Δύο από τους σημαντικότερους έλληνες λογοτέχνες του 20ού αι. που έχουν ασχοληθεί με τη ζωή και το έργο του Θεοτοκόπουλου (1541-1614) είναι ο Ν. Καζαντζάκης (Ν.Κ.) και ο Γ. Σεφέρης (Γ.Σ.). Το παρόν σημείωμα (μια εκτενέστερη μορφή του έχει δημοσιευθεί παλαιότερα) σκοπεύει να δώσει, με την ευκαιρία των 400 χρόνων από τη γέννηση του Γκρέκο, ορισμένα παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι δύο συγγραφείς (ολωσδιόλου διαφορετικής λογοτεχνικής ιδεολογίας, και όχι μόνο) προσλαμβάνουν και ερμηνεύουν τον ζωγράφο.
Οι αναφορές του Ν.Κ. στον Γκρέκο είναι πολλές: η μεταθανάτια Αναφορά, το ομώνυμο Canto στις Τερτσίνες (1933), το ταξιδιωτικό Ισπανία (1937), τα Τετρακόσια Γράμματα στον Πρεβελάκη και στην Ελένη Σαμίου (Ασυμβίβαστος). Ενδιαφέρον είναι και ένα άρθρο του στην «Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη». Κάποια στιγμή ο Ν.Κ. προτείνει στον ειδήμονα, νεότερο «αδελφό» του, Πρεβελάκη να γράψουν μαζί ένα βιβλίο για τον διάσημο συμπατριώτη τους. Το κρητικό τρίγωνο δεν έδεσε τελικά, καθώς ο Ν.Κ. βρήκε τη συνεργασία δύσκολη και αποφάσισε να γράψει μόνος ένα βιβλίο «λεύτερο, λυρικό», χωρίς «documentation», στο οποίο θα «κουβέντιαζε» με τον Γκρέκο. Η ιδέα θα υλοποιηθεί μερικώς στην Αναφορά. Επίσης όποιος διαβάσει το σχετικό κεφάλαιο της Ισπανίας, όπου ο Ν.Κ. περιγράφει την επίσκεψή του στο Τολέδο, θα διαπιστώσει ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να συντάξει μια όντως εμπειρική σπουδή για τον ζωγράφο.
Ωστόσο εκείνο που τονίζεται περισσότερο από τον Ν.Κ., όταν περιγράφει τους πίνακες του Γκρέκο, δεν είναι τόσο η ζωγραφική όσο η (κατά την άποψή του) ιδεολογία και μεταφυσική του ζωγράφου, η ιδιοσυγκρασία και η αγωνία ενός κρητικού τεχνίτη που μοιάζει με τη δική του ιδιοσυγκρασία και υπαρξιακή αγωνία. Ο Ν.Κ. ταυτίζεται συνεχώς με τον Γκρέκο, σε βαθμό που τον «οικειοποιείται» ως δικό του Παππού και πρόδρομό του. Πιστεύει πως τα όποια βιοτικά ή άλλα προβλήματα αντιμετωπίζει ο ίδιος είναι παρόμοια με τα προβλήματα που είχε ο ζωγράφος όταν λ.χ. ήρθε σε ρήξη με τον βασιλιά Φίλιππο Β’, που αρνήθηκε «να του δώσει τους τοίχους του Εσκοριάλ να τους γιομώσει». Τέλος στην Αναφορά ο αφηγητής δεν συναντά τον «Γεχωβά». Συναντά τον Γκρέκο: «ήσουν εσύ, Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκουσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλη τα σφιμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες». Σκοπός αυτής της επιφάνειας του Γκρέκο ήταν να δώσει στον συντοπίτη συγγραφέα μια σειρά από άγριες «προσταγές» που καταλήγουν στη γνωστή διαταγή «Φτάσε όπου δεν μπορείς»!
Για τον Σεφέρη ο Θεοτοκόπουλος (όπως προτιμά να τον λέει) είναι σαφώς διαφορετικός. Είναι ένας τολμηρός ανανεωτής της τέχνης, ο πρώτος σύγχρονος έλληνας τεχνίτης, ο πρωτοπόρος της ιδέας του «δύσκολου ελληνισμού». Ο μικρός πίνακας του Θεοτοκόπουλου που βλέπει ο Γ.Σ. στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου επανέρχεται συνεχώς στη σκέψη του (μαζί με τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Καβάφη αλλά και τον Θεόφιλο και τον Μακρυγιάννη) κάθε φορά που αναφέρει αυτόν τον «ελληνισμό». Ο Θεοτοκόπουλος είναι σαν ένας φάρος «όχι με την έννοια των λογογράφων αλλά με την έννοια του θαλασσοπόρου. […] Αν δεν έπεφτε η Πόλη μια φορά. Αν δεν έπεφτε η Πόλη δυο φορές. Αν είχε της ειρήνης τα δώρα, δε θα γινότανε τάχα μια αναγέννηση του λόγου στο Βυζάντιο; Η πνευματική μορφή του Θεοτοκόπουλου είναι ένα χεροπιαστό παράδειγμα του τι θα μπορούσε να ήταν η αναγέννηση αυτή». Ο Γ.Σ. θέλγεται από το αναγεννησιακό, αντιακαδημαϊκό πνεύμα και τη δημιουργική τόλμη του Γκρέκο. Και είναι αυτός ο καλλιτέχνης που συνιστά το κύριο επιχείρημά του στη διαμάχη με τον Τσάτσο όσον αφορά όχι μόνο την ελευθερία του τεχνίτη και τον «παραλογισμό» του αλλά και την ικανότητα της τέχνης του να συγκινεί.
Αυτή την καλλιτεχνική ανεξαρτησία και ελευθερία θαυμάζει επίσης ο Σεφέρης στον διάσημο πίνακα του Τολέδου, όπου ο ζωγράφος αφαιρεί το νοσοκομείο του δον Χουάν Ταβέρα «γιατί τον εμποδίζει» και θεωρεί αυτή την πρωτοβουλία «μοναδικό παράδειγμα στα χρονικά της δυτικής τέχνης ώς την εποχή που ονομάζουμε μοντέρνα».
Περισσότερο ενδιαφέρουσα, πλην «σκοτεινή» και δυσερμήνευτη, είναι μια καταγραφή του Σεφέρη που αφορά την περσόνα του Στράτη Θαλασσινού (Μέρες Β’ 108). «Επαιξα τη Δεύτερη Σουίτα του Μπαχ και συλλογίστηκα το Στράτη Θαλασσινό. Αυτή η υπόθεση θα με κάνει να φτύσω αίμα. […] Ο Στράτης Θαλασσινός είναι μια εξίσωση ή ένα τρίγωνο, το εξής: Στην κορυφή ο Θεοτοκόπουλος. Αριστερά: Μπαχ, Εισαγωγή της Δεύτερης Σουίτας και Αρια της Τρίτης. Δεξιά: Ενας βράχος στη θάλασσα, κάπου στην Ελλάδα. Το τεντώνω, το τεντώνω σα χορδές∙ αν δε μιλήσει, θα σκάσω εγώ». Ποιος μπορεί να μας λύσει σήμερα αυτή την εξίσωση;
Η σύγκριση των απόψεων του Ν.Κ. και του Γ.Σ. για τον Θεοτοκόπουλο αναγκαστικά μένει λειψή. Παραθέτουμε ως κατακλείδα τις σκέψεις τους σχετικά με τη σταδιακή «ωρίμανση» του ζωγράφου και τη γενικότερη εξέλιξη της τεχνικής του. Ο Ν.Κ. γράφει: «Οσο γερνάει αντίς να γαληνεύει, δηλαδή να ξεθυμαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, ο Γκρέκο αγριεύει ολοένα, η «παραφροσύνη» του όλο και γίνεται πιο γόνιμη. Τα στερνά του έργα Η πέμπτη σφραγίδα, ο Λαοκόοντας, Το Τολέδο με την καταιγίδα είναι καθάρια φλόγα. Δεν είναι σώματα…» (Ισπανία 90). Αντίθετα ο Γ.Σ. (Μέρες Δ’ 16) υποστηρίζει, «Συλλογιζόμουνα προχτές φυλλομετρώντας το έργο του Θεοτοκόπουλου, πως όσο προχωρεί τόσο γίνεται περισσότερο δικός μας, τα πρόσωπά του θυμίζουν κάποτε εκπληκτικά μορφές ελληνικού νησιού. Οσο γερνά τόσο ελευθερώνεται η ψυχή του, οι αναμνήσεις της πρώτης ηλικίας θα ‘λεγες πως βγαίνουν στον αφρό ευκολώτερα. Να το προσέξω κάποτε από πιο κοντά».
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ