Στα τέλη του 1944 η Βρετανία βρισκόταν σε μεταβατική περίοδο εν όψει του αναμενόμενου τέλους του πολέμου και των επικείμενων εκλογών. Ο Τσόρτσιλ είχε καταστεί ιδιαίτερα δημοφιλής στους συμπατριώτες του χάρη στην αποφασιστικότητα και τη μαχητικότητά του στις δύσκολες στιγμές του πολέμου, αλλά οι Εργατικοί συνέταιροί του στην κυβέρνηση είχαν επίσης ενισχύσει την επιρροή τους επιβάλλοντας στην πολιτική ατζέντα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής που απέκτησαν μεγάλη απήχηση, εν μέρει οικειοποιούμενοι την ευρύτερη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση που σημειώθηκε στο Home Front εκείνα τα χρόνια.
Τα δύο στρατόπεδα δεν ήταν συμπαγή: διαφορετικές συμμαχίες μπορούσαν να συγκροτηθούν σε διαφορετικά ζητήματα, ενώ οι διαφωνίες και οι ρήξεις ήταν λιγότερο απόλυτες στην κορυφή της πολιτικής και κομματικής ιεραρχίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες έγιναν γνωστά στη βρετανική κοινή γνώμη τα γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου στην Αθήνα και λίγο αργότερα η βρετανική στρατιωτική επέμβαση, προκαλώντας τη σοβαρότερη αμφισβήτηση της κυβερνητικής πολιτικής από τη στιγμή της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Τσόρτσιλ.
Στην πρώτη φάση της σύγκρουσης, στους περισσότερους Βρετανούς η πολιτική της χώρας τους στην Ελλάδα προκάλεσε σύγχυση, προβληματισμό και συχνά αγανάκτηση. Στα αισθήματα αυτά συνέβαλαν αναμφίβολα οι πρώτες ανταποκρίσεις των εφημερίδων από την Αθήνα, που επέρριπταν τις ευθύνες στις ελληνικές Αρχές και στη στήριξη που αυτές λάμβαναν από τη Βρετανία. Στο επίκεντρο των επικρίσεων βρέθηκαν ο Τσόρτσιλ, ο πρέσβης στην Αθήνα Λίπερ και ο στρατηγός Σκόμπι.
Το κύριο επιχείρημα των επικριτών της πολιτικής του Τσόρτσιλ ήταν ότι επιδίωκε την αποκατάσταση ενός αυταρχικού, συντηρητικού καθεστώτος που θα εξυπηρετούσε τα βρετανικά ιμπεριαλιστικά σχέδια στην Ανατολική Μεσόγειο και θα έθετε στο περιθώριο τη μεγαλύτερη και μαζικότερη ελληνική αντιστασιακή οργάνωση που εκπροσωπούσε τα γνήσια λαϊκά συμφέροντα. Εξάλλου, η επέμβαση στην Ελλάδα επιβεβαίωνε την ανησυχία που έτρεφαν πολλοί γενικότερα για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης στην Ευρώπη, επειδή θα μπορούσε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ και να απομονώσει διπλωματικά τη χώρα. Ο φόβος αυτός φάνηκε πως επιβεβαιωνόταν μετά την αποστασιοποίηση της Ουάσιγκτον από τη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα, αν και τελικά διαψεύστηκε λόγω της στάσης «ευμενούς ουδετερότητας» της Μόσχας.
Η κυβέρνηση κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να κερδίσει τη μάχη της προπαγάνδας: Στην Ελλάδα οι βρετανικές στρατιωτικές αρχές εμπόδιζαν τις επαφές των ανταποκριτών με το στρατόπεδο του ΕΑΜ και επιχειρούσαν να ελέγξουν τη ροή των πληροφοριών, ενώ οδηγία του Political Warfare Executive προς το BBC ζητούσε να αποφεύγεται κάθε θετικό σχόλιο για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις αναμφίβολα έπαιξαν κάποιον ρόλο στη σταδιακή αλλαγή της στάσης του Τύπου, η οποία ωστόσο θα πρέπει να αποδοθεί σε περισσότερους παράγοντες: στη στάση της ηγεσίας των Εργατικών, στην επίσκεψη του Τσόρτσιλ στην Αθήνα τα Χριστούγεννα και στη συμφωνία για τον διορισμό του Δαμασκηνού ως αντιβασιλέα, στην ομιλία του Τσόρτσιλ στη Βουλή στις 18 Ιανουαρίου, η οποία θεωρήθηκε ρητορικός και κοινοβουλευτικός θρίαμβος για τον ίδιο, και, τέλος, στη διακριτική σιωπή της Μόσχας.
Στις συζητήσεις του Κοινοβουλίου, στην αρθρογραφία του Τύπου και στην έρευνα της υπηρεσίας Mass-Observation που κατέγραφε τάσεις της κοινής γνώμης η Ελλάδα παρουσιάζεται συχνά ως η χώρα που «συνδέεται μαζί μας με πολύχρονους δεσμούς αμοιβαίου σεβασμού και με την κοινή αγάπη για την ελευθερία», η οποία είχε «υποφέρει όσο καμία άλλη στην Ευρώπη». Θαυμασμό, συμπόνια και ενδιαφέρον δείχνουν και αρκετές αναφορές των βρετανών στρατιωτικών που υπηρετούσαν στη χώρα την ίδια περίοδο. Ταυτόχρονα όμως σε όλους τους παραπάνω παράγοντες μπορούμε να διακρίνουμε την επιβίωση και επανάληψη παραδοσιακών στερεοτύπων: έτσι οι Ελληνες θεωρούνταν από πολλούς «παράξενο είδος λαού», «νότιοι», «υπερβολικά συναισθηματικοί», «αγνώμονες», «βίαιοι», συχνά «αιμοβόροι», κυρίως στις εσωτερικές τους διαμάχες. Πολλοί στρατιώτες έτρεφαν αισθήματα πικρίας και οργής απέναντι στους Ελληνες. Οπως σχολίαζε ένας υπαξιωματικός, «τους δώσαμε φαγητό και τους βοηθήσαμε να σταθούν στα πόδια τους και τώρα μας πυροβολούν, θα ήταν μάλλον καλύτερα να τους αφήσουμε με τους Γερμανούς».
Η πολιτική κρίση που ξέσπασε στη Βρετανία λόγω των Δεκεμβριανών δεν εξελίχθηκε τελικά ποτέ και σε κυβερνητική, καθώς η ηγεσία των Εργατικών παρέμεινε πιστή στον Τσόρτσιλ. Ωστόσο επρόκειτο για τη μεγαλύτερη δοκιμασία που γνώρισε η κυβέρνησή του από την εποχή της Δουνκέρκης για μια σειρά από λόγους: α) Τη διάψευση της προσδοκίας ότι ο μεταπολεμικός κόσμος θα βασιζόταν στη διεθνή συνεργασία και όχι σε μεμονωμένες επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. β) Τη σύγχυση που δημιουργούσε η είδηση της πολεμικής αναμέτρησης με πρώην συμμάχους, αντιστασιακούς, τη στιγμή που ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει. γ) Την υποψία ότι ο Τσόρτσιλ ακολουθούσε μια παραδοσιακή συντηρητική πολιτική στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας τον βασιλιά και το «παλιό καθεστώς» έναντι των ανερχόμενων κοινωνικών δυνάμεων που εξέφραζε το ΕΑΜ. Και, επιπλέον, ότι ενέπλεκε τους Εργατικούς σε αυτή την πολιτική εν όψει των επικείμενων εκλογών για να πλήξει και να διχάσει το κόμμα.
Ο βαθμός και το εύρος της κριτικής στο Home Front αιφνιδίασαν την κυβέρνηση, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Τσόρτσιλ. Αυτοί όμως που δέχθηκαν τη μεγαλύτερη πίεση ήταν τα ηγετικά στελέχη των Εργατικών, που τελικά κατάφεραν να συγκρατήσουν την οργή της βάσης του κόμματος, περιορίζοντας τις αντιδράσεις και αποτρέποντας μια πιθανή πτώση της κυβέρνησης. Στο μεταξύ, στα τέλη Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση άρχισε να κερδίζει τον πόλεμο της προπαγάνδας και η στάση του Τύπου άρχισε να μεταστρέφεται.
Οι ειδήσεις για τις ακρότητες του ΕΛΑΣ, η αποδοχή από τον Τσόρτσιλ της λύσης της αντιβασιλείας, η απουσία σοβιετικών αντιδράσεων και, πάνω απ’ όλα, η στρατιωτική εξέλιξη της ίδιας της σύγκρουσης στην Αθήνα αντέστρεψαν το αρνητικό κλίμα όχι πλήρως, αλλά αρκετά ώστε να επιβεβαιωθούν τόσο η κυβερνητική συνοχή όσο και η εξωτερική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον της βρετανικής κοινωνίας για την ελληνική κρίση είχε κάποια όρια, όπως άλλωστε όλα σχεδόν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όταν δεν συνδέονται άμεσα με ζητήματα εσωτερικά και καθημερινότητας –όπως ήταν για παράδειγμα οι ελλείψεις σε κάρβουνο μέσα στον πολύ ψυχρό χειμώνα του 1944-45.
Στο πλαίσιο αυτό, και καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του στην Ευρώπη, ακόμα και οι πιο σθεναροί επικριτές του Τσόρτσιλ έπρεπε να δράσουν με βάση τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις εσωτερικές προτεραιότητες της πολιτικής ατζέντας.
Ο κ. Λουκιανός Χασιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ