλοί στη διαδικασία αυτή έμαθαν. Με τον σκληρό τρόπο, αλλά έμαθαν. Αρκετοί δεν έμαθαν. Θα μάθουν και αυτοί. Στο μεταξύ ο κόσμος εξοντώνεται με την άμπωτη και πλημμυρίδα ανερμάτιστων πολιτικών και ιδεών. Η δημοκρατία μας πάσχει από την έλλειψη μηχανισμών που θα καταλογίζουν ευθύνες σε ανεύθυνες αποφάσεις πολιτικών προσώπων και κομμάτων που έχουν μαζικές επιπτώσεις στον κόσμο –σε όλον τον κόσμο.
Η διαχωριστική μας γραμμή με την Ευρώπη είναι ένα ολόκληρο φάσμα αντιλήψεων που, αν και γκρεμίστηκαν με πάταγο, εξακολουθούν να θέλουν να είναι ζωντανές. Είναι επίσης η αδυναμία κατανόησης ότι η ανάπτυξη είναι μια αιματηρή διαδικασία, για να παραφράσω ελαφρά τον Μαρξ. Αυτό το διαπιστώνουν πολλοί, ανεξάρτητα από τις πολιτικές επιλογές τους. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι μια ριζοσπαστική αλλαγή, σταδιακά έστω, κεντρικών πολιτικών επιλογών και στερεοτύπων που κυριάρχησαν δεκαετίες -και απέτυχαν. Χωρίς αυτήν θα καμωνόμαστε ότι θα ξεφύγουμε από την κρίση, κάνοντας όμως αναρίθμητα λάθη και βαθαίνοντας τελικά την καταστροφική επίδρασή της, ή θα παραμένουμε στα ίδια αδιέξοδα για χρόνια. Ταυτόχρονα στη βάση της κοινωνίας θα σωρεύονται οργή για την αποτυχία, φανατισμός ως άμυνα ενάντια στην αναγνώριση της αποτυχίας και διχαστικές πρακτικές ή πολιτικές.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες υπάρχουν τρεις επιτακτικές «αναγκαιότητες»:
–Η επιλογή των ευρωπαϊκών κοινωνικών, οικονομικών και δημοκρατικών αξιών καθορίζει πολλές άλλες επιλογές. Εχουμε εγκλωβιστεί στην αντίφαση να θέλουμε ένα δυτικό αξιακό σύστημα και έναν αντίστοιχο τρόπο ζωής αλλά να μη θέλουμε να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να το πετύχουμε. Η Ευρώπη εγκλωβίστηκε στην αντίθεση να ξεκινήσει το ενιαίο νόμισμα χωρίς να πληρούνται κρίσιμες θεσμικές και οικονομικές προϋποθέσεις. Από το 2010 όμως ως σήμερα έχει προχωρήσει σε θεμελιακές αλλαγές. Η Ελλάδα επίσης εγκλωβίστηκε στην αντίφαση να γίνει μέλος της αναπτυγμένης Ευρώπης, να καταφέρει να πτωχεύσει, αλλά και να μην είναι διατεθειμένη να αλλάξει ό,τι προκάλεσε την πτώχευσή της. Με τέτοια θεμελιακή αντίφαση η μιζέρια είναι η αναπόφευκτη ανταμοιβή μας. Φυσικά, αν δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε, δεν υποχρεωνόμαστε να «το πάμε ευρωπαϊκά». Τότε όμως θα βρισκόμαστε –ήδη βρισκόμαστε –σε μια διαρκή, και πολύ μεγαλύτερη, εσωτερική κοινωνική και πολιτική ένταση ή σύγκρουση. Οχι για οικονομικούς λόγους. Για κεντρικά αξιακούς.
– Στο κράτος πρέπει να γίνουν εξαιρετικά προωθημένες μεταρρυθμίσεις. Μηδενικές ή οριακές αλλαγές ή φλύαρη κινητικότητα παράγουν περιορισμένα αποτελέσματα. Το συγκεκριμένο κράτος που έχουμε είναι ο θεμελιακός μοχλός της κρίσης μας. Χωρίς ένα διαφορετικό κράτος θα τελματώνουμε εδώ γύρω. Σήμερα περισσότερο από ποτέ γίνεται φανερό πόσο λίγα λένε σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας τα δημοσιονομικά επιτεύγματα, όταν παράλληλα κυριαρχεί πολιτική αδιαφορία για το κοινωνικό κόστος που τα συνοδεύει και για μια διεύρυνση της πολιτικής προς θέματα που αγγίζουν προβλήματα ευρύτερων αδύναμων στρωμάτων.
–Το ίδιο το πολιτικό σύστημα έχει φτάσει στα όριά του. Αυτο-αποσταθεροποιείται συνολικά και αποσταθεροποιεί και τη χώρα. Και έχει επιτρέψει στους πολέμιους κάθε μορφής Δημοκρατίας να έχουν ρόλο. Η ανατροπή της πολιτικής αρχιτεκτονικής και η ενδυνάμωση πρωτόγνωρων πολιτικών σχημάτων βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην πραγματικότητα που βιώνει ένα όχι ασήμαντο τμήμα της κοινωνίας. Είτε λόγω επιλογής είτε λόγω άγνοιας ή αδυναμίας κατανόησης, η ουσία είναι ότι η Δημοκρατία, το πολιτικό σύστημα και οι θεσμοί μας, όπως λειτουργούν, οδηγούν σε επικίνδυνες πολιτικές αναταράξεις.
Ευρωπαϊκή αντίληψη, μεταρρύθμιση του κράτους και του πολιτικού συστήματος είναι μια αλυσίδα. Κανένα δεν προχωράει αν δεν προχωρήσουν μαζί και τα άλλα δύο. Αν προχωρήσουν παράλληλα, η χώρα βαθμιαία θα ισχυροποιηθεί, θα δημιουργηθούν προοπτικές, εμπιστοσύνη και μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Η πραγματικότητα τιμώρησε ανελέητα τα λάθη μας. Πόσο ακόμη;
Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.