Η βαβυλωνιακή σύγχυση των
λέξεων και άλλα 499 ποιήματα.
Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής.
Εκδόσεις Gutenberg, 2014,
σελ. 675, τιμή 29 ευρώ
Παραβιάζει κανείς ανοιχτές θύρες λέγοντας ότι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους γερμανούς συγγραφείς στη χώρα μας –για να μην πω ο δημοφιλέστερος. Ολα σχεδόν τα θεατρικά του έργα έχουν ανεβαστεί στη σκηνή πάνω από μία φορά, μυθιστορήματα και θεωρητικά του κείμενα μεταφράστηκαν και διαβάστηκαν από μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού, ενώ πολλά ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί και αρκετά έχουν γίνει τραγούδια. Ομως τώρα για πρώτη φορά μάς προσφέρονται τόσα ποιήματά του στα ελληνικά σε έναν μόνο τόμο. Πεντακόσια! Για να αποδειχθεί ότι το ποιητικό έργο του Μπρεχτ δεν ήταν συμπλήρωμα των θεατρικών του, ότι ακόμη και χωρίς το θέατρό του θα ανήκε στους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα.
Ο Μπρεχτ ήταν από μόνος του μια ολόκληρη εποχή, όπως άλλωστε και ένας άλλος σπουδαίος γερμανός: ο Τόμας Μαν –μολονότι, σύμφωνα και με τα όσα έλεγε, ο τελευταίος υπήρξε παιδί του 19ου αιώνα. Και ως στάση και ως ιδιοσυγκρασία. Ενώ ο Μπρεχτ αναδείχθηκε στη δεκαετία του 1920, την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μαζί με τα υπόλοιπα «τρομερά παιδιά» της εποχής, τον Κουρτ Βάιλ, τον Χανς Αϊσλερ και τον Πάουλ Ντεσάου στη μουσική ή τον Γκέοργκ Γκρος στη ζωγραφική.
Η δύναμη του αυτονόητου
Ο τόμος περιλαμβάνει ποιήματα από όλη τη δημιουργική περίοδο του Μπρεχτ. Δεν λείπει φυσικά κανένα από τα πασίγνωστα: από την «Τζένη των πειρατών» και τους «Συλλογισμούς για το πώς να ‘ναι η κόλαση» ως τα σύντομα αριστουργηματικά που περιλαμβάνονται στα Μπουκοβιανά ελεγεία. Εκείνοι που γνωρίζουν ήδη τα όσα έχουν μεταφραστεί –και μάλιστα πολλές φορές –θα γνωρίσουν και πολλά άλλα λιγότερο γνωστά αλλά εξίσου σημαντικά. Και όσοι θα έλθουν για πρώτη φορά σε επαφή με το μεγάλο αυτό έργο θα αποκτήσουν την πλήρη εικόνα ενός από τους αντιπροσωπευτικότερους ποιητές του 20ού αιώνα.
Ο Μπρεχτ ήταν –και ήθελε να είναι –διδακτικός ποιητής. Με την έννοια αυτή έγραφε ποίηση που στόχευε στο να την κατανοούν οι πάντες και κατά συνέπεια να έχει την αξία του ντοκουμέντου. Γι’ αυτό και όπως έλεγε ο ίδιος έγραφε τα ποιήματά του σε «βασικά» γερμανικά. Ομως η απλότητα, όταν πίσω της υπάρχει το μεγάλο ταλέντο, αναδεικνύει την τρομερή δύναμη που έχουν οι απλές αλήθειες ή αλλιώς: το αυτονόητο. Με μία διαφορά ωστόσο: η απλότητα στον Μπρεχτ είναι ποτισμένη με το καυστικό υγρό της αγανάκτησης για έναν κόσμο χωρισμένο στα δύο: των προνομιούχων και των θυμάτων, όσων έχουν την εξουσία και των μαύρων προβάτων.
Αλλά τα ποιήματά του δεν είναι γραμμένα στη λογική του άσπρου-μαύρου. Κανένας δεν αξιοποίησε στην ποίηση τη διαλεκτική όπως αυτός και κανένας δεν μίλησε με τη δική του αμεσότητα για τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Ο Στάινερ τον χαρακτήριζε Λούθηρο της Αριστεράς και όχι μόνο, γιατί, όπως γνωρίζουμε, η Βίβλος του Λούθηρου ανήκε στα αγαπημένα αναγνώσματα του Μπρεχτ. Οταν απευθύνεσαι είτε στις μάζες (όπως ο ίδιος) είτε στο εκκλησίασμα (όπως ο Λούθηρος), ο λόγος σου πρέπει να αποτυπώνεται στον νου και στην καρδιά και να αλλάζει τη συνείδηση των αποδεκτών του. Η εξέδρα, η σκηνή στο θέατρο ή στο καμπαρέ είναι, τρόπον τινά, υποκατάστατα του άμβωνα, όπου ο Θεός έχει πλέον ένα άλλο όνομα: επανάσταση. Τα πράγματα βεβαίως στην ποίηση δεν είναι τόσο απλά. Ο Μπρεχτ κάνει κήρυγμα, όμως πουθενά ο λόγος του δεν λειτουργεί ως απλή προπαγάνδα. Απόδειξη ότι ενώ σε πολλούς συγγραφείς της Αριστεράς η στράτευση ζημίωσε το ταλέντο τους στον Μπρεχτ ο μαρξισμός απεδείχθη μεγάλη δημιουργική δύναμη.
Ποιητής πόλης
Ο Μπρεχτ, όπως κι ο Καβάφης, είναι ποιητής της πόλης. Αλλά ενώ το κύριο μέρος της θεματικής περιοχής του Αλεξανδρινού το καταλαμβάνει η Ιστορία, ο Μπρεχτ κινείται στο παρόν, είναι δηλαδή ποιητής εποχής. Αυτό άλλωστε σημαίνει σε τελική ανάλυση η παρατήρηση ότι τη θεματική του περιοχή την καλύπτει στο μεγαλύτερο μέρος της η επικαιρότητα, στην οποία δεν δίστασε να βυθιστεί από την αρχή σχεδόν της ποιητικής του πορείας.
Ο Μπρεχτ όμως είναι και πολλά άλλα. Σπάνιος παρατηρητής και εξαίρετος αφηγητής (δεν υπάρχει ούτε ένα ποίημά του σχεδόν, ακόμη και το πιο μικρό, που να μη λέει μια ιστορία), παραμένει θεατρικός στην ποίησή του όπως και άκρως ποιητικός στο θέατρό του. Λες και η μεγάλη, προφορική κυρίως, ποίηση του δρόμου συμπυκνώθηκε στο έργο του και μας έδωσε ποιήματα ανεπανάληπτα.
Οταν λέμε ποίηση του δρόμου, εννοούμε του δημόσιου χώρου, των όσων συμβαίνουν τη μέρα και τη νύχτα στις πλατείες, στους δρόμους, στα καμπαρέ, στα εργοστάσια. Ο Μπρεχτ όμως μπορεί να είναι κι ενδοσκοπικός, να καταλήγει σε μια εικόνα που εκφράζει τον ψυχικό του κόσμο, πάντοτε ωστόσο ως αντανάκλαση της ζωής που εισπράττει από το περιβάλλον. Και άλλοτε να γράφει με έναν τρόπο που θυμίζει τους μεγάλους κινέζους ποιητές της δυναστείας των Τανγκ, όπως σε αυτό το εξαίσιο με τίτλο «Ελατα» από τα Μπουκοβιανά ελεγεία:
«Με το χάραμα / τα έλατα είναι μπρούντζινα. / Ετσι τα πρωτοείδα / πριν από μισόν αιώνα / πριν από δύο παγκοσμίους πολέμους / με τα νεανικά μου μάτια εγώ».
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο Μπρεχτ κατηγορήθηκε για πλείστα όσα. Για τις γυναικοδουλειές του, για την τυφλή υποστήριξή του στο σοβιετικό καθεστώς και για τις καταθέσεις του στις ελβετικές τράπεζες. Τίποτε από αυτά δεν στάθηκε ικανό να αμαυρώσει τη φήμη του, απλούστατα επειδή στηριζόταν σε ένα μεγάλο έργο: και σε όγκο και σε ποιότητα. Η επίδρασή του τόσο στη Γερμανία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο υπήρξε τεράστια. Η καλύτερη ποιητική συλλογή του Χανς Μάγκνους Εντσεσμπέργκερ με τίτλο Μαυσωλείο είναι λ.χ. ένα από την αρχή ως το τέλος «μπρεχτικό» βιβλίο.
Το ύφος και οι επιδράσεις
Το μπρεχτικό ύφος σε πλείστες παραλλαγές δεν είναι δύσκολο να το διακρίνει κανείς ακόμη και στη δική μας μεταπολεμική ποίηση. Ο ίσκιος του Μπρεχτ υπάρχει λ.χ. πίσω από την τελευταία συλλογή Ο στόχος του Μανόλη Αναγνωστάκη (από τις καλύτερές του). Τη γόνιμη επίδρασή του τη διαπιστώνουμε επίσης και στο έργο του Τίτου Πατρίκιου –για να μείνω μόνο σε δύο από τους εξέχοντες μεταπολεμικούς μας ποιητές.
Οι συγγραφείς πρώτης γραμμής είναι δεκτικοί στις επιδράσεις. Ο Μπρεχτ εμπνέει γιατί κι ο ίδιος εμπνεύστηκε. Και τις εμπνεύσεις του τις μεταμόρφωσε και τους έδωσε άλλη διάσταση. Σχεδόν όλες του οι μπαλάντες παραπέμπουν στον Φρανσουά Βιγιόν, στον οποίο ανακάλυψε μια αδελφή ψυχή που έζησε έξι αιώνες πριν από τον ίδιο. Ποιος δεν θα διαβάσει την «Μπαλάντα του νταβατζή» και δεν θα θυμηθεί αμέσως τη «Μπαλάντα της χοντρής Μαργκό» του Βιγιόν –αν φυσικά έχει διαβάσει τα ποιήματα του τελευταίου;
Ορθώς λοιπόν ο μεταφραστής Γιώργος Κεντρωτής, στον οποίο αξίζει κάθε έπαινος (τέτοιες δουλειές σπανίζουν στις μέρες μας), συμπεριέλαβε ποιήματα και τραγούδια του Μπρεχτ από τα θεατρικά του έργα και τα πεζά του κείμενα. Από μια τέτοια έκδοση δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα αριστουργηματικά «Η ηθικοπλαστική μπαλάντα του Μάκη του μαχαιροβγάλτη», «Η Τζένη των πειρατών», «Το τραγούδι του Σολομώντα» ή «Το τραγούδι της γυναίκας του ναζί φαντάρου».
Πολλά ποιήματα του Μπρεχτ είναι γραμμένα σε μέτρο και ομοιοκαταληξία. Ετσι τα μετέφερε στα ελληνικά και ο Κεντρωτής επιλέγοντας τη δύσκολη λύση. Ομως πέραν του ότι αυτό δεοντολογικά είναι εκ των ων ουκ άνευ, υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος: ο Μπρεχτ ήταν μεγάλος τεχνίτης και άψογος χειριστής της φόρμας. Ο μεταφραστής πάτησε πάνω στα δικά του πρότυπα για να βρει αντιστοιχίες στα ελληνικά, με ευρηματικότητα και κατά κανόνα με επιτυχία. Γιατί και στη μετάφραση, της ποίησης ιδίως, «η μορφή είναι περιεχόμενο, το περιεχόμενο μορφή» –όπως ισχύει και για το πρωτότυπο.
Με το βιβλίο αυτό οι εκδόσεις Gutenberg των Γιώργου και Κώστα Δαρδανού, συνεχίζοντας μιαν άτυπη παράδοση, προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό ένα ακόμη λογοτεχνικό έργο υψηλής εκδοτικής στάθμης. Επειδή η απάντηση στην οικονομική κρίση (που δεν άφησε αλώβητη την εκδοτική αγορά) είναι απλούστατη: επένδυση στην ποιότητα.