Ένταση, τραυματίες και συγκρούσεις Ρώμη κατά τη διαδήλωση εργαζομένων στο χαλυβουργείο γερμανικών συμφερόντων της πόλης Τρένι εναντίον επικείμενων απολύσεων. Τουλάχιστον πέντε εργάτες τραυματίστηκαν με τα συνδικάτα να καταγγέλλουν ότι οι διαδηλωτές δέχτηκαν απρόκλητη και αναίτια αστυνομική βία. Ζητούν απόδοση ευθυνών για τις εικόνες με τους διαδηλωτές να δέχονται χτυπήματα με γκλομπ στο κεφάλι.
Οι συγκρούσεις σημειώθηκαν κοντά στο κτίριο της γερμανικής πρεσβείας όταν οι διαδηλωτές επιχείρησαν να κατευθυνθούν προς το υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης αφότου αντιπροσωπεία τους προσπάθησε ανεπιτυχώς να συναντήσει τον γερμανό πρέσβη.
Ο επικεφαλής του συνδικάτου Fiom Cgil Μαουρίτσιο Λαντίνι κατήγγειλε την αστυνομική βία και ζήτησε επείγουσα συνάντηση με τον υπουργό Εσωτερικών και τον αρχηγό της ιταλικής Αστυνομίας.
Οι συγκρούσεις κράτησαν 20 λεπτά παρουσία του Λαντίνι, ο οποίος προσπάθησε να μεσολαβήσει. Ο ίδιος ανέφερε ότι δύο μέλη του Fiom δέχτηκαν χτυπήματα με γκλομπ στο κεφάλι.
Όπως μεταδίδουν τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, σε τηλεφωνική επικοινωνία με την υπουργό Οικονομικής Ανάπτυξης Φεντερίκα Γκουίντι, ο Λαντίνι δήλωσε ότι «είναι πολύ σοβαρό και απαράδεκτο αυτό που συνέβη σήμερα, και όποιος έδωσε την εντολή φέρει την ευθύνη».
Ο επικεφαλής του Fiom, το οποίο εκπροσωπεί τους εργάτες της βαριάς βιομηχανίας και τους εργαζόμενους στον τομέα των νέων τεχνολογιών, δήλωσε ότι το απόγευμα θα αρχίσουν να καταφθάνουν στη Ρώμη και άλλοι εργάτες από όλη την Ιταλία.
Η συνδικαλιστική οργάνωση είχε κατηγορήσει τις περασμένες ημέρες τον ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι ότι «με την συγκεκριμένη υπόθεση, αποδεικνύει όλη την υποτέλειά του στην καγκελάριο Μέρκελ».
Πριν δυο εβδομάδες, το χαλυβουργείο του Τέρνι, γερμανικών συμφερόντων, ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε 537 απολύσεις επί συνόλου 2.600 εργαζομένων. Το χαλυβουργείο αυτό παράγει, από μόνο του, το 15% του ΑΕΠ της περιοχής Ούμπρια της κεντρικής Ιταλίας, με πρωτεύουσα την πόλη της Περούτζια.
Επιτροπή εργατών ζήτησε πριν ξεσπάσουν οι συγκρούσεις να συναντήσει τον γερμανό πρέσβη, αλλά τελικώς συνομίλησε με εκπρόσωπο της πρεσβείας, στον οποίο εξέθεσε τις θέσεις και τις ανησυχίες της. Ζητήθηκε ουσιαστικά να προβλεφθούν ειδικές «συμβάσεις εργασίας αλληλεγγύης» και όχι απολύσεις, όπως συμβαίνει στις μονάδες του ομίλου στη Γερμανία.