Σεραφείμ Φυντανίδης
31 αξέχαστα χρόνια στο ξύλινο τιμόνι της «Ελευθεροτυπίας» και της «Κυριακάτικης Ε»
Εκδόσεις Πατάκη, 2014,
σελ. 336, τιμή 15,50 ευρώ
Βρισκόμαστε στις αρχές Απριλίου του 1976 και ένα μεταμεσονύκτιο «προξενιό» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σε ένα ημιυπόγειο εστιατόριο του Κολωνακίου. Το αφεντικό πλησιάζει κάποια στιγμή και λέει στη συντροφιά: «Οπως ξέρετε, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή μάς υποχρεώνει να κλείνουμε στη 1.30. Γι’ αυτό πληρώστε και φύγετε».
Πράγματι οι συνεκδότες της «Ελευθεροτυπίας», ο «απρόβλεπτος» Κίτσος Τεγόπουλος και ο Χρήστος Σιαμαντάς, αλλά και ο υποψήφιος διευθυντής της νεοσύστατης τότε εφημερίδας –το πρώτο της φύλλο είχε εμφανιστεί στις 21 Ιουλίου 1975 υπό τη διεύθυνση του εμπειρότατου Αλέκου Φιλιππόπουλου, με τον οποίο όμως σύντομα επήλθε ρήξη -, ήλθαν τελικά σε συμφωνία στη γωνία Ηροδότου και Χάρητος λίγη ώρα αργότερα.
«Οπως προσελήφθην όρθιος πριν από 31 χρόνια, έφευγα επίσης όρθιος» γράφει σήμερα ο Σεραφείμ Φυντανίδης με έκδηλη πικρία ενθυμούμενος εκείνο το σημαδιακό για εκείνον βράδυ που η Μάνια –η κόρη του Κίτσου, ο οποίος πέθανε το 2006 –του έδωσε να καταλάβει, «όρθια στον διάδρομο» μάλιστα, ότι «είχα τελειώσει».
Στο νέο του βιβλίο, ένα βιβλίο απομνημονευμάτων, που είναι αφιερωμένο «στον Κίτσο», ο οποίος «υπήρξε φίλος μου αλλά και πατέρας μου», ο Σεραφείμ Φυντανίδης ασφαλώς δεν περιορίζεται στο κλείσιμο ενός κατά γενική ομολογία επιτυχημένου κύκλου αλλά περιγράφει, ανακαλώντας πρόσωπα και γεγονότα, μια ζωή προσηλωμένη στη δημοσιογραφία και ταυτοχρόνως μια ιστορία «μοναδική στα χρονικά του ελληνικού Τύπου», όπως ο ίδιος υπογραμμίζει.
Η «Ελευθεροτυπία», με την οποία συνδέθηκε άρρηκτα το όνομά του, προχώρησε και εδραίωσε την επιρροή της ως έντυπο του προοδευτικού χώρου για δύο κυρίως λόγους κατά τη γνώμη του. Πρώτον, «οι μισθοί ήταν πολύ καλοί και ποτέ δεν καθυστέρησε η καταβολή τους» και, δεύτερον, «τόση ελευθερία έκφρασης δεν είχε γνωρίσει ποτέ άλλοτε ελληνική, ίσως και ξένη, εφημερίδα».
Η βασική επωδός προς τους (νεαρούς ως επί το πλείστον) συντάκτες ήταν: «Γράψτε ό,τι θέλετε, αρκεί να βάζετε την υπογραφή σας. Μόνο δύο όροι υπάρχουν: Δεν θα υμνείτε τον βασιλιά και τη χούντα και να μη μας πιάνει ο νόμος». Εκείνο που διευκόλυνε πολύ τη δημοσιογραφική δουλειά, συνεχίζει ο Σεραφείμ Φυντανίδης, «ήταν το γεγονός ότι ο Τεγόπουλος ανακατευόταν μόνο με εκδόσεις, ούτε δημόσια έργα διεκδικούσε ούτε αμυντικές προμήθειες».
Το ενδιαφέρον πάντως της μαρτυρίας του –πέραν των διάφορων ανέκδοτων περιστατικών και των σπαρταριστών διαλόγων που φωτίζουν από τα μέσα την πολιτική και το πλέγμα της εξουσίας –έγκειται ακριβώς στην ιστορική και πολιτισμική, θα μπορούσαμε να πούμε, συνύφανση της «Ελευθεροτυπίας» με ό,τι σήμερα, κοιτώντας προς τα πίσω, αποκαλούμε Μεταπολίτευση, μια περίοδο με θετικότατες όψεις αλλά και ορισμένες αρνητικές τις οποίες θίγει ο συγγραφέας.
Η ίδια η εφημερίδα ήταν, όπως παρατηρεί ο Σεραφείμ Φυντανίδης, «μια πιστή απεικόνιση της ελληνικής πολιτικής ζωής και κοινωνίας μετά τη Μεταπολίτευση». Ο αναγνώστης καταλαβαίνει πολλά αν διαβάσει, υπό αυτό το πρίσμα, τα κομμάτια του βιβλίου που αναφέρονται λ.χ. στο «σκάνδαλο Κοσκωτά», στο «βρώμικο ’89», στην «Αλλαγή» του ΠαΣοΚ ή στη δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη».
Οσον αφορά τον ίδιο που γράφει με ένα ύφος πράο και απλό, όλα αυτά τα χρόνια, «ιδιαίτερα πλούσιος δεν έγινα». Είχε όμως τέσσερις «μεγάλες απολαβές»: δωρεάν βιβλία, δίσκους, ταξίδια και γνωριμία με εξαίρετους ανθρώπους. «Δεν εννοώ τόσο τους πολιτικούς αλλά ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών» –στο βιβλίο ασφαλώς παρελαύνουν άπαντες.
Ο Σεραφείμ Φυντανίδης γράφει ότι «κοινώνησα τη δημοσιογραφία από τα δεκαεννιά μου χρόνια» όταν, ενώ ήταν ακόμη φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ, τον δέχθηκαν στο «Εθνος», απ’ όπου και ξεκίνησε το επάγγελμά του.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ