Ενα μεσημέρι μέσα στην Κατοχή, στη Μεσσήνη, το Νησί που λένε οι ντόπιοι, ο τότε διοικητής των Γερμανών κάλεσε τους κατοίκους να κάνουν μια συγκεκριμένη εργασία στην πλατεία, μια αγγαρεία ρουτίνας. Ηταν επιτακτικός, αλλά άτυχος: λίγο η παραδοσιακή πελοποννησιακή πονηριά, λίγο η δύναμη της συνήθειας της χρόνιας κατοχικής σχέσης (ακόμη και οι σχέσεις με τον κατακτητή αδυνατίζουν με τον χρόνο), λίγο η ανάγκη του ανθρώπου να δοκιμάσει τα όρια του συστήματος, η ουσία είναι πως κανείς δεν αποκρίθηκε· όλοι ήταν στα χωράφια τους.
Ο Γερμανός όμως είχε νεύρα. Και χτύπησε τους ντόπιους εκεί που θα πονούσαν: μάζεψε τις πολύφερνες νύφες του χωριού και τις έστησε μπροστά σε πολυβόλα στο κέντρο της πλατείας. «Αν δεν έρθετε σε μία ώρα, θα σκοτώσω το μέλλον σας» διεμήνυσε με κάπως λιγότερο ποιητικό τρόπο στους χωρικούς που επέστρεψαν τρέχοντας να σώσουν την κατάσταση.
Η ιστορία είναι πραγματική, έρχεται από τις διηγήσεις της γιαγιάς μου. Καθώς τη λέει κάπως ανόρεχτα μέσα στην καθημερινότητά της, δημιουργείται η απορία: ένας άνθρωπος που έχει ζήσει την Ιστορία από τόσο κοντά, που έχει δει τις κάννες των πολυβόλων να σημαδεύουν τα εφηβικά μάτια της, πώς γίνεται να μην το κάνει μεγάλο θέμα; Γιατί δείχνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το φαΐ στον φούρνο, γιατί επιμένει να ασχολείται με τα πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητας και αποφεύγει τους ηρωισμούς; Ισως αυτό να είναι το νόημα: όταν είσαι κοντά στην Ιστορία δεν σε νοιάζει και ιδιαίτερα. Απλώς θέλεις να συνεχίσεις τη ζωή σου. Οσο πιο αδιάφορα τόσο το καλύτερο.
Θα έπρεπε να το έχουμε καταλάβει και από τις δικές μας ιστορίες.
Σε λίγες ηµέρες συµπληρώνονται έξι χρόνια από τη στιγμή που ο ιστορικός του μέλλοντος θα σημειώσει πως ξεκίνησαν όλα. Από την 6η Δεκεμβρίου του 2008, όταν ο Επαμεινώνδας Κορκονέας δολοφόνησε στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου στα Εξάρχεια τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο.
Δεν μοιάζει να έχει συμβεί δεκαετίες πριν; Συνέβη σε μια εποχή που η οικονομική φούσκα της Ελλάδας ήταν στην πιο χορταστική της εποχή. Τότε που τα χρήματα ήταν παντού, η τρυφηλότητα επίσης. Τα σκάνδαλα του πιο ένοχα σιωπηλού πρωθυπουργού της Μεταπολίτευσης, του Κώστα Καραμανλή, είχαν αρχίσει να δημιουργούν μια εικόνα σήψης, αλλά οι οικονομικοί δείκτες ήταν ευχαριστημένοι.
εξέγερση που ακολούθησε τη δολοφονία έφερε μια στιγμιαία αμηχανία. Τι θέλουν οι νέοι; Να «σκοτώσουν» τους γονείς τους; Να δολοφονήσουν τον τρόπο ζωής με τον οποίο μεγάλωσαν; Μήπως ήταν απλώς κακομαθημένα παιδιά που ήθελαν λίγη προσοχή; Και αν ναι, πώς τα αντιμετωπίζουμε; Στην αρχή με ένοχη απάθεια και στη συνέχεια με βίαιη καταστολή, το ελληνικό κράτος θεώρησε πως καθάρισε με το πρόβλημα μιας εξέγερσης που δεν θεώρησε ποτέ εξέγερση.
Και µετά, ο χρόνος πύκνωσε. Η κρίση, η νέα αμφισβήτηση, η αυτοταπείνωση, ο φόβος, οι πορείες και η κρατική βία, η αναδιανομή του πλούτου, η συντηρητικοποίηση, τα κατώτερα ένστικτα, οι φασίστες. Η Ιστορία της σύγχρονης ζωής μας.
Αυτά τα τελευταία έξι χρόνια η Ελλάδα και κυρίως το κέντρο της Αθήνας είχε την αμφίβολη τιμή να ζήσει την Ιστορία από κοντά.
Δεν είναι ηρωική όπως νομίζουμε όταν τη διαβάζουμε, δεν είναι πάντα κινηματογραφική, ούτε σου προκαλεί εύκολο συναίσθημα. Είναι σκληρή, ενοχλητική, είναι κάτι με το οποίο θέλεις να ξεμπερδεύεις για να ζήσεις μια κανονική, αδιάφορη, ανώνυμη ζωή.
Τώρα που βρισκόμαστε στην καμπή της Ιστορίας, τώρα που ο φόβος έχει περάσει και έχει έρθει η ματαιότητα, τώρα που η πανοπλία του κυνισμού μάς επιτρέπει να ζούμε όλο και πιο αδιάφορα, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί οι παλιοί μπορούν να διηγούνται τις πιο συνταρακτικές ιστορίες χωρίς πάθος, σαν να έχουν μεγαλύτερη αγωνία μην τους καεί το παστίτσιο. Γιατί η Ιστορία είναι υπέροχη και διδακτική όταν τη διαβάζεις, τη διδάσκεις ή την αναπολείς, αλλά είναι ενοχλητική σαν μια γκρίζα Δευτέρα του Νοεμβρίου όταν τη ζεις.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ