Ακολούθησαν κι άλλες προτάσεις στην Αμερική. «Ναι, είχα αρκετές προτάσεις, αλλά εδώ που τα λέμε δεν ήταν κάτι που θα μπορούσα να κάνω. Δεν θα μπορούσα να ζήσω έξω από την Ελλάδα. Ημουν αρκετά μεγάλος πια… Το έβλεπα δύσκολο να αλλάξω εθνικότητα. Γιατί στην ουσία έπρεπε να γίνω Αμερικανός και στη νοοτροπία, και στη δουλειά, και σε όλα».
Στην ίδια σειρά παρουσιάζονται συζητήσεις του γνωστού δημοσιογράφου με τη Ρένα Βλαχοπούλου, την Μπεάτα Ασημακοπούλου, τον Γιάννη Δαλιανίδη και την ενδυματολόγο Ντένη (Θεώνη) Βαχλιώτη
Γιάννης Δαλιανίδης: Ο θεός των ελληνικών μιούζικαλ
Με πρώτη τη «Μουσίτσα» το 1959 και τελευταία τα «Ισόβια» το 1988, ο Γιάννης Δαλιανίδης είναι ο νούμερο 2 σε παραγωγικότητα έλληνας σκηνοθέτης, με 74 ταινίες στο ενεργητικό του – οι περισσότερες σε δικό του σενάριο. Ενα μικρό κείμενο για τον Δαλιανίδη σίγουρα τον αδικεί γιατί η ζωή του ήταν σαν μια ταινία από μόνη της, με στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Κατοχή, σπουδές χορού στη Βιέννη. Ηταν άθεος, βαθιά αριστερός, παρότι βρισκόταν «στην πρωτοκαθεδρία της λεγόμενης δεξιάς κουλτούρας, σύμφωνα με το πνεύμα των αριστερών κριτικών της εποχής του».
Σήμα κατατεθέν του Δαλιανίδη στον κινηματογράφο ήταν τα μιούζικαλ, γι’ αυτό και στη συνέντευξη του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη το είδος έχει τη δική του μεγάλη ενότητα (θυμίζω ότι με το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», το 1963, ο Δαλιανίδης καθιέρωσε τη μόδα των μιούζικαλ στο ελληνικό σινεμά). «Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν η σχέση μου με τη μουσική και τον χορό» λέει ο ίδιος για τα δύο στοιχεία που ήξερε πολύ καλά. Οι μουσικοχορευτικές αναφορές του άλλωστε δηλώνουν έναν άνθρωπο με τρομερή γνώση αντικειμένου, ο οποίος ωστόσο ήταν και πολύ πραγματιστής.
«Ολα έχουν σχέση με τα εισιτήρια» λέει. «Αν μια ταινία δουλέψει, τα βλέπουν όλα σαν (θετικά) στοιχεία της. Είναι πολύ απλό το πράγμα. Αν η (ίδια) ταινία δεν είχε δουλέψει, εκ των υστέρων, θα τα είχαν βρει ως τα αρνητικά στοιχεία. Είναι πολύ εύκολο να κάνεις κριτική και στην επιτυχία και στην αποτυχία».
Ντένη Βαχλιώτη: «Το σπίτι της Μερκούρη μού άνοιξε 100 δρόμους»
Οπως στη συνέντευξη της Μπεάτας Ασημακοπούλου τη μερίδα του λέοντος έχει ο Ορέστης Λάσκος, έτσι και στη συνέντευξη με την ενδυματολόγο Ντένη (Θεώνη) Βαχλιώτη – που πέθανε το 2014 – ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης εστιάζει στη σχέση της με τη Μελίνα Μερκούρη και τη συνεργασία τους – κυρίως στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν.
Η Βαχλιώτη – πρώτη εξαδέλφη της διεθνώς καταξιωμένης ενδυματολόγου Θεώνης Βαχλιώτη-Ολντριτς (1922-2010), βραβευμένης με Οσκαρ για τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ» – εξηγεί πως ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν εκείνος από τον οποίο άκουσε για πρώτη φορά «κάτι που λέγεται κοστούμια στο θέατρο».
Στα χρόνια της κατοχής η Βαχλιώτη μπήκε στο σπίτι της Μερκούρη, που της «άνοιξε 100 δρόμους». Αρχισε να σχεδιάζει τα κοστούμια που φορούσε στα πάρτι, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στη Φλωρεντία και εκεί μπήκε στον κινηματογράφο.
Πίσω στην Ελλάδα, η Μελίνα Μερκούρη τη συνέστησε στον Μιχάλη Κακογιάννη και έτσι προέκυψε η συνεργασία τους στη «Στέλλα» από την οποία δεν πήρε «ούτε φράγκο». Και πώς προέκυψε το «Ποτέ την Κυριακή»; «Ημουν στο Βυζάντιο στο Κολωνάκι και την άλλη μέρα θα έφευγα για τη Ρώμη. Σταματάει ένα αυτοκίνητο και κατεβαίνει η Μελίνα.
“Ελα εδώ” μου λέει και πήγαμε και καθήσαμε στο διπλανό τραπέζι. Eίδα πρώτη φορά και τον Τζούλη (Ντασσέν). Δεν τον ήξερα, τον είχα μόνο ακουστά. Μου τον συστήνει. “Ποια είναι τα σχέδιά σου;” με ρωτάει. Της απαντάω ότι φεύγω την επομένη για τη Ρώμη. “Δεν φεύγεις” μου λέει».
Μπεάτα Ασημακοπούλου: «Ολα ήταν ο Ορέστης»
Το όνοµα της ηθοποιού Μπεάτας Ασημακοπούλου συνδέεται τόσο πολύ με το κατά πολύ βαρύτερο του σκηνοθέτη και συζύγου της, Ορέστη Λάσκου, που ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης, αναγκαστικά, δίνει μεγάλο χώρο στον δημιουργό της μνημειώδους ταινίας «Δάφνις και Χλόη». Εφόσον δεν υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τον Ορέστη Λάσκο, μια συζήτηση για αυτόν με τη γυναίκα που τον γνώρισε καλύτερα και αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλο (έμειναν παντρεμένοι από το 1960 μέχρι τον θάνατό του, το 1992) ήταν μια καλή ευκαιρία για να προβληθεί το έργο ενός σκηνοθέτη που ποτέ δεν βρήκε τη θέση που του άξιζε στην κινηματογραφική ιστορία της χώρας.
Η Ασημακοπούλου γνώρισε τον Λάσκο πολύ μικρή, τον πρώτο χρόνο που είχε βγει στο θέατρο (Ακροπόλ). Μάλιστα, ο Βασίλης Αυλωνίτης ήταν εκείνος που της μετέφερε το μήνυμα: «Ο Λάσκος σε θέλει να πας από του Φίνου, να κάνεις κάτι σε κάποια ταινία». Αν η ταινία γυριζόταν, θα ήταν μια νέα, ομιλούσα εκδοχή του «Δάφνις και Χλόη». «Μου είπε ότι θα ήθελε να κάνω τον ρόλο της Λυκαίνιο, της σεξουαλικής γυναίκας της ταινίας. Είχα αρχές από το σπίτι μου, θα ντρεπόμουν μην και το δει ο πατέρας μου». Αν και ο Λάσκος τελικά την έπεισε, η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ. Η γνωριμία τους όμως τους οδήγησε στον γάμο.
Είχαν ήδη μεσολαβήσει κάποιες ταινίες τους («Γερακίνα», «Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα», «Σαρακατσάνισσα») και ένας ισχυρότατος δεσμός ανάμεσά τους είχε αναπτυχθεί. Της έδειξε τα βράχια στη γενέτειρά του Ελευσίνα πάνω στα οποία έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Της μίλησε για την επιμονή του πατέρα του να σπουδάσει σε στρατιωτική σχολή (ο Λάσκος εγκατέλειψε την Ιατρική και πήδηξε, κυριολεκτικά, από τη μάντρα της Σχολής Ευελπίδων όπου είχε περάσει από τους πρώτους). Εζησε την υπερηφάνεια του: Ποτέ τηλεόραση. Ποτέ χρήματα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Η Μπεάτα Ασημακοπούλου αναφέρεται σε άλλους συνεργάτες της, ηθοποιούς όπως ο Νίκος Σταυρίδης και ο Μίμης Φωτόπουλος («τον Γκιωνάκη δεν θέλω να τον θυμάμαι»). Ομως εμφανώς ο Ορέστης Λάσκος ήταν τα πάντα για εκείνη. Οταν έγινε η συνέντευξη με τον Τριανταφυλλίδη, ο Λάσκος είχε πεθάνει και η πίκρα είχε επισκιάσει τις αναμνήσεις της Ασημακοπούλου. «Τώρα θέλω κάτι να ρωτήσω ή αν έχω μια αμφιβολία και λέω πού είναι ο Ορέστης να τον ρωτήσω;».
Ρένα Βλαχοπούλου: «Δεν νοιάστηκα ποτέ πού θα μπει το όνομά μου»
«Εζησα άριστη ζωή» λέει στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη η Ρένα Βλαχοπούλου. «Αγάπησα, αγαπήθηκα, έβρισα, με βρίσανε. Ολα ήταν ωραία». Από μόνη της, αυτή η δήλωση αναδεικνύει τον χαρακτήρα της λατρεμένης ηθοποιού που πραγματικά έζησε τα πάντα.
Τραγουδούσε από μικρή, παιδάκι, στη γενέτειρά της την Κέρκυρα. Στην πλατεία, πάνω στα τραπέζια των καφενείων, αργότερα στη Λυρική Σκηνή του νησιού. Και είχε τρελό χιούμορ από τότε: όταν τραγουδούσε τον «Θάνατο της Τζίλντας», «πέφτει μια κοτσίδα κάτω και μου φωνάζ’ η μάνα μου από την πλατεία: “Μωρή Ρηνούλα, σου ’πεσε η κοτσίδα”. Και της λέω κι εγώ από τη σκηνή: “Τι θέλεις; Να βγάλω και την άλλη;”». Είναι σαν να τη βλέπουμε μεγάλη σε μια από τις τόσες και τόσες κωμωδίες της…
Πλούσιοι γονείς (μια γιαγιά της ήταν Βενετσιάνα), τους έχασε και τους δύο στον πόλεμο, στον πρώτο βομβαρδισμό των Ιταλών. Η Βλαχοπούλου πάλεψε σκληρά για να μεγαλώσει τα οκτώ αδέλφια της. Η φωνή της ήταν το εισιτήριο για την Αθήνα. Με δανεικό φουστάνι της Μπέλας Σμάρω τραγούδησε τη «Μικρή χωριατοπούλα, γλυκιά μελαχρινούλα» στην Οαση του Εθνικού Κήπου και έκανε πάταγο.
Η Βλαχοπούλου διαψεύδει τη φήμη ότι ο πρώτος σύζυγός της, ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ Κώστας Βασιλείου, την έφερε στην Αθήνα από την Κέρκυρα. Στην πρωτεύουσα γνωρίστηκαν. «Με παντρέψανε. Δεν είχα ιδέα από την παντρειά, όπως δεν είχα και ιδέα από σεξ. Δεν ένιωσα τίποτα. Εκείνος ο παλιάνθρωπος τότε, λοιπόν, επειδή έβλεπε από τη φωνή μου μέλλον για φαΐ και λεφτά, μόλις έμεινα έγκυος μου είπε: “Θα το ρίξουμε το παιδί”. Ενα δράμα, δεν θα ξεχάσω ποτέ τους πόνους».
Δεν έπαψε να μισεί απεριόριστα τον Βασιλείου ως τον θάνατό της. Ακολούθησε μια δεύτερη σχέση με άλλον άνδρα και ένα νέο μίσος. Η αλήθεια είναι πως η Βλαχοπούλου δεν ήθελε παιδί. «Δεν τα αγάπησα τα παιδιά ποτέ, ή μάλλον τα αγαπώ όλα τα παιδιά αλλά είχα ευθύνη τότε απέναντι στ’ αδέλφια μου, ποιος θα τα κοιτάξει, ποιος θα τα μεγαλώσει. Γι’ αυτό και δούλευα ασταμάτητα».
Και πάντα, σε αντίθεση με τους ρόλους της, ήταν ένας άνθρωπος χαμηλού προφίλ. «Δεν έζησα βεντετισμούς και όλες αυτές τις αηδίες, πού θα μπει το όνομά μου. Δεν ρώτησα ποτέ, δεν νοιάστηκα ποτέ». Αποκαλυπτική στην αφήγησή της για τη διεθνή περιοδεία της με τον Γιάννη Σπάρτακο, με τον οποίο μάλιστα τραγούδησε τζαζ, μια από τις πρώτες στην Ελλάδα. Κάιρο, Βηρυτός, Κωνσταντινούπολη, Περσία. «Ο,τι μαζεύαμε το κάναμε λίρες και κάθε βράδυ τις πλέναμε, τις γυαλίζαμε και τις βάζαμε στην άκρη». Στην Περσία ο σάχης τούς ξενάγησε στο παλάτι του, η Βλαχοπούλου «φρίκαρε» από τον πλούτο, «δεν μ’ άρεσε, δεν ξαναπάτησα». Αρνήθηκε την καριέρα στην Αμερική («η Αμερική είναι κουραστική και δεν με ενδιέφερε ποτέ να γράψω ιστορία»), ακολούθησε μια νέα αρχή ως τραγουδίστρια της επιθεώρησης το 1951 και το τραγούδι με τις αδελφές Τατά στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι. Πρώτη επαφή με το σινεμά στις «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» του Βασίλη Μάρου το 1957, σοουγούμαν στην Πλάκα, ένας μικρός ύμνος για τον Γιάννη Δαλιανίδη που την επέβαλλε στον Φίνο «που δεν με ήθελε» για το «Μερικοί το προτιμούν κρύο». Ο Δαλιανίδης ήταν επίσης εκείνος που την «είδε» ως «Χαρτοπαίκτρα», «ήταν ο τρόπος που έπαιζα, ο τρόπος που έβριζα».
Και μια σημαντική λεπτομέρεια: Η πιο διάσημη χαρτοπαίχτρα του ελληνικού θεάματος δεν είχε αγγίξει ποτέ στη ζωή της τράπουλα!
Τα βιβλία του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη «Ελληνικό σινεμά σε πρώτο πρόσωπο» που περιλαμβάνουν συνεντεύξεις με τον Νίκο Κούρκουλο, τη Ρένα Βλαχοπούλου, την Μπεάτα Ασημακοπούλου, τον Γιάννη Δαλιανίδη και την ενδυματολόγο Ντένη (Θεώνη) Βαχλιώτη κυκλοφορούν τις επόμενες ημέρες (εκδόσεις andy’s publishers).
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ