Η σοσιαλδημοκρατία έκανε την εμφάνισή της στον 19ο αιώνα σαν μια κίνηση που αρχικά είχε και επαναστατικές / μαρξιστικές και εξελικτικές / ρεφορμιστικές τάσεις. Η πόλωση μεταξύ των δύο προσανατολισμών πήρε την πιο χαρακτηριστική μορφή της στη διαμάχη μεταξύ της λενινιστικής επαναστατικής στρατηγικής (ως προς τον τρόπο υπέρβασης του καπιταλισμού) και αυτής του Μπερνστάιν. Η επαναστατική προσέγγιση πρέσβευε πως η εξελικτική προοπτική θα οδηγούσε στην «αστικοποίηση» της εργατικής τάξης και άρα στη μακρόχρονη επιβίωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο Μπερνστάιν, από την άλλη μεριά, πίστευε πως η σταδιακή καλυτέρευση της θέσης των εργατών μέσω δημοκρατικών διαδικασιών είναι η βασική προϋπόθεση για την υπέρβαση του καπιταλισμού και το πέρασμα στον δημοκρατικό σοσιαλισμό, δηλαδή σε μια μετακαπιταλιστική κατάσταση όπου ο έλεγχος των μέσων παραγωγής θα βασιζόταν κυρίως σε συνεταιριστικές αξίες και κανόνες.
Τελικά η στρατηγική του Μπερνστάιν επικράτησε και αυτό οδήγησε στα τριάντα «χρυσά χρόνια» της σοσιαλδημοκρατίας (1945-1975). Σε αυτή την περίοδο, πολλά σοσιαλδημοκρατικά βορειοδυτικά ευρωπαϊκά κόμματα κατέκτησαν την εξουσία και κατόρθωσαν να «εξανθρωπίσουν» σε κάποιον βαθμό τον καπιταλισμό. Κατόρθωσαν να προωθήσουν τη διάχυση δικαιωμάτων προς τη λαϊκή βάση. Δικαιώματα στον αστικό χώρο (κράτος δικαίου), στον πολιτικό (καθολική ψήφος για άνδρες) και στον κοινωνικό (κράτος πρόνοιας). Πρόκειται για ένα κατόρθωμα που δεν είχε ποτέ άλλοτε επιτευχθεί στη σύγχρονη εποχή.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 όμως παρατηρούμε μια εκτεταμένη/βαθιά σοσιαλδημοκρατική κρίση, η οποία είχε δύο βασικά αίτια. Πρώτον, λόγω των νέων τεχνολογιών της μεταφορντικής περιόδου η βιομηχανική εργατική τάξη, που ήταν η κύρια βάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, συρρικνώθηκε. Δεύτερον, η άνοδος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και η μείωση της αυτονομίας του κράτους-έθνους άλλαξαν την ισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Το κράτος δεν ήταν πια ικανό να ελέγξει τις κινήσεις του κεφαλαίου εντός των εθνικών συνόρων. Λόγω αυτού τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετατράπηκαν σε «catch-all parties», δηλαδή σε κόμματα που για να επιβιώσουν εκλογικά αναγκάστηκαν να απευθυνθούν σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό, χάνοντας έτσι τον φιλεργατικό χαρακτήρα τους. Σε έναν σημαντικό βαθμό υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν νεοφιλελεύθερες θέσεις και πρακτικές. Η υλοποίηση αυτών των θέσεων οδήγησε, ως γνωστόν, σε τεράστιες ανισότητες, στη σχετική αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας και στην περιθωριοποίηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού.
Πολλοί, κυρίως στον χώρο της Αριστεράς, ταυτίζουν αποκλειστικά τη σοσιαλδημοκρατία με τη χρυσή εποχή της. Κατ’ αυτούς η «αληθινή» σοσιαλδημοκρατία είναι φαινόμενο της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου. Σήμερα έχει εξαφανιστεί ανεπιστρεπτί. Από την άλλη μεριά όμως υπάρχουν αυτοί που ορίζουν το φαινόμενο ευρύτερα: σε ένα εξελικτικό, ρεφορμιστικό κίνημα που μπορεί να αναζωογονηθεί, που μπορεί να ξεπεράσει τη σημερινή κρίση του δημιουργώντας νέες στρατηγικές βασισμένες στα νέα δεδομένα και που θα στοχεύουν σε μια δεύτερη «χρυσή εποχή», σε έναν δεύτερο εξανθρωπισμό του καπιταλισμού.
Παρ’ όλο που το κράτος-έθνος δεν έχει σήμερα συρρικνωθεί, όπως ήδη ειπώθηκε, έχει χάσει ένα σημαντικό μέρος της αυτονομίας του. Ως εκ τούτου, είναι γεγονός πως μια προοδευτική σοσιαλδημοκρατία δεν είναι πια εφικτή «σε μία μόνο χώρα» –κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο. Μπορεί μόνο να επιτευχθεί σε ένα ευρύτερο μεταεθνικό πλαίσιο όπως αυτό της ΟΝΕ. Ενα πλαίσιο ικανό να αποκτήσει μια σχετική αυτονομία σε σχέση με το παγκόσμιο σύστημα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια ριζικά διαφορετική ευρωζώνη. Προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή της ετοιμόρροπης αρχιτεκτονικής της. Προϋποθέτει το πέρασμα από μια νεοφιλελεύθερη, γερμανοκρατούμενη Ευρώπη σε μια πιο ενοποιημένη σοσιαλδημοκρατική κοινότητα χωρών που να βασίζεται όχι μόνο στον ανταγωνισμό αλλά και στην αλληλεγγύη. Σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, τη δημιουργία αναδιανεμητικών μηχανισμών που θα μειώνουν τις ανισότητες μεταξύ πιο αναπτυγμένων και λιγότερο αναπτυγμένων/ανταγωνιστικών οικονομιών. Είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια τέτοια Ευρώπη; Νομίζω πως είναι δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο.
Οι γερμανικές ελίτ αντιλαμβάνονται πια πως, λόγω της ανάπτυξης των «αναδυόμενων οικονομιών», η τυχόν διάλυση της ΟΝΕ θα καταστήσει τη χώρα τους έναν τρίτης κατηγορίας παίκτη στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό η κυρία Μέρκελ θέλει να το αποφύγει, χωρίς να αλλάξει όμως τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της. Δεν νομίζω πως αυτό είναι εφικτό. Η Γερμανία θα πρέπει να διαλέξει: ή τον σοσιαλδημοκρατικό μετασχηματισμό της ευρωζώνης ή τη διάλυσή της.
Η παγκόσμια διάσταση
Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού η παγκόσμια οικονομία αποτελείται από τρεις διαφορετικούς τύπους καπιταλισμού: τον νεοφιλελεύθερο τύπο, όπου κυριαρχούν οι ΗΠΑ, τον αυταρχικό καπιταλισμό, όπου κύριος παγκόσμιος παίκτης είναι η Κίνα, και τον πιο αδύναμο ημι-σοσιαλδημοκρατικό/«σοσιαλφιλελεύθερο» ευρωπαϊκό καπιταλισμό της ευρωζώνης. Από αυτή τη σκοπιά, η πιθανή σοσιαλδημοκρατικοποίηση της Ευρώπης μπορεί να οδηγήσει ξανά σε ευνοϊκές συνθήκες για την αναβίωση προοδευτικών σοσιαλδημοκρατικών στρατηγικών.
Τέλος, όπως πολλές φορές στο παρελθόν έτσι και σήμερα, στους κόλπους της Αριστεράς, πολλαπλασιάζονται οι προβλέψεις για την επερχόμενη κατάρρευση του καπιταλισμού. Νομίζω πως αυτή η πρόβλεψη θα διαψευστεί για μία ακόμη φορά. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής σίγουρα δεν είναι αιώνιος. Αλλά έχει ακόμη πολλά χρόνια ζωής. Αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, γιατί οι δυνάμεις που προσπαθούν να τον ανατρέψουν (αριστερά συνδικάτα και κόμματα, μαζικές κινητοποιήσεις τύπου Γένοβας και Αγανακτισμένων, νέα κοινωνικά κινήματα, παγκόσμιες μη κυβερνητικές οργανώσεις κτλ.) είναι εξαιρετικά καχεκτικές –και σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπάρχει βέβαια η θεωρία πως λόγω των συνεχιζόμενων και εντεινόμενων παγκόσμιων κρίσεων, ακόμα και χωρίς σοβαρές λαϊκές πιέσεις, οι συστημικές αντινομίες της παγκόσμιας οικονομίας θα οδηγήσουν στην κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτού του είδους οι αναλύσεις που ξαναπροβάλλουν στον αριστερό χώρο (βλ. π.χ. Streeck, 2014) δεν λαμβάνουν υπόψη τους πως οι δυνάμεις που θα διαμορφώσουν τον κόσμο στις δεκαετίες που έρχονται είναι η Κίνα και οι ΗΠΑ, που είναι καπιταλιστικές, χωρίς να είναι παθητικά όργανα των πολυεθνικών. Αυτοί οι δύο πιο σοβαροί παίκτες στην παγκόσμια οικονομία και γεωπολιτική αρένα έχουν τουλάχιστον ένα κοινό συμφέρον: την πιο αποτελεσματική διαχείριση των καπιταλιστικών κρίσεων, κρίσεων που αναμφίβολα θα συνεχιστούν αλλά μπορούν σε έναν μεγάλο βαθμό να ελεγχθούν.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, οι προοδευτικές δυνάμεις (δηλαδή οι δυνάμεις που μάχονται για την παραπέρα διάχυση δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα) έχουν την εξής επιλογή: ή να ακολουθήσουν στρατηγικές ανατροπής του καπιταλισμού ή να ακολουθήσουν μια νέα προοδευτική, ρεφορμιστική στρατηγική εντός των ορίων που επιβάλλει το καπιταλιστικό πλαίσιο. Η πρώτη, επειδή είναι ουτοπική, όπως στο παρελθόν, θα αποτύχει. Η δεύτερη μπορεί να οδηγήσει σε μιαν αναβίωση της σοσιαλδημοκρατίας και σε έναν πιο ανθρώπινο κόσμο.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ