3 Δεκεμβρίου 1944: Η κόκκινη γραμμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας

«Η 3η Δεκεμβρίου 1944 ήταν στην Αθήνα μια μέρα ψυχρή και σκληρή. Μια μέρα που θα έμενε στην Ιστορία. [...] Πυκνά πλήθη συνέρρεαν σαν διογκούμενοι χείμαρροι προς τον ομφαλό της πρωτεύουσας, την πλατεία Συντάγματος. Και οι λέξεις που κυριαρχούσαν ήσαν: “Το απαγορευμένο συλλαλητήριο. Θα το χτυπήσουν;” Πενήντα δύο ημέρες είχαν περάσει από τη 12η Οκτωβρίου, όταν έφυγαν οι τελευταίοι Γερμανοί και έληγε η Κατοχή».

«Η 3η Δεκεμβρίου 1944 ήταν στην Αθήνα μια μέρα ψυχρή και σκληρή. Μια μέρα που θα έμενε στην Ιστορία. […] Πυκνά πλήθη συνέρρεαν σαν διογκούμενοι χείμαρροι προς τον ομφαλό της πρωτεύουσας, την πλατεία Συντάγματος. Και οι λέξεις που κυριαρχούσαν ήσαν:
«Το απαγορευμένο συλλαλητήριο. Θα το χτυπήσουν;»
Πενήντα δύο ημέρες είχαν περάσει από τη 12η Οκτωβρίου, όταν έφυγαν οι τελευταίοι Γερμανοί και έληγε η Κατοχή».
Ήταν η ημέρα που έκτοτε έριξε βαριά τη σκιά της στη σύγχρονη πολιτική Ιστορία. Το χαρακτηριστικό απόσπασμα που προηγήθηκε ανήκει στον δημοσιογράφο Σόλωνα Ν. Γρηγοριάδη, ο οποίος στα «Φοβερά ντοκουμέντα» του επισημαίνει αυτή την περίοδο ως την έναρξη ενός νέου διχασμού, στη θέση του μέχρι πρότινος διπόλου «βενιζελικοί – μοναρχικοί». Η Αριστερά μέσω της δράσης της στη γερμανική κατοχή εισήλθε πια ορμητικά στο πολιτικό προσκήνιο λαμβάνοντας κορυφαία θέση για τα τεκταινόμενα. Το ΚΚΕ των μαχητικών λαϊκών κινητοποιήσεων του Μεσοπολέμου τίθεται ως ομοτράπεζος συνομιλητής των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων για την τύχη της χώρας μετά την απελευθέρωση. Πλέον, ο διαχωρισμός δεξιός – αριστερός κυριαρχεί σε πόλεις και χωριά, αφήνοντας το στίγμα ισχυρό σε πολλές περιπτώσεις και 70 χρόνια μετά, κατά τον 21ο αιώνα.
Εκείνο το πρωινό
«Ώρα 10.30 περίπου η μεγάλη πλατεία κόντευε σχεδόν να γεμίσει. Και έως τότε τίποτα το ανησυχητικό δεν είχε συμβεί. Στους εξώστες και στα παράθυρα των ξενοδοχείων «Μεγάλη Βρετανία» και «Κινγκ Τζορτζ», πλήθος Αμερικανών και Άγγλων ανταποκριτών του Τύπου παρακολουθούσαν ζωηρά το θέαμα και τραβούσαν συνεχώς φωτογραφίες. Από τους εξώστες και τα παράθυρα όμως του κτηρίου της Αστυνομικής Διεύθυνσης, και προπαντός από τη στέγη των Παλαιών Ανακτόρων, άλλα μάτια ενέδρευαν βλοσυρά και έβλεπαν εχθρικά εκείνο το αποφασισμένο και οργίλο ανθρώπινο ποτάμι.
Ξαφνικά, πέρα από την πλατεία στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί. […] Έξω από την πρωθυπουργική κατοικία έγινε συμπλοκή μεταξύ της φρουράς του και του πλήθους, που κατέβαινε τη λεωφόρο για το Σύνταγμα. […]
Στο μεταξύ η συρροή του πλήθους στην πλατεία συνεχιζόταν και κατά τις 10.45 ακούστηκε μεγάλη βουή από τη δεξιά πλευρά. Μια τεράστια μάζα που κυλούσε από τη λεωφόρο Αμαλίας κατόρθωσε να διασπάσει την αστυνομική ζώνη και εισόρμησε αλαλάζοντας στον χώρο μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Η προπομπή τους, ορμητική και κραυγαλέα, προχώρησε παραπέρα, προς τη Διεύθυνση της Αστυνομίας, ένα ψηλό, τετραώροφο κτήριο που δέσποζε στη διασταύρωση των λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας. Τότε έγινε το μεγάλο κακό. […]
Και κάποια στιγμή, από την πύλη του κτηρίου της Διεύθυνσης της Αστυνομίας, κάποιο άτομο με χακί παντελόνι και λευκό πουκάμισο πετάχτηκε στον δρόμο κραυγάζοντας:
«Πυροβολήστε λοιπόν τους παλιανθρώπους…»»
Η αφήγηση του Σόλωνα Ν. Γρηγοριάδη («Τα φοβερά ντοκουμέντα –Δεκέμβριος 1994 –Το ανεξήγητο λάθος», εκδ. Το Βήμα Βιβλιοθήκη, 2010, σελ. 47-48) είναι γλαφυρή και αποτυπώνει το συννεφιασμένο πρωινό που έμελλε να φέρει αντάρα στην ελληνική πολιτική ζωή.
Εύλογα τα ερωτήματα για το πώς φτάσαμε ως εκείνο τον πρώτο πυροβολισμό· αντίστοιχα πολλές οι απαντήσεις, οι οποίες συγκλίνουν επίσης σε δύο διχασμένες αφηγήσεις για την περίοδο που άλλαξε τη μεταπολεμική Ελλάδα. Ο κόκκινος Δεκέμβρης του ’44 για κάποιους αναφέρεται στις αιματηρές συγκρούσεις της Μάχης της Αθήνας και για τους υπόλοιπους στην ευκαιρία του ΕΑΜ, όπου πρωτοστατούσαν οι κομμουνιστές, να πάρει την εξουσία.
Το δίκοπο μαχαίρι
Δεδομένο είναι πάντως ότι το ΕΑΜ και ο στρατιωτικός σχηματισμός του, ο ΕΛΑΣ, είχαν μπει για τα καλά στο παιχνίδι της εξουσίας ελέγχοντας μεγάλο μέρος της ελληνικής υπαίθρου πριν από την αποχώρηση των Γερμανών. Πρωταγωνιστώντας στην αντίσταση κατά του κατακτητή, οι αντάρτικες ομάδες είχαν κερδίσει την εύνοια πλήθους πολιτών σε αστικά κέντρα και ύπαιθρο, ενώ είχαν καταφέρει να εφοδιάζονται με στρατιωτικό -και όχι μόνο- υλικό από τις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις εκτός από τη λαφυραγώγηση των κατοχικών δυνάμεων που νικούσαν στη μάχη και τον «θησαυρό» που απέκτησε με την παράδοση και τον αφοπλισμό της ιταλικής μεραρχίας «Πινερόλο».
Οι δυνάμεις ανταρτών που ήταν πιστές στην κυβέρνηση του Καΐρου είχαν ως κορμό τους τον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα. Η αντιπαλότητα, σε πολιτική βάση, μεταξύ των δύο ανταρτικών σωμάτων εκδηλώθηκε πριν από την απελευθέρωση. Παράλληλα, άλλες μικρότερες οργανώσεις, όπως η αντικομμουνιστική και φιλοβασιλική Χ του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα, που είχαν αναλάβει δράση, χωρίς ωστόσο να βρίσκονται «στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας», από τον δεύτερο χρόνο της Κατοχής.
Κύριοι αντίπαλοι πάντως για το ΕΑΜ ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας. Δρούσαν στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και ορισμένες φορές τα υποκαθιστούσαν, ενώ έχουν καταγραφεί και αρκετές αγριότητες σε βάρος δυνάμεων του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ, από τις οποίες λάμβαναν λυσσαλέα απάντηση, ακόμη και την περίοδο που ακολούθησε την αποχώρηση των στρατευμάτων της Βέρμαχτ. Συστάθηκαν σε μια περίοδο που το ΕΑΜ είχε εδραιώσει αισθητά την παρουσία του στον αντικατοχικό αγώνα και οι γερμανικές δυνάμεις ζητούσαν «συμμάχους» για να ελαφρυνθούν από το βάρος των απωλειών. Ειδικά σε αυτή την περίοδο, οι άνδρες που στελέχωναν τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν σφοδροί πολέμιοι των κομμουνιστών.
Με την αποχώρηση των Γερμανών, ο ΕΛΑΣ ζητούσε από τα Τάγματα Ασφαλείας να παραδοθούν στο όνομα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Εκείνη τη στιγμή, «νομιμόφρονες» ήταν οι ανταρτικές ομάδες. Οι ταγματασφαλίτες ωστόσο γνώριζαν ότι κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή από αντίποινα και θα αντιμετώπιζαν τη δικαιοσύνη με βαριές κατηγορίες. Γι’ αυτό τον λόγο προτιμούσαν να παραδοθούν με τον οπλισμό τους σε Βρετανούς ή σε εθνικόφρονες ανταρτικές ομάδες.
Η ΟΠΛΑ (Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) είχε ήδη αναλάβει δράση στο όνομα του ΕΑΜ. Δωσίλογοι και μαυραγορίτες βρήκαν τον θάνατο από τις ένοπλες ομάδες της, αλλά και εθνικόφρονες. Λαϊκά δικαστήρια στήθηκαν με αμφίβολες ετυμηγορίες (η υπόθεση της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη μέσα στην αντάρα των Δεκεμβριανών ήταν χαρακτηριστική). Εν τούτοις, η κατάσταση δεν πήρε διαστάσεις πογκρόμ εναντίον των συνεργατών των Γερμανών, όπως συνέβη στη Γαλλία, ή αντιπάλων. Προκαλούσε κυρίως τρόμο στους αντιπάλους του ΕΑΜ, στον βασικό κορμό των ψηφοφόρων του Λαϊκού Κόμματος ή των βενιζελικών, οι οποίοι δεν ήταν και λίγοι -όπως ήταν φυσικό, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα δεν είχαν απολέσει μεμιάς τους οπαδούς τους, όσο και αν είχε ισχυροποιηθεί η Αριστερά- στα χαμηλότερα στρώματα. Παράλληλα, λειτουργούσε πολιτοφυλακή, εν είδει αστυνομικού σώματος, σε πολλές περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ.
Λιγοστές, συγκριτικά, ήταν και οι δυνάμεις της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας. «Κατά τας αρχάς Οκτωβρίου 1944 ότε ήρξατο και συνετελέσθη η αποχώρησις των Γερμανικών στρατευμάτων κατοχής εξ Ελλάδος αι δυνάμεις του Σώματος της Ελληνικής Χωροφυλακής ευρέθησαν συνεπτυγμέναι εις τα μεγάλα αστικά κέντρα, ως εις Αθήνας, Θεσσαλονίκην, Πάτρας, Τρίπολιν, Καλάμαι, Λάρισαν κ.λπ. καθημαγμέναι μεν και αποδεκατισμέναι εκ του τριετούς διμετώπου αγώνος τόσον κατά των εχθρικών δυνάμεων κατοχής, όσον και κατά των εσωτερικών εχθρών του Έθνους των Κομμουνιστών, αλλά με ηθικόν ακμαιότατον και αδάμαστον ψυχικήν αντοχήν, ενδυναμωμένη επί πλέον εκ της προσδοκίας του εγγίζοντος τέλους της Ελληνικής τραγωδίας» αναφέρεται στο βιβλίο «Δράσις της Χωροφυλακής κατά την περίοδον 1941 – 1950» (Αρχηγείον Β. Χωροφυλακής, Διεύθυνσις Οργανώσεως – Τμήμα Μελετών, Τυπογραφείον Β. Χωροφυλακής, Αθήναι 1962). Οι δυνάμεις της «ανήρχοντο τότε εις 2,1/2 – 3 χιλιάδες Αξιωματικούς και οπλίτας και ήσαν σχεδόν άοπλοι».
Πιστοί στην κυβέρνηση του Καΐρου, οι χωροφύλακες δεν προέβαλαν «αντίστασιν εις τον ΕΛΑΣ, πλην εις ελαχίστας περιπτώσεις και όπου οι κομμουνισταί επετέθησαν κατά των δυνάμεων της Χωροφυλακής». Άνδρες του Σώματος από την επαρχία κινήθηκαν προς Αθήνα για να ενταχθούν στις συμπαγείς ομάδες της Χωροφυλακής, στα οποία έστησαν ενέδρες ο ΕΛΑΣ είτε σε ομάδες είτε σε μεμονωμένους άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε όχι. Ο δρόμος για τον Δεκέμβρη είχε στρωθεί.
Το αγγλικό σχέδιο
«Κατά τας παραμονάς της απελευθερώσεως, μέγα μέρος της Ελλάδος, σχεδόν ολόκληρος η ύπαιθρος χώρα, πλην των πόλεων και τινων κωμοπόλεων εις τας οποίας ημύνοντο σθεναρώς αι δυνάμεις της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας, είχε περιπέσει εις χείρας των ελασιτών, οι οποίοι παρεσκεύαζον δραστηρίως την ολοκληρωτικήν των κυριαρχίαν. Οι Γερμανοί, αρχάς Οκτωβρίου 1944, απέσυρον βαθμηδόν τας δυνάμεις των από τας επαρχίας και συντεταγμένα ισχυρώς ελάμβανον τας οδούς αποχωρήσεως εκ της Ελλάδος» αναφέρεται στην έκδοση της Χωροφυλακής, δείχνοντας γλαφυρά την υπολογίσιμη δύναμη του ΕΑΜ, με τον ΕΛΑΣ να αριθμεί περί τις 15.000 στρατεύσιμους και με τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του Απελευθερωτικού Μετώπου να προσφέρουν διαρκή και σημαντικότατη υποστήριξη.
Η ρήξη Αριστεράς – Δεξιάς, η εμβληματική παρουσία του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ και η αδυναμία του ΕΔΕΣ να είναι το αντίπαλο δέος στον αριστερό σχηματισμό, οδήγησαν από νωρίς ακόμα τους Βρετανούς, ήδη από το 1943, να καταστρώσουν τα πλάνα τους για την αντιμετώπιση της ραγδαίας εξάπλωσης του «κομμουνιστικού κινδύνου» αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Με ημερομηνία 18 Ιουλίου 1944, ένα άκρως απόρρητο σχέδιο (παρατίθεται μαζί με άλλα ντοκουμέντα στο βιβλίο του Πέτρου Στ. Μακρή-Στάικου «Ο «Δεκέμβρης» του 1944 –Τέσσερα άγνωστα κείμενα», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2014) που υπογράφει ο συνταγματάρχης Τζ. Μ. Στίβενς μοιάζει σαν να αποτελεί τα προσχεδιασμένα βήματα για τη δράση των βρετανικών δυνάμεων με σκοπό το κλείσιμο της «ελληνικής περιπέτειας» και τον φραγμό στον «ερυθρό κίνδυνο».
Ο βρετανός πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ πάντως λίγες εβδομάδες μετά, τον Αύγουστο του 1944, σημείωνε προς τον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ίντεν: «…είτε θα υποστηρίξουμε τον Παπανδρέου, αν χρειαστεί και με τη βία όπως έχουμε συμφωνήσει, είτε θα πάψουμε να έχουμε τις οποιεσδήποτε βλέψεις στην Ελλάδα».
Οι ροές οπλισμού και άλλων υλικών προς τον ΕΛΑΣ περιορίζονται δραστικότατα, οι Βρετανοί πασχίζουν να μην πέσουν γερμανικά στρατεύματα -και ο οπλισμός τους φυσικά- στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ διαμηνύοντας στους κατακτητές να μην παραδοθούν σε αυτούς ενώ παράλληλα επιφορτίζονται με τη συγκρότηση ικανού μάχιμου στρατεύματος που θα επιβάλει τη γραμμή Λονδίνου και Καΐρου.
Ενώ ο πρωθυπουργός -με τις ευλογίες των Βρετανών- Γεώργιος Παπανδρέου ζητούσε το καλοκαίρι από τον Τσόρτσιλ «βρετανική ένοπλη βοήθεια» για να δημιουργήσει εθνικό στρατό και αστυνομία, οι Σύμμαχοι είχαν στον νου τους την εν εξελίξει επιχείρηση προώθησης σε ιταλικό έδαφος. Παρ’ όλα αυτά, μόλις οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Ελλάδα τον Οκτώβριο, οι Βρετανοί με ρητές εντολές Τσόρτσιλ άφησαν κατά μέρος τα πάντα και επικέντρωσαν τις δυνάμεις τους στην ελληνική υπόθεση.
Ο… ανοιχτός δρόμος του ΕΑΜ
Πάντως κατάλυση εξουσίας καταλογίζεται από αρκετούς στο ΕΑΜ με την κίνηση να μπει στη Θεσσαλονίκη και να την απελευθερώσει παρά τις ρητές εντολές της κυβέρνησης του Καΐρου να μην μπουν ένοπλα τμήματα στα αστικά κέντρα.
«Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για κανέναν από τους εμπλεκομένους. Το ΕΑΜικό κίνημα και η ηγεσία του, αν και βρέθηκαν σε κατάσταση αμύνης, δεν μπορούμε να πούμε πως πιάστηκαν στον ύπνο. Περίμεναν ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν η σύγκρουση, αν και δε φαίνεται να είχαν μαντέψει ούτε την έκταση που πήρε –ούτε τη σημασία της. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δεν επιδίωξαν να έχουν την πρωτοβουλία σ’ αυτήν την εξέλιξη» σημειώνει χαρακτηριστικά ο ιστορικός και δημοσιογράφος Γιώργος Πετρόπουλος («Ωμή επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα», «Ριζοσπάστης», 3.12.2000).
Έτσι, ενώ ήταν γνωστές οι προθέσεις των Άγγλων, η ηγεσία του ΕΛΑΣ δεν έδωσε σαφή εντολή να τους χτυπήσουν ούτε νωρίτερα όταν είχαν την υπεροπλία, αλλά ούτε και όταν άρχισαν να δέχονται πίεση με αποτέλεσμα οι βρετανικές δυνάμεις να αιχμαλωτίσουν, χωρίς να πέσει πυροβολισμός, ένα ολόκληρο σύνταγμα του ΕΛΑΣ στη Φιλοθέη όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες και εν τέλει να βρεθούν πανέτοιμοι με τη μακρόχρονη προπαρασκευή τους και την αποβίβαση ισχυρών δυνάμεων στον Φαληρικό όρμο.
Στόχος του ΕΛΑΣ ήταν η «ντόπια αντίδραση» και οι δωσίλογοι. Αυτούς γνώριζαν καλά, αυτούς αντιμετώπιζαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής μαζί με τις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Φυσικό είναι λοιπόν η εαμική ηγεσία να βρίσκεται με την εντύπωση της ισχύος και την επιθυμία να μην εμπλακεί τελικά σε «εσωτερικές υποθέσεις» ο αγγλικός παράγων –μια στάση που στην τελική ανάλυση οδήγησε στη μάχη της Αθήνας στην οποία μετά τις πρώτες ενθουσιώδεις επιθέσεις βρισκόταν σε όλο και πιο δυσχερή θέση.
Εκτίμηση λανθασμένη -όπως μπορεί να κρίνει κανείς εκ των υστέρων- μαζί με την απρόσκοπτη συγκέντρωση δυνάμεων στο πλευρό της κυβέρνησης Παπανδρέου με την ενεργό συμμετοχή των βρετανικών δυνάμεων.
«Αι απόρρητοι διαταγαί της Κυβερνήσεως είναι κατηγορηματικαί: Καμία εμπιστοσύνη εις τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ και καμία συνεργασία διά την τήρησιν της τάξεως. […] Τα Τάγματα Ασφαλείας ευρίσκονται εις δυσχερεστάτην θέσιν, διότι έχουσι αποκηρυχθή υπό της Κυβερνήσεως ως προδοτικά. Καταλλήλως, όμως, ο στρατιωτικός διοικητής τα ειδοποιεί να συνεχίσωσι τας υπηρεσίας των με τη δήλωσιν -ουχί ακριβή- ότι θα τύχωσι συγνώμης. Χρειάζονται αυτά ως αντίπαλοι κατά του ΕΑΜ, το οποίο επιμόνως ζητεί τη διάλυσίν των» πληροφορεί ο τότε διοικητής της Ορεινής Ταξιαρχίας συνταγματάρχης Θρασύβουλος Ι. Τσακαλώτος («40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος –Πώς εκερδίσαμε τους αγώνες μας 1940 – 1949», Αθήναι, εκ των Τυπογραφείων της «Ακροπόλεως», 1960, σελ. 578).
Η στάση της βρετανικής κυβέρνησης είναι γνωστή, με τα καίρια τηλεγραφήματα του Τσόρτσιλ να βγάζουν από την αμήχανη θέση τον αγγλικό στρατό και να τον θέτει προ των ευθυνών του απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο. «Είσθε υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ που θα πλησιάσουν προς την πόλη… Μη διστάζετε πάντως να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση» διέταζε τον στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι και ο αρχιστράτηγος των αγγλικών και ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα έφερε λίαν επιτυχώς σε πέρας τη δύσκολη αποστολή του.
«Για το ΕΑΜ και την Αριστερά η κατάσταση πλησίαζε το αδιέξοδο. Οι δυνάμεις τους ήταν κυρίαρχες σε όλη την εκτός Αθηνών Ελλάδα. Όμως στην πρωτεύουσα χτίζονταν προσεκτικά ένα καθεστώς που καμία συμφωνία δεν είχε προβλέψει. Η βρετανική αποφασιστικότητα εμπόδιζε κάθε συζήτηση και ακύρωνε «εν τη γενέσει» κάθε εναλλακτικό σχέδιο. […] Από την άλλη η ηγεσία της Αριστεράς έπρεπε να λάβει υπόψη της τόσο την ανάγκη για εξωτερική επισιτιστική βοήθεια όσο και τις περιπλοκές που θα προέκυπταν από τη σύγκρουση με τα συμμαχικά στρατεύματα ενώ ο πόλεμος διαρκούσε ακόμα. Το αδιέξοδο φαινόταν απόλυτο» παρατηρεί ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιώργος Μαργαρίτης («Από τον Λίβανο έως τη Βάρκιζα», στον 17ο τόμο της «Ιστορίας των Ελλήνων», εκδ. Δομή).
Με μεγάλα τμήματά του στην Ήπειρο και στη Μακεδονία, εκτός Αθηνών, με πολεμικό υλικό ετερόκλητο, χωρίς επάρκεια πυρομαχικών και χωρίς σημαντικά βαρέα όπλα, ο ΕΛΑΣ όδευσε στη μάχη του Δεκέμβρη σαν να ήθελε να επιδείξει τον ηρωισμό των ανδρών του και να αποκαλύψει το εν πολλοίς αδιέξοδο στις στρατηγικού χαρακτήρα κινήσεις του. Για κάποιους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αυτοκτονία» έτσι όπως εξελίχθηκε η προπαρασκευή, με διαρκή λάθη και αντικειμενικές δυσκολίες. Αλλά και πρωτύτερα, αν είχε κυριαρχήσει διά των όπλων στα αστικά κέντρα και διεκδικούσε de facto την εξουσία θα είχε καλύτερη τύχη; Πιθανόν, αλλά όλα αυτά είναι υποθέσεις που έχει φροντίσει η ίδια η ορμή της ιστορικής περιόδου να πετάξει στην άκρη. Όπως απορρίφθηκε από τον εμβληματικό κομμουνιστή ηγέτη Γκιόργκι Ντιμιτρόφ (8.12.1944) το αίτημα του ΚΚΕ για συνδρομή από τα κομμουνιστικά κόμματα.
Οι διαδηλώσεις, το πολιτικό «όπλο» του ΕΑΜ
Η κατεχόμενη Αθήνα συνταράχτηκε από αιματηρές διαδηλώσεις και απεργίες που κινητοποίησε το ΕΑΜ, τόσο για την επιστράτευση εργαζομένων ώστε να σταλούν σε εργοστάσια στη Γερμανία όσο και για τις αγριότητες των Βουλγάρων. Αυτή η «παράδοση» συνεχίστηκε και με την απελευθέρωση της πόλης στις 12 Οκτωβρίου 1944.
Όπως γράφει ο ιστορικός Ιάσων Χανδρινός, «πρώτο κατέβηκε το ΚΚΕ. Την επόμενη της εορταστικής μέρας, ένα τεράστιο «λαϊκό κύμα» με την καθοδήγηση όλων των Αχτίδων της ΚΟΑ, ξεχύθηκε από τους προσφυγικούς συνοικισμούς στη λεωφόρο Πανεπιστημίου με ζητωκραυγές υπέρ του ΕΑΜ και του Κόμματος και ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία των προδοτών –το πιο «καυτό» αίτημα των ημερών. Στο πλήθος ξεχώριζαν παπάδες (μερικοί με κόκκινες σημαίες), γριές γυναίκες και μικροί μαθητές. Ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς, από τους πιο διεισδυτικούς παρατηρητές της τότε αθηναϊκής καθημερινότητας, δήλωνε στο ημερολόγιό του πως αυτά τα πρωτόγνωρα κοινωνικά φαινόμενα, όπως και τα χιλιάδες σφυροδρέπανα που είχαν πλημμυρίσει τους τοίχους «ξεσκέπαζαν, σε μια απότομη στροφή της ιστορίας, μια πρωτεύουσα κόκκινη». […] Οι συνθήκες της φασιστικής κατοχής και οι αγώνες κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους, είχαν αναδείξει σε μάρτυρες και ήρωες τα λαϊκά στρώματα που δικαιωματικά αξίωναν πλέον την άνευ όρων ανακατανομή της πολιτικής τράπουλας.
»Τρεις μέρες αργότερα θα ριχνόταν στη «μάχη των εντυπώσεων» και ο αστικός κόσμος. Στο εξίσου ογκώδες συλλαλητήριο, το παρόν έδινε η ευπαρουσίαστη αστική τάξη της Αθήνας: ώριμοι άντρες, οικογενειάρχες, φοιτητές και καλοντυμένες κοπέλες, μια ετερόκλητη συμμαχία με πολιτικές τοποθετήσεις που ποίκιλαν από τη φιλελεύθερη δημοκρατία έως τον «μοναρχοφασισμό». Η έντονη αντιεαμική συνείδηση των μεσοαστικών και μεγαλοαστικών στρωμάτων θα τροφοδοτούσε ένα «μαύρο μέτωπο» το οποίο στις μάχες του Δεκέμβρη θα συναποτελούσαν ο αναβαπτισμένος ελληνικός στρατός της Μέσης Ανατολής (Ιερός Λόχος, ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινι), τα Σώματα Ασφαλείας (Αστυνομία Πόλεων, Χωροφυλακή, Ασφάλεια) και -φυσικά- οι άνδρες και αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας που περίμεναν υπομονετικά στους στρατώνες του Γουδή, την εξιλέωση στο πρόσωπο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και των Βρετανών» («Αθήνα, Οκτώβριος 1944», 18.11.2012).
Σύγχυση
Ο δρόμος προς τον Δεκέμβρη ήταν γεμάτος αντιφάσεις και απρόοπτα που έθεταν σε τροχιά σύγκρουσης χωρίς να γίνεται η αποφασιστική κίνηση από καμία πλευρά…
Χαρακτηριστικό της σύγχυσης που επικρατούσε είναι περιστατικό που δημοσιοποιεί ο ιστορικός Μανόλης Κασιμάτης με την άφιξη του στρατάρχη Αλεξάντερ στην Ελλάδα στις 11.12.1944 (περιλαμβάνεται στη μελέτη «Καταγράφοντας τη δράση της βρετανικής αεροπορίας τον Δεκέμβρη του 1944», Αθήνα 2013). «Το αεροδρόμιον του Καλαμακίου, όπου έφθασα την 2 μ.μ. απέχει περί τα 10 χιλιόμετρα από το κέντρον της πόλεως. Η άμυνά του ήτο ασθενής, η πέριξ περιοχή ήτο εις χείρας του ΕΛΑΣ και η μόνη τηλεφωνική επικοινωνία ήτο δυνατή μέσω ενός σταθμού υπό τον έλεγχον του ΕΛΑΣ. Είχον ως τόσον την ευγένειαν να με συνδέσωσι με το Στρατηγείον του 3ου Σώματος και έπειτα από κάποιαν καθυστέρησιν έφθασε ένα τεθωρακισμένον αυτοκίνητον δια να με παραλάβη. Μετέβην με αυτό εις την Αγγλικήν Πρεσβείαν βαλλόμενος κατά την διαδρομήν» περιγράφει ο στρατάρχης και όπως πολύ εύστοχα σχολιάζει ο κ. Κασιμάτης, «κατέφθασε στην Ελλάδα αεροπορικώς ένας από τους στρατάρχες (ελάχιστους) του Βρετανικού στρατού μαζί με έναν Βρετανό υπουργό. Το τμήμα του ΕΛΑΣ που ήταν κοντά στο αεροδρόμιο, και στο οποίο αναγκάστηκε να αποταθεί ο στρατάρχης ελλείψει μέσων επικοινωνίας, όχι μόνο δεν τον συνέλαβε ως ώφειλε (ήδη εδώ και 5 μέρες είχαν αρχίσει και «επίσημα» οι συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τους Βρετανούς) αλλά τον διευκόλυνε κιόλας να έρθει σε επαφή με το Βρετανικό Στρατηγείο το οποίο έστειλε μάλιστα δύο τεθωρακισμένα να τον παραλάβουν μαζί τους άλλους ανώτατους αξιωματούχους»…
«Η απόφαση «μετατροπής» σε τακτικό στρατό κατέτεινε μάλλον στην προσέλκυση εθελοντών -και δη αξιωματικών- και εν γένει στην πολιτική νομιμοποίηση του Αντάρτικου, παρά στη στρατιωτική αναβάθμιση ή την εξύψωση της πειθαρχίας» επισημαίνει ο Ι. Χανδρινός («Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός», 13.2.2012). Αυτό δεν ήταν αρκετό για τον ΕΛΑΣ στη διαφαινόμενη νέα σύγκρουση. Οι βρετανικές δυνάμεις υπερίσχυσαν με υπέρτερο οπλισμό, με τεθωρακισμένα, πυροβόλα, κανονιοβολούσαν τα ελλιμενισμένα στον Σαρωνικό πολεμικά και -κυρίως- διέθεταν μοίρες της RAF· την από αέρος ανεμπόδιστη επίθεση, που καθόρισε την έκβαση της μάχης.
Οι αριθμοί του πολέμου
«Στην αρχή των μαχών οι Βρετανοί είχαν στην Αθήνα και στον Πειραιά μία ελλιπή ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η, η οποία όμως είχε εξοπλιστεί για την περίσταση με μία επιλαρχία αρμάτων Sherman, των 35 τόνων, ακαταμάχητα για οποιοδήποτε όπλο που ο ΕΛΑΣ μπορούσε να διαθέτει. Υπήρχαν επίσης μονάδες αλεξιπτωτιστών και δύο τάγματα πεζικού που έφθασαν αεροπορικώς στην αρχή των γεγονότων, συνολικά 5.000 άνδρες. Αντίθετα υπήρχε ένα πλήθος βοηθητικών μονάδων με το προσωπικό τους, σχεδόν 10.000 άτομα, η προστασία των οποίων έθετε προβλήματα στον γενικό διοικητή, τον στρατηγό Σκόμπυ. Σε αυτές τις δυνάμεις προστέθηκαν τα πιστά στην κυβέρνηση Παπανδρέου ελληνικά στρατεύματα, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία με 2.800 άνδρες, μονάδες της Χωροφυλακής, της αστυνομίας και των οργανώσεων τύπου Χ με 2.500 έως 3.000 ενόπλους. Ως εφεδρεία αυτών των δυνάμεων υπολογίζονταν οι περίπου 12.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων δωσιλογικών σωμάτων που βρίσκονταν «έγκλειστοι» είτε στην Αθήνα είτε σε νησιά του Σαρωνικού. Ο όγκος των βρετανικών ενισχύσεων -τρεις μεραρχίες πεζικού, η 4η Ινδική, η 4η και 46η Βρετανικές, σε πρώτη φάση- θα έφθαναν στα μέσα Δεκεμβρίου.
»Από την άλλη πλευρά η μεγάλη μονάδα του ΕΛΑΣ της Αθήνας, το Α΄ Σώμα Στρατού, είχε μεν στα χαρτιά μία καταγεγραμμένη δύναμη που πλησίαζε τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα, πολλά από τα οποία πιστόλια και περίστροφα. Επιπλέον, από την Απελευθέρωση και μετά, οι δυνάμεις του βρίσκονταν σε κατάσταση αποστράτευσης και στην ουσία έπρεπε να συγκροτηθούν από την αρχή. Ο εφοδιασμός σε πυρομαχικά εξαρτιόταν από τη δυνατότητα αφοπλισμού των αντιπάλων του» αναλύει τη δύναμη πυρός ο καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης (ό.π.).
Προς τον Εμφύλιο
«Την τελευταία εβδομάδα του πολέμου, η βρετανική τακτική άλλαξε. Επιδιώχθηκε η στήριξη στα νεοπαγή τάγματα εθνοφυλακής που είχαν συγκροτηθεί από μέλη των δεξιών οργανώσεων τύπου Χ, από χωροφύλακες της επαρχίας και, κυρίως, από μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας που, μετά τον αφοπλισμό τους, φρουρούνταν από τους Βρετανούς σε νησιά και σε φυλακές. Τα τάγματα αυτά εξαπέλυσαν απελπισμένες επιθέσεις ενάντια στις θέσεις του ΕΛΑΣ, υπό βρετανική υποστήριξη, ενώ ανέλαβαν και το αιματηρό έργο της εκκαθάρισης των συνοικιακών δαιδάλων – των προσφυγικών ιδιαίτερα συνοικιών – σε Αθήνα και Πειραιά. Οι απώλειές τους υπήρξαν τρομακτικές – περισσότεροι ίσως από 2.000 νεκροί σε λίγες ημέρες – οι πιέσεις όμως που άσκησαν πάνω στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπήρξαν καθοριστικές για την συνέχεια» σημειώνει ο Γ. Μαργαρίτης (ό.π.) και καταλαβαίνει κανείς ότι ο δρόμος για την εμφύλια σύρραξη δεξιών και αριστερών είχε πλέον ανοίξει, με τις δύο πλευρές πλέον σχεδόν ισοδύναμες ύστερα από την καθοριστική βοήθεια του Λονδίνου.
Μες στον Γενάρη του 1945 ακολούθησε η ανακωχή και ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ -διακαής πόθος του Τσόρτσιλ και της κυβέρνησης Παπανδρέου- με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Προκλήσεις και εκκαθαρίσεις έφεραν εγγύτερα τον Εμφύλιο. Η κόκκινη γραμμή της Ιστορίας παρέμεινε η ίδια: Αριστερά – Δεξιά, μέσα σε έναν διπολικό κόσμο που άρχιζε να διαμορφώνεται (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ).
Μια ελληνική «ιδιομορφία» είναι, μέσα από τις συρράξεις του Δεκέμβρη και του Εμφυλίου που ακολούθησε, η αφομοίωση των συνεργατών των Γερμανών στον εθνικό κορμό, η αναβάπτιση των Ταγμάτων Ασφαλείας σε εθνικές δυνάμεις ενάντια στην «κόκκινη απειλή», η «άφεση αμαρτιών» σε δωσίλογους και μαυραγορίτες στις δίκες που ακολούθησαν με τη συσσώρευση του πλούτου τους να επενδύεται στην ανασυγκρότηση μιας ρημαγμένης από τους ναζί χώρας.
«ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – Πολυτεχνείο»
Η νίκη διαφαινόταν ολοκληρωτική στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αλλά το πολιτικό σύστημα βρέθηκε υπό την «πίεση» της Αριστεράς μόλις μία δεκαετία μετά την ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων (1958), με την παρουσία της ΕΔΑ στο Κοινοβούλιο ως αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ενεργοποιήθηκε σχέδιο αναχαίτισης και η Ιστορία κύλησε ως την 21η Απριλίου 1967, όταν με πρόσχημα τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» οι συνταγματάρχες αναλαμβάνουν πραξικοπηματικά τα ηνία της διακυβέρνησης.
Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου αυτή η «κόκκινη γραμμή» της σύγχρονης Ιστορίας μας επανήλθε. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό το σύνθημα στη μεταπολίτευση που συνδέει το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ και το Πολυτεχνείο –μάλιστα στα φοιτητικά αμφιθέατρα και πανσπουδαστικά συνέδρια ακουγόταν και το σύνθημα «Δαπίτες, χίτες, ταγματασφαλίτες» που δεν έφτανε να προκαλεί την αντίθετη πλευρά αλλά μάλλον την ευαρεστούσε! Η διαχωριστική αυτή γραμμή παρέμεινε παρά την εκκωφαντική κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τις τελεολογικές διακηρύξεις για την Ιστορία.
Η ένταση δεν ήταν πια η ίδια, όμως η Ιστορία δεν ξεχνά και με την εμφάνιση της πρωτόγνωρης για τη μεταπολιτευτική γενιά δύσκολης περιόδου της κρίσης, εικόνες των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου πέρασαν πάλι στο προσκήνιο με τη ρητορική της Χρυσής Αυγής και το εκλογικό «φούσκωμα» ενός αριστερού κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ. Τα Δεκεμβριανά μάλιστα έφτασαν να γίνουν αφιέρωμα και στη βρετανική εφημερίδα «Observer», με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων, η οποία είδε με αυτοκριτική τη στάση του Λονδίνου στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Με τίτλο «Αθήνα, 1944: Το βρώμικο μυστικό της Βρετανίας», καταγράφει την ημέρα που άλλαξε την Ιστορία, μιλάει με επιζώντες δίνοντας ως εξής το στίγμα: «Όταν 28 πολίτες σκοτώθηκαν στην Αθήνα, δεν ήταν οι ναζιστές υπεύθυνοι, ήταν οι Βρετανοί. Ο Εντ Βάλιαλμι και η Έλενα Σμιθ αποκαλύπτουν πώς η επονείδιστη απόφαση του Τσόρτσιλ να στραφεί εναντίον των ανταρτών που πολέμησαν στο πλευρό των Βρετανών καλλιέργησε τους σπόρους της σημερινής ακροδεξιάς στην Ελλάδα».
Από τα έκτροπα των τριεψιλιτών της Θεσσαλονίκης ως την «καθεστηκυία» 4η Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, η ελληνική Ακροδεξιά βρίσκει συγγενείς τρόπους έκφρασης και δράσης όλα αυτά τα χρόνια. Χωρίς να απολογούνται για τους συνεργάτες των Γερμανών ταγματασφαλίτες και να νιώθουν υπερήφανοι για τις δυνάμεις ασφαλείας που υπερασπίστηκαν το στρατόπεδο της Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη απέναντι στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ έχοντας μάλιστα την καθοριστική συμβολή των αγγλικών βαρέων όπλων. Με ρίζες από την περίοδο εκείνη ήταν και οι συνταγματάρχες του ’67 ενώ με τάγματα εφόδου επελαύνουν στις συνοικίες του σήμερα οι πρώτου βαθμού πολιτικοί τους συγγενείς.
Αυτή η «κόκκινη γραμμή» της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας μοιάζει να είναι ατελείωτη.
Ενδεικτική βιβλιογραφία

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, «Η σύγκρουση του Δεκεμβρίου 1944», Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΣτ’
Γιώργος Μαργαρίτης, «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949», Βιβλιόραμα
Πολυμέρης Βόγλης, Φλώρα Τσίλαγα, Ιάσονας Χανδρινός, Μενέλαος Χαραλαμπίδης (επιμέλεια), «Η εποχή των ρήξεων –Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940», Επίκεντρο
Ιάσονας Χανδρινός, «Το τιμωρό χέρι του λαού –Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη Αθήνα (1942 – 1944)», Θεμέλιο
Μαρκ Μαζάουερ, «Σκοτεινή ήπειρος –Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας», Αλεξάνδρεια
Χάγκεν Φλάισερ, «Στέμμα και σβάστικα –Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944», Παπαζήση

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.