Αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα. Μια κατάσταση οικεία στην ελληνική πραγματικότητα, με περισσότερους από 1 εκατομμύριο Αλβανούς να έχουν μεταναστεύσει στη χώρα μας τις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Τι γίνεται όμως όταν τα πράγματα αντιστρέφονται; Ελληνες μετανάστες στην Αλβανία, μια φράση που θα ακουγόταν σχεδόν σαν ανέκδοτο για την ελληνική πραγματικότητα στα χρόνια προ κρίσης, είναι ήδη στα Τίρανα. Πόσο ελκυστική μπορεί να είναι μια αγορά όπου ο βασικός μισθός στον ιδιωτικό τομέα φτάνει τα 155 ευρώ, ο μέσος μηνιαίος μισθός στον δημόσιο τομέα κυμαίνεται περίπου στα 355 ευρώ, ενώ το επίδομα ανεργίας στα 49 ευρώ;
Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται από διεθνείς οικονομικούς φορείς είναι η μακροοικονομική σταθερότητα της Αλβανίας, παρά την παγκόσμια επιβράδυνση. Η σταθερή αύξηση των εισροών άμεσων ξένων επενδύσεων, σε συνδυασμό με τα κεφάλαια των επαναπατρισμένων Αλβανών, συμβάλλει καθοριστικά στη σταθερή τροχιά της οικονομίας τους. Οσο για τις ξένες επενδύσεις, η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη χώρα στον κατάλογο των ξένων επενδυτών στην Αλβανία και οι έλληνες επιχειρηματίες, παρά τις δυσκολίες και την αστάθεια στο αλβανικό επιχειρηματικό περιβάλλον, καθώς και τη δυσμενή οικονομική συγκυρία για την ελληνική οικονομία, παραμένουν στην αλβανική αγορά με δυναμική και αυξανόμενη επενδυτική παρουσία. Επιβεβαίωση του θετικού κλίματος της οικονομίας τους αποτελεί και η πρόσφατη αναβάθμιση της αλβανικής οικονομίας από «σταθερή» σε «θετική» από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s (S&P). Αναλύοντας αριθμούς ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της Αλβανίας έφτασε το 0,7% το 2013. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τριπλασιάστηκε το 2014 στο 2,1% ενώ αναμένεται να αναρριχηθεί στο 3,3% το 2015. Αριθμοί πρωτοφανείς για τη βαλκανική χώρα. Οσο για το περιβόητο δημόσιο χρέος, αντιστοιχεί στο 65% του αλβανικού ΑΕΠ. Στην ελληνική πραγματικότητα στο σχεδόν τριπλάσιο 175%.
Και έτσι, μαζί με τους χιλιάδες Αλβανούς που επαναπατρίζονται τα τελευταία χρόνια, το συντριπτικό 70,8% των οποίων γύρισε από την Ελλάδα μεταξύ 2009 και 2013, σύμφωνα με την Αλβανική Στατιστική Υπηρεσία, τον δρόμο για τη γειτονική χώρα επιλέγουν πλέον και έλληνες πολίτες. Μια αθέατη πτυχή της κρίσης που επιλέγει έναν «εναλλακτικό» προορισμό επαγγελματικής διαφυγής. Πρόκειται συχνά για εξειδικευμένους επαγγελματίες που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα σε μία από τις χειρότερες περιόδους της οικονομίας της προκειμένου να αναζητήσουν εργασιακή αποκατάσταση στην Αλβανία. Ενα κράτος το οποίο οι έλληνες μετανάστες του χαρακτηρίζουν «γη της ευκαιρίας», την ίδια στιγμή που μερίδα Ελλήνων διατηρεί συχνά αρνητική προδιάθεση απέναντί του. Σήμερα οι περισσότερες υψηλόβαθμες θέσεις στη γειτονική χώρα στελεχώνονται από Ελληνες αλλά και Ιταλούς, που αναλαμβάνουν παράλληλα με την εργασία τους και τον ρόλο του διαμεσολαβητή της δυτικής τεχνογνωσίας σε ένα εργατικό δυναμικό ανειδίκευτο και με μια επαγγελματική κουλτούρα συχνά πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα. Οι 388 άδειες απασχόλησης που απέκτησαν Ελληνες στην Αλβανία το 2012 διπλασιάστηκαν το 2013, σύμφωνα με την Αλβανική Υπηρεσία Απασχόλησης, διαμορφώνοντας στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας αλλά κυρίως στα Τίρανα μια πρωτόγνωρη μη γηγενή μεσαία τάξη.
Στην εργασιακή πραγματικότητα η συνεννόηση γίνεται συνήθως στα αγγλικά, δεν είναι όμως καθόλου σπάνιο να γίνει και στα ελληνικά, αφού πολλοί Αλβανοί γνωρίζουν και τα χρησιμοποιούν στις συνδιαλέξεις τους. Οι μισθοί των Ελλήνων στα Τίρανα κυμαίνονται στα ελληνικά επίπεδα προ κρίσης. Τα 2.000 ευρώ θεωρούνται μια αρχική βάση αμοιβής και συμπεριλαμβάνουν συχνά στέγαση, αυτοκίνητο και αεροπορικά εισιτήρια.
Ευρυδίκη Μπεθάνη: «Είναι σαν να συνεχίζω τη ζωή μου σε μια υγιή οικονομία»
Event manager MAD Albania
Event manager MAD Albania
Με σπουδές Επικοινωνίας & ΜΜΕ, η Ευρυδίκη (30 ετών)
απέκτησε σημαντική εμπειρία κατά τη δεκαετή δραστηριοποίησή της στα ελληνικά media σε διάφορα ψυχαγωγικά projects, κυρίως στην τηλεόραση, μέχρι τον περυσινό Μάιο. «Δεδομένης της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, ένιωθα ότι υπήρχε ένα τείχος που απέκλειε κάθε δυνατότητα εξέλιξης. Οι επιχειρήσεις λόγω προβλημάτων ρευστότητας αδυνατούσαν να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και όταν δεν πληρώνεσαι με συνέπεια, η ζωή σου δεν μπορεί να είναι σε τάξη». Εως τη στιγμή που ήρθε η πρόταση από το MAD Αλβανίας. «Ηταν μια περίοδος που έψαχνα δουλειά που να προσφέρει έναν σταθερό μισθό με συνέπεια πληρωμών. Η γενική διευθύντρια του MAD Αλβανίας, που είναι Ελληνίδα, μου πρότεινε να αναλάβω το τμήμα των εκδηλώσεων. Πήρα την απόφαση μέσα σε μία εβδομάδα. Παράτησα τα πάντα και εγκαταστάθηκα πριν από οκτώ μήνες. Ηξερα ότι θα υπάρχουν δυσκολίες. Ηταν η πρώτη φορά που άφηνα το σπίτι μου». Δέλεαρ εκτός από τον ικανοποιητικό μισθό, «οι απολαβές μου είναι ο μισθός ενός Ελληνα στην αντίστοιχη θέση στην Ελλάδα προ κρίσης. Είναι σαν να συνεχίζω τη ζωή μου σε μια υγιή οικονομία», αποτέλεσε και η φιλοδοξία μετάδοσης μιας τεχνογνωσίας παντελώς άγνωστης για τα αλβανικά πρότυπα: «Αναζητούν ανθρώπους που έχουν τη δυτική τεχνογνωσία προκειμένου να αναπτύξουν τη δική τους οικονομία».
Οσο κι αν λειτουργεί όμως «οργασμικά» η μετάδοση της γνώσης, η πραγματικότητα δεν αποδεικνύεται πάντα εύκολη: «Πρέπει να εξηγήσεις, να συντονίσεις και να υλοποιήσεις την ιδέα μόνος σου. Οι άλλοι περιμένουν από εσένα να μάθουν πώς γίνεται το καθετί. Συνειδητοποιώ συχνά πως αυτό που για εμένα είναι αυτονόητο, για εκείνους είναι άγνωστο. Αναγκαστικά μπαίνεις σε μια διαδικασία που πέρα από την υλοποίηση της δουλειάς, που είναι απαιτητική, απαιτεί την εκπαίδευση ανθρώπων που δεν γνωρίζουν το αντικείμενο. Αυτό, σε καθημερινή βάση, όταν ο όγκος της εργασίας είναι μεγάλος, δημιουργεί μεγάλη δυσκολία». Μια οικεία «τελευταία στιγμή», όμως, λειτουργεί πάντα ως από μηχανής θεός.
«Τα πράγματα στην Αλβανία λειτουργούν όπως στην Ελλάδα 30 χρόνια πριν. Γίνονται όλα την τελευταία στιγμή, με έναν μαγικό τρόπο, χωρίς να υπάρχει καμία οργάνωση. Κανένας προγραμματισμός. Κάπως σαν το παλιότερο ελληνικό μοντέλο μεθοδολογίας». Ο τομέας των media, και ειδικότερα της μουσικής βιομηχανίας στον οποίο δραστηριοποιείται η Ευρυδίκη, βρίσκεται στα σπάργανα. «Εδώ δεν υπάρχουν δισκογραφικές εταιρείες. Οι καλλιτέχνες πληρώνουν οι ίδιοι για το CD, τη φωτογράφιση, το βιντεοκλίπ και την προώθησή τους. Δεν υφίσταται ουσιαστικά μουσική βιομηχανία».
Τι χαρακτηρίζει, όμως, την αλβανική μουσική σκηνή; «Η εμπορικότητα της ποπ μουσικής στην Ελλάδα αντιστοιχεί στην r’n’b και στη χιπ-χόπ στην Αλβανία. Πολλά τραγούδια έχουν εθνικιστικό χαρακτήρα. Περίπου ένα στα τρία συμπεριλαμβάνει τον στίχο Αλβανία ή Αλβανός. Ακόμη και ποπ τραγούδια έχουν ως θέμα τη χώρα τους». Οσο για την καθημερινότητα εκτός γραφείου, μπορεί να έχει απαλλαγεί από το καθημερινό άγχος της κρίσης το οποίο «καταδυναστεύει» ψυχολογικά κάθε Ελληνα, ωστόσο «αυτό που μου λείπει είναι ο ήλιος της Ελλάδας. Πώς να το εξηγήσω; Δεν είναι το ίδιο φωτεινός εδώ».
Βασίλης Ιωαννίδης: «Στα Τίρανα παίρνω την υψηλότερη αμοιβή που έχω λάβει στην καριέρα μου»
ΙΤ director σε εταιρεία ιδιοκατασκευής και διακόσμησης
ΙΤ director σε εταιρεία ιδιοκατασκευής και διακόσμησης
Ο Βασίλης (38 ετών) κλείνει εφέτος στην Αλβανία
πέντε χρόνια. Στην αρχή της κρίσης αποφάσισε να μετακομίσει στη γειτονική χώρα. Σπούδασε προγραμματιστής και εργάστηκε στην Ελλάδα 13 χρόνια «ανδρώνοντας» το βιογραφικό του σε μεγάλες εταιρείες. «Ξεκίνησα ως web developer, συμβάλλοντας σημαντικά στη δημιουργία του πρώτου e-shop του ΟΤΕ, στη συνέχεια εργάστηκα ως προγραμματιστής και σύμβουλος επιχειρήσεων ως τη στιγμή που ανέλαβα θέση ΙΤ manager». Η οικονομική κρίση όμως επηρέασε σύντομα και το δικό του εργασιακό περιβάλλον. «Ο κλάδος μου παρουσίαζε «κοιλιά» τόσο σε επίπεδο αμοιβών όσο και στον δημιουργικό τομέα. Ψαχνόμουν να κάνω κάτι διαφορετικό». Η πρόταση για τη θέση του ΙΤ director σε μεγάλη αλβανική εταιρεία (Megatek) της φιλοσοφίας «Φτιάξ’ το μόνος σου / Do-it-yourself», (αντίστοιχη της Praktiker), μιας εκ των μεγαλύτερων του κλάδου στα Βαλκάνια, έγινε μέσω ενός φίλου του κάπως διστακτικά: «Μου είπαν ότι υπάρχει ένα project, αλλά δεν ξέρουμε αν θα σου κάνει. Τους ρώτησα «Γιατί; Είναι δύσκολο;» και μου απάντησαν πως δεν είναι θέμα δυσκολίας αλλά χώρας». Οι πραγματικές δυσκολίες στη δουλειά επικεντρώνονται, σύμφωνα με τον Βασίλη, στην έλλειψη εμπειρίας και κατάρτισης που χαρακτηρίζει το επαγγελματικό δυναμικό της Αλβανίας. «Στόχος ενός ΙΤ director είναι να υποστηρίζει τη στρατηγική και τις ανάγκες της εταιρείας μέσω της πληροφορικής, πέραν όμως της σωστής λειτουργίας προγραμμάτων και δικτύων, είναι και η σωστή οργάνωση της ομάδας πληροφορικής και τεχνολογίας του τμήματός του». Η έλλειψη επικοινωνίας όμως λειτουργούσε ανασταλτικά στην αποτελεσματική οργάνωση της ομάδας. «Στην Ελλάδα ή σε οποιαδήποτε «ανεπτυγμένη» χώρα, όταν αναθέτεις μια δουλειά σε έναν εργαζόμενο, αναμένεις την υλοποίησή της ή, αν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, μια ενημέρωση για την πορεία της. Είναι θέμα εργασιακής κουλτούρας. Αυτό δεν υπήρχε στην αλβανική πραγματικότητα. Η δουλειά μπορεί να μη γινόταν για οποιονδήποτε λόγο. Επρεπε, λοιπόν, να μπω στη διαδικασία να ελέγχω την παραμικρή λεπτομέρεια. Πλέον, μπορώ να πω ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος».
Υπάρχουν και άλλες δυσκολίες, όμως: «Μου λείπει η ευχέρεια να βρίσκω αυτό που ψάχνω. Το 30% των πραγμάτων που χρειαζόμαστε, όπως εξοπλισμός για barcode scanner ή εκτυπωτές και αναλώσιμα αυτών, δεν υπάρχει στην Αλβανία και πρέπει να γίνει ειδική παραγγελία από το εξωτερικό. Αλλά και στην καθημερινότητα εκτός δουλειάς, κάποια δεδομένα πράγματα, όπως πόσιμο νερό στο σπίτι ή ακόμη και κάποια αγαθά στο σουπερμάρκετ, είναι δύσκολο να τα βρεις». Οσο για τις καλές οικονομικές απολαβές, δεν είναι αποκλειστικά αυτές που τον κρατούν τα τελευταία χρόνια στα Τίρανα: «Ως συνολικό πακέτο αμοιβής που περιλαμβάνει το ενοίκιο του σπιτιού, τα εισιτήρια για την Ελλάδα και το αυτοκίνητο, πρόκειται για την υψηλότερη αμοιβή που έχω λάβει στην καριέρα μου», αλλά και οι παράλληλες επαγγελματικές δυνατότητες που του έχουν προταθεί, ως καθηγητής σε τμήματα εκπαίδευσης Microsoft τεχνολογιών, είτε ως σύμβουλος σε εταιρείες. Χαμογελώντας βρίσκει απάντηση στην ερώτηση αν θαυμάζει για κάτι τους Αλβανούς: «Για την ειλικρινή τους προσπάθεια να αλλάξουν. Την πίστη τους σε αυτή την αλλαγή, τη στιγμή που οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι τεράστιες και η βοήθεια από την πολιτεία ανύπαρκτη».
Κωνσταντίνος Δρίτσας: «Φοβάμαι περισσότερο όταν κυκλοφορώ το βράδυ στην Αθήνα από ό,τι εδώ»
Εμπορικός διευθυντής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας
Εμπορικός διευθυντής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας
Για τον Κωνσταντίνο, (39 ετών)
εκτός από τις οικονομικές απολαβές, αποφασιστικός παράγοντας για να αφήσει την Ελλάδα ήταν ότι «η Αλβανία είναι σαν να ζεις σε μια επαρχιακή πόλη της ελληνικής περιφέρειας από την οποία μπορείς να πεταχτείς ανά πάσα στιγμή στην Αθήνα». Σπούδασε μάρκετινγκ και μάνατζμεντ συμπληρώνοντας 17 χρόνια στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα σε μεγάλες εταιρείας τηλεπικοινωνιών. «Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια είχα ανοίξει μια δική μου επιχείρηση, την οποία όμως ισοπέδωσε η κρίση». Κάπως έτσι, πριν από έναν χρόνο εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Τίρανα. Τα επαγγελματικά δεδομένα στον τομέα του συγκλίνουν και αποκλίνουν ταυτόχρονα με την ελληνική πραγματικότητα. «Οπως και στην Ελλάδα, υπάρχουν τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Μία ελληνικών, μία τουρκικών και μία διεθνών συμφερόντων. Η αγορά, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Στην Ελλάδα, το 90% των κατόχων χρησιμοποιούν συμβόλαια ενώ εδώ πρόκειται για μια αγορά καρτοκινητού, που παρέχει στις εταιρείες ευρωστία». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού που καταφθάνει. «Στις περισσότερες ξένες μη αλβανικές εταιρείες, τα υψηλόβαθμα στελέχη είναι κυρίως Ελληνες ή Ιταλοί αλλά και αρκετοί Τούρκοι». Πώς αντιμετωπίζεται, όμως, ένας Ελληνας από το αλβανικό περιβάλλον με το οποίο συναναστρέφεται; «Στην αρχή πιθανώς να αισθάνεσαι πως είναι λίγο προβληματισμένοι και διστακτικοί απέναντί σου. Περισσότερο με τους Ελληνες, λιγότερο με τους Ιταλούς. Εχουν αντιμετωπίσει άλλωστε πολύ ρατσισμό από εμάς, οπότε το βρίσκω απόλυτα λογικό. Ρατσισμό τόσο από Ελληνες στην Ελλάδα όσο και από έλληνες στελέχη που ήρθαν εδώ, αντιμετωπίζοντάς τους ως υποδεέστερους». Οσον αφορά τα οικονομικά, δηλώνει ευχαριστημένος από τον μισθό του: «Εδώ πληρώνομαι με τη μισθοδοσία που είχα πριν από έξι χρόνια στην Ελλάδα», ενώ συσχετίζοντας το κόστος ζωής αναφέρει πως «ένα γεύμα σε ένα πολύ καλό εστιατόριο στα Τίρανα κοστίζει 20 ευρώ, αντίστοιχα στην Αθήνα κυμαίνεται στα 50 με 70 ευρώ. Είναι μια ευκαιρία να αποταμιεύσεις χρήματα».
Οσο κι αν υποστηρίζει πως ο τρόπος λειτουργίας του όλου μηχανισμού στην Αλβανία θυμίζει τη χώρα μας στη δεκαετία του ’80, με ενθουσιασμό στο βλέμμα ξεκαθαρίζει: «Για εμένα είναι η γη της ευκαιρίας. Σκέφτομαι σοβαρά να ξεκινήσω μια δική μου επιχείρηση εδώ. Το κόστος προσωπικού είναι πολύ χαμηλό και αυτό δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξεις επιχειρηματική δράση σε άλλες χώρες με έδρα την Αλβανία». Πώς είναι, όμως, η καθημερινότητα για έναν δραστήριο Αθηναίο σε μια μικρή βαλκανική πρωτεύουσα; «Την πρώτη νύχτα που έφτασα στα Τίρανα τρομοκρατήθηκα. Περίμενα να πάρω το αεροπλάνο για να γυρίσω πίσω. Το πρωί είδα μια άλλη εικόνα. Δεν σου κρύβω ότι φοβάμαι περισσότερο όταν κυκλοφορώ το βράδυ στην Αθήνα από ό,τι εδώ». Στην Αλβανία, αυτό που του λείπει είναι το αίσθημα ελευθερίας, ενώ για τους κατοίκους της αναφέρει: «Θαυμάζω την ξεγνοιασιά των Αλβανών. Η ζωή τους είναι πιο απλουστευμένη από τη δική μας. Δεν έχουν χρέη και άγχη, ενώ τα έξοδά τους περιορίζονται στα βασικά αγαθά. Το μόνο αξιοπερίεργο είναι το ότι βλέπεις πάρα πολλά ακριβά αυτοκίνητα».
Κάτια Πιά: «Η Αλβανία είναι μια ευκαιρία αποταμίευσης»
Associate creative director σε διαφημιστική εταιρεία
Associate creative director σε διαφημιστική εταιρεία
Η Κάτια διανύει τους τελευταίους μήνες εγκυμοσύνης της
στην Αλβανία. «Την απόφαση να φύγω από την Ελλάδα το 2012 δεν την πήρα μόνη μου. Εγινε πρόταση στον τότε σύντροφο και νυν σύζυγό μου να αναλάβει θέση head creative director στη διαφημιστική που εργαζόμαστε σήμερα και αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Είχαμε κουραστεί ψυχολογικά από την κατάσταση στην Ελλάδα και αποφασίσαμε να πάρουμε το ρίσκο. Ηταν από τα πιο απίθανα σενάρια της ζωής μου». Με πτυχίο στο Visual Design, ξεκίνησε από νεαρή ηλικία στον χώρο της διαφήμισης. «Οι μισθοί στον χώρο μου ήταν πολύ ικανοποιητικοί στην Ελλάδα. Η κρίση όμως στη διαφήμιση ξεκίνησε από το 2008 φέρνοντας απολύσεις και πολλές ανακατατάξεις. Κάπως έτσι, τον τελευταίο χρόνο πριν φύγω για την Αλβανία δούλευα πια ως freelancer». Η επαγγελματική πρόταση στη γειτονική χώρα φάνταζε σαν περιπέτεια, σαν πρόκληση. Ως μια ευκαιρία για να αναβαθμίσει με τον σύζυγό της το δημιουργικό τμήμα της εταιρείας, χωρίς όμως να γνωρίζει τι θα συναντούσε. «Φτάνοντας ανακαλύψαμε ότι το επίπεδο της δημιουργικής δουλειάς είναι εξαιρετικά χαμηλό. Σε αρχικό στάδιο. Δεν υπάρχουν σχολές γραφιστικής. Οι περισσότεροι στον χώρο είναι από σχολές καλών τεχνών ή άνθρωποι που ευκαιριακά βρέθηκαν σε μια θέση. Ολα είναι εμπειρικά. Δυσκολευτήκαμε πολύ γιατί έπρεπε να δουλέψουμε και με εκπαιδευτικό ρόλο».
Ο τομέας της διαφήμισης «παρθένος» και συντηρητικός όπως περίπου και το κοινωνικό προφίλ της χώρας: «Η κοινωνία είναι εξαιρετικά συντηρητική. Ο αντίλογος στις πρώτες ιδέες μας ήταν πως ο κόσμος δεν θα τις καταλάβει, δεν θα τις δεχτεί, ότι είναι πολύ προχωρημένες. Σε όλες τις προτάσεις μας, λοιπόν, πηγαίναμε πάντα μια ιδέα πιο συμβατή και κάποιες που πραγματικά μας αντιπροσώπευαν ως δημιουργική ομάδα». Δυσκολίες αντιμετώπισε στη δουλειά της και στον τομέα της γλώσσας, αφού η αλβανική, εν αντιθέσει με την ελληνική, είναι πολύ συγκεκριμένη και λιτή, όπως εξηγεί. Για τους γηγενείς συνεργάτες της αρχικά δεν είχε την καλύτερη γνώμη: «Μου φάνηκαν άτομα χωρίς φιλοδοξίες. Δεν φαντάζονταν την εικόνα τους στο μέλλον. Πώς θα είναι σε αυτό το επάγγελμα πέντε χρόνια μετά. Τους δικαιολογώ όμως. Δεν είχαν πρότυπα και ερεθίσματα. Ηταν κάτι καινούργιο για εκείνους. Τώρα πια, μπορώ να επιβεβαιώσω πως πολλοί από τους συνεργάτες μου προσπάθησαν, εξελίχθηκαν και αγάπησαν το αντικείμενό τους». Παρά τις ικανοποιητικές αμοιβές, ωστόσο, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. «Με φοβίζει η στασιμότητα στη δουλειά μου. Νιώθω πως μόνο προσφέρω, δεν υπάρχουν ερεθίσματα για εξέλιξη και αυτό με προβληματίζει». Οι ομοιότητές μας ως λαός με τους Αλβανούς περιορίζονται, σύμφωνα με την Κάτια, σε δύο στοιχεία: «Eίμαστε φωνακλάδες και δίνουμε μεγάλη έμφαση στην οικογένεια». Οσο για την καθημερινότητα ενός ζευγαριού στην Αλβανία, «η ζωή είναι μονότονη εδώ. Αυτό είναι δύσκολο. Ομως αυτή η μετακίνηση είναι μια ευκαιρία αποταμίευσης. Η ζωή σε γενικές γραμμές είναι πολύ απλή και τα έξοδα μικρότερα σε σχέση με την Ελλάδα».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ