Οταν ο ιεροµόναχος από την Ωραία Πύλη του Καθολικού της χιλιόχρονης Μονής Μεγίστης Λαύρας στο Αγιον Ορος µνηµονεύει τα ονόµατα των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννη Τσιµισκή, ένα ρίγος διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του κατ’ εξοχήν ελληνικού χώρου και τραβά κατά τον Νότο. Περνά από κάστρα και εκκλησιές –όπως τους φηµισµένους, µνηµεία παγκόσµιας κληρονοµιάς, ναούς της Θεσσαλονίκης, τη Νέα Μονή Χίου, τις µονές Οσίου Λουκά και Δαφνίου, που τα ψηφιδωτά τους εκπέµπουν το απόκοσµο φως τους κατευθείαν στην ψυχή, ένα κοµµάτι ουρανού –πριν φωλιάσει στον θρυλικό λόφο του Μυζηθρά, στα πόδια του Ταΰγετου, απέναντι από τον Πάρνωνα. Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ ρώτησε κάποτε τον Αντρέ Μπρετόν γιατί δεν έχει επισκεφθεί ποτέ την ωραία χώρα που λέγεται Ελλάδα. Και εκείνος της είπε: «Είµαστε υπό την κατοχή του ελληνικού πνεύµατος εδώ και 2.500χρόνια και θέλετε να πάω εγώ στην Ελλάδα;». Και η κυρία Αρβελέρ τού απάντησε: «Ουδέποτε Ελληνας θα έκανε καλύτερο ύµνο για την ελληνική συνέχεια. Και η ελληνική συνέχεια είναι το Βυζάντιο, από εδώ µέχρι την άκρη της Δύσης».
Η δόξα του Βυζαντίου, η «Κυκλική δόξα» του Γιάννη Ρίτσου: «Κι ήσουν εσύ, ο Περίβλεπτος, κλεισμένος (σε είδαμε) / μέσα στην κυκλική σου δόξα-αμίλητος, / κλεισμένος, ανεβαίνοντας κλεισμένος, / όπως κι ο ήλιος μες στον κύκλο της φωτιάς του, / καίγοντας τη μεταλλική του σάρκα, / καίγοντας και φωτίζοντας, φωτίζοντας και καίγοντας».Το σκηνικό του «δεύτερου Φάουστ» του Γκαίτε, ο οποίος στην «Ελένη» ύψωσε σε συμβολικό τόπο τον Μυστρά, εκεί που σμίγει η κλασική ομορφιά, η Ελένη, με το ιπποτικό ρομαντικό πνεύμα της Δύσης, τον Φάουστ, για να γεννηθεί ο Ευφορίωνας που μπορεί να θυσιαστεί για χάρη της ελευθερίας, καθώς παρατηρεί ο ακαδημαϊκός Μανόλης Χατζηδάκης.

Ο κυρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, η τελευταία ελπίδα της Αυτοκρατορίας, ακολούθησε την αντίστροφη πορεία για να πετάξει στον θρύλο. Ο Κωνσταντίνος ο µικρός, ο Μικροκωνσταντίνος, τραγουδούν από τον Πόντο και τη Θράκη ως την Ελυµπο της Καρπάθου. Ο κατά τον Αγγελο Σικελιανό τελευταίος Ελληνας στάθηκε πάνω στην πλάκα µε τον δικέφαλο αετό για να στεφθεί τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Εδώ, στα Παλάτια του Μυστρά. Αυτή η αισθαντική καστροπολιτεία δεν σπουδάζεται κάτω από το άπλετο φως. Οι ανηλεείς ακτίνες του ήλιου θα ξεθώριαζαν το µυστήριό της. Η καλή της ώρα είναι η δύση, όταν µακραίνουν οι σκιές και τρέφουν τη γοητεία της.
Ο Τζον Στάινμπεκ έλεγε ότι δεν πάμε εμείς ταξίδι, αλλά το ταξίδι μάς πάει. Κι εδώ, καθώς προσεγγίζεις την επάνω πόρτα της σιωπηλής μεσαιωνικής πολιτείας από τον δρόμο μέσα στα Πικουλιάνικα (6,5 χλμ. από το χωριό Μυστράς) που μετά συνεχίζει για την Τρύπη, οι τρούλοι των εκκλησιών προβάλλουν πάνω από τα τείχη και λες ότι ακουμπούν τα χαμηλωμένα, χρυσά από τις ακτίνες του λυκόφωτος, σύννεφα. Και όταν μπαίνεις στην επικράτεια των ερειπίων, αισθάνεσαι ότι επιδίδεσαι σε μιαν άσκηση εξοικείωσης με τη γλώσσα τους. Τα ανηφορικά καλντερίμια που μπορείς να ακουμπήσεις τις δύο «όχθες» τους αν ανοίξεις τα χέρια σου, τα καμαροσκέπαστα «διαβατικά», οι πέτρες, οι τοίχοι, οι θόλοι μιλούν για τη ζωή τους, που κρατά αιώνες τώρα. Και οι εκκλησιές. Αυτές είναι άσκηση γαλήνης. Η Μητρόπολη, η Μονή Βροντοχίου, το Αφεντικό, η Παντάνασσα, οι Αγιοι Θεόδωροι, η Αγία Σοφία, η Ευαγγελίστρια, η Περίβλεπτος. Το θαύμα της βυζαντινής ζωγραφικής…

Πάει καιρός που η καστροπολιτεία δεν έχει κατοίκους, εκτός από τις µοναχές της Παντάνασσας. Μία από αυτές εµφανίζεται ξαφνικά σαν αερικό, πιάνει βιαστικά το χαλινάρι και χάνεται στο στενό σοκάκι µαζί µε το φορτωµένο µε κοφίνια γαϊδουράκι. Μέσα στην αυλή του µοναστηριού φαίνεται η φροντίδα τους, αλλά δεν υπάρχει ψυχή πουθενά. Η εκκλησιά µε τον θαυµάσιο διάκοσµο είναι ανοιχτή όµως.
Και όλο τείνεις προς το περίβλεπτο Κάστρο στην κορυφή του λόφου. Και όλο ζεις την αποκάλυψη, όλο γεµίζουν τα µάτια σου από τις εικόνες της σιωπηλής πολιτείας, του κάµπου της Σπάρτης και την ίδια τη Σπάρτη µέσα στην άχλη της, του Πάρνωνα απέναντι, του Ταΰγετου πίσω. Τίποτε δεν συγκρίνεται µε τη γοητεία των κάστρων στην κορυφή των ψηλών λόφων. Κτίστηκαν για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Να είναι περίβλεπτα, αλλά απρόσιτα. Να βλέπουν µακριά. Και η καστροπολιτεία του Μυστρά που κορυφώνεται εδώ, έρχεται από το µακρινό παρελθόν και µας ταξιδεύει µακριά στο µέλλον. Γι’ αυτό είναι µνηµείο παγκόσµιας κληρονοµιάς.
Και από εδώ πάνω ξεχωρίζουν οι διαδροµές στην ενδοχώρα του Μυστρά.

Ο Ταΰγετος, προκλητικός όπως πάντα, ορθώνεται πάνω από το κεφάλι σου και η Ταϋγέτη έχει απλώσει τα σπίτια της στην πλαγιά ανάµεσα στα δέντρα, κάπου 5 χλµ. από το ωραίο χωριό Μυστράς, όπου ευωδιάζουν οι πορτοκαλιές. Από τις γάργαρες βρύσες της Ταϋγέτης πάλι το βλέµµα, ατίθασο όπως πάντα, απελευθερώνεται στον κάµπο της Σπάρτης. Αλλά την απόλυτη ελευθερία κερδίζει καθώς διατρέχεις την «κορδέλα» για να ανέβεις στην Αναβρυτή, 8 χλµ. από το χωριό Μυστράς. Περνά από το Παρόρι και τον Αγιο Ιωάννη, αρχίζει να ανεβαίνει µε µύριες φουρκέτες στο βουνό ως το «ζωντανό» χωριό Αναβρυτή και συνεχίζει ως τη Μονή Φανερωµένης. Το βουνό είναι ένα ποίηµα που περιµένει να το ακούσεις, καθώς λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ποιητής από τούτα τα µέρη της Λακωνίας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ