«Το Βυζάντιο κατέχει αβέβαιη θέση στην ιστοριογραφία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ξέρουμε πού να το εντάξουμε» έγραφε πριν από μερικά χρόνια η Αβεριλ Κάμερον στο βιβλίο της «Οι Βυζαντινοί». Ο αγγλικός τίτλος του νέου της βιβλίου («Byzantine Matters», Princeton University Press, 2014) είναι αμφίσημος· παραπέμπει τόσο στα διάφορα «ζητήματα» που θίγει ως ομότιμη καθηγήτρια της Υστερης Αρχαιότητας και της Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όσο και στην πεποίθησή της ότι ο βυζαντινός πολιτισμός «έχει σημασία» για εμάς σήμερα. «Το Βυζάντιο ανήκει σε όλους μας και πρέπει να τοποθετηθεί στο επίκεντρο της ιστοριογραφίας» γράφει χαρακτηριστικά η ίδια, καταγράφοντας προβληματισμούς στο πεδίο της θεωρίας και της έρευνας και προτείνοντας νέες κατευθύνσεις στους ιστορικούς. «Βασικό μέλημα των μελετητών που εργάζονται σήμερα είναι να δείξουν ότι ο βυζαντινός πολιτισμός δεν υπήρξε μονολιθικός» είπε στο «Βήμα της Κυριακής» η Αβεριλ Κάμερον που έχει ασχοληθεί συστηματικά με τους τρόπους πρόσληψης και ερμηνείας του Βυζαντίου. «Η ιδέα του βυζαντινού εξαιρετισμού μάς κρατάει πίσω» διότι είναι «απολύτως συνδεδεμένη με την ιδέα του Βυζαντίου ως θύματος και πολιτισμικά κατώτερου» υπογραμμίζει και μας καλεί να σκεφτούμε εκ νέου τη θέση του Βυζαντίου τόσο στην Ιστορία όσο και στο φαντασιακό της Δύσης.
Φαίνεται, κυρία Κάμερον, ότι οι προκαταλήψεις για το Βυζάντιο παραμένουν ακαταμάχητες ακόμη και σήμερα. Πώς θα αλλάξει αυτό;
«Στη σημερινή ιστοριογραφία για τη διαμόρφωση της Ευρώπης επικρατεί η αφήγηση από μια δυτικοευρωπαϊκή σκοπιά, η οποία αποκλείει ή τουλάχιστον έχει ελάχιστα να πει για την Ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης ή του Βυζαντίου. Στη Μεγάλη Βρετανία λ.χ. οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τίποτε για το Βυζάντιο και, ακόμη κι αν γνωρίζουν, έχουν μάθει να το αντιμετωπίζουν σαν κάτι γραφειοκρατικό, διεφθαρμένο, σκοταδιστικό και άσχετο με τη Δυτική Ευρώπη. Μια τέτοια αντίληψη είναι επικίνδυνη, υπό την έννοια ότι δεν γίνεται κατανοητή λ.χ. η βυζαντινή κληρονομιά της Ρωσίας, και επιπλέον φαντάζει ειρωνική δεδομένου ότι, ενώ η Ελλάδα της κλασικής αρχαιότητας θεωρείται η μήτρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η βυζαντινή περίοδος της Ελλάδας είναι παραγνωρισμένη. Αν κάποιος υιοθετήσει μια πιο σφαιρική, παγκόσμια ή διεθνική σκοπιά, διαπιστώνει ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συγκρίνεται συχνά με την αρχαία Κίνα, αλλά το Βυζάντιο μένει απ’ έξω σε ανάλογες προσεγγίσεις. Στην πραγματικότητα όμως, αν δεν λογαριάσουμε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένων των Βαλκανίων και των σλαβικών χωρών, και όλη τη σύγχρονη Τουρκία –χωρίς να αναφερθούμε στην Ανατολική Μεσόγειο της προηγούμενης περιόδου –είναι αδύνατον να καταλάβουμε την εξάπλωση των ιδεών και των θρησκειών σε ολόκληρη την Ευρασία. Θα έλεγα ότι το Βυζάντιο, ως μια αυτοκρατορία πολλών εκατοντάδων χρόνων, είναι ένα ουσιαστικό κομμάτι της πολιτικής και οικονομικής Ιστορίας της ύστερης αρχαιότητας και του μεσαιωνικού κόσμου. Οταν εξέφρασα κάποιες από αυτές τις σκέψεις σε ένα άρθρο μου στο περιοδικό «Νέα Εστία» («Η απουσία του Βυζαντίου», Ιανουάριος 2008), προκλήθηκαν γόνιμες αντιδράσεις από μελετητές στην Ελλάδα και αλλού. Αυτό δείχνει πόσο σημαντικό είναι το ζήτημα και γιατί πρέπει να επιμείνουμε».
Πού βρίσκεται η ρίζα της «εξαιρετικά αρνητικής», όπως γράφετε κι εσείς, ιστοριογραφικής παράδοσης που ακολουθεί το Βυζάντιο; Μήπως στην Ορθοδοξία;
«Η δυτικοευρωπαϊκή αρνητική στάση απέναντι στο Βυζάντιο χρονολογείται από τον 16ο αιώνα –ο ίδιος ο όρος «βυζαντινός» είναι ένας νεωτερισμός και δεν εθεωρείτο κολακευτικός χαρακτηρισμός· σήμαινε ότι οι Βυζαντινοί δεν ήταν Ρωμαίοι, ότι δηλαδή δεν είχαν σχέση με την κλασική αρχαιότητα ούτε με την Ευρώπη ευρύτερα. Τόσο ο Μοντεσκιέ όσο και ο Γκίμπον, επί παραδείγματι, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ότι το Βυζάντιο «έπεσε» το 1453, ένα τέλος που, δυστυχώς, διαπέρασε και στοίχειωσε την Ιστορία του. Μια άλλη παράμετρος της ατυχίας του Βυζαντίου, ως προς την πρόσληψή του, ήταν ότι δεν επωφελήθηκε από την άνθηση της Ιταλικής Αναγέννησης –παρότι οι βυζαντινοί διανοούμενοι του 14ου αιώνα μπορούν να συγκριθούν με τον οποιονδήποτε και παρότι είχαν ήδη στενούς δεσμούς με την Ιταλία. Την ίδια στιγμή βλέπουμε ότι οι αντιλήψεις για το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα είναι έντονα ανταγωνιστικές επειδή το Βυζάντιο συμβολίζει την Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη και την αυτοκρατορία, παρά το ελεύθερο πνεύμα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας. Αντιθέτως στη Ρωσία του Πούτιν το Βυζάντιο συμβολίζει το ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν, ενώ στη Σερβία τους μεσαιωνικούς ηγεμόνες. Η Βυζαντινή Ορθοδοξία είναι πολλαπλώς σύνθετη –οι Δυτικοευρωπαίοι δυσκολεύονται να την καταλάβουν ενώ στις ορθόδοξες χώρες είτε αποτελεί ένα παγιωμένο κομμάτι της Ιστορίας και της κουλτούρας τους, είτε συνιστά, για ορισμένες από αυτές, μια άβολη παρακαταθήκη. Δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη λ.χ. η επάνοδος της Ορθοδοξίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, ούτε το γεγονός ότι ο Πούτιν ταυτίζεται τόσο πολύ με το Πατριαρχείο της Μόσχας, ούτε ότι έχει χρηματοδοτήσει δύο τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ για να αναδείξει την ορθόδοξη βυζαντινή κληρονομιά της Ρωσίας. Αυτό που προσπαθώ να δείξω στο βιβλίο μου είναι ότι η Ορθοδοξία στο Βυζάντιο δεν ήταν κάτι δεδομένο, κάτι σταθερό, αλλά ότι η Ορθοδοξία προκαλούσε έντονους ανταγωνισμούς και ότι αμφισβητήθηκε έντονα από τα μέσα, ως και το τέλος του Βυζαντίου».
Γράφετε ωστόσο ότι «η κεντρική θέση της Ορθοδοξίας» στο Βυζάντιο «δεν μπορεί να αμφισβητηθεί». Υποθέτει κανείς ότι οι «ανταγωνισμοί» δεν ήταν αρκετά «έντονοι»…
«Οταν αναφέρομαι στην «κεντρική θέση» που κατείχε η Ορθοδοξία στο Βυζάντιο, εννοώ ότι η Εκκλησία και τα μοναστήρια, οι άγιοι και οι εικόνες, η λειτουργία και η όλη θρησκευτική λατρεία είχαν ενσωματωθεί στις ζωές των ανθρώπων. Δεν μιλάμε για μια νεωτερική κοινωνία εξάλλου, δεν υπήρχε σε αυτήν η αίσθηση μιας εκκοσμικευμένης σφαίρας. Οταν αναφέρομαι σε «ανταγωνισμούς» εννοώ ότι υπήρχαν συχνά μείζονες διαφωνίες σε θρησκευτικά ζητήματα που μερικές φορές έφθαναν στο επίπεδο της αυτοκρατορικής αυλής ή της υψηλής κοινωνίας. Επιπροσθέτως οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι δεν είχαν όλοι τις ίδιες απόψεις, δεν πίστευαν οτιδήποτε ενδεχομένως τους έλεγαν ούτε έκαναν απαραιτήτως αυτά που τους υποδείκνυαν –κάτι που συμβαίνει και σήμερα άλλωστε».
Αναφερόμενη στο βυζαντινό κράτος, κάνετε λόγο πότε για «αυτοκρατορία» (empire) και πότε για «αυτοκρατορική εξουσία» (imperial power). Γιατί;
«Πράγματι, δεν εννοώ με την «αυτοκρατορία» και την «αυτοκρατορική εξουσία» το ίδιο πράγμα. Με τον όρο «αυτοκρατορία» αναφέρομαι στην όλη δομή του βυζαντινού κράτους μέσα στα όρια της εδαφικής του έκτασης (η οποία άλλαζε αρκετά από τη μια περίοδο στην άλλη) αλλά και τη σχέση του με άλλους πληθυσμούς. Οταν κάνω λόγο για «αυτοκρατορική εξουσία» εννοώ όλες τις τελετουργίες και τις δραστηριότητες του αυτοκράτορα και της αυλής, της κεντρικής εξουσίας δηλαδή. Οι Βυζαντινοί αρέσκονταν στην πολυτέλεια και στην επίδειξή της. Οι αυτοκράτορες, οι οικογένειές τους και οι αυλικοί έπρεπε σε τακτά χρονικά διαστήματα να επιδεικνύουν και να αναπαριστούν το εύρος αυτής της «αυτοκρατορικής εξουσίας», ούτως ώστε και οι επισκέπτες της αυτοκρατορίας να εντυπωσιάζονται δεόντως».
Διαβάζοντας το βιβλίο σχηματίζει κανείς την άποψη ότι είναι αδύνατον να κατανοήσει τη βυζαντινή ταυτότητα χωρίς να έχει πρώτα κατανοήσει τη βυζαντινή θεολογία. Τι λέτε;
«Η θεολογία συνολικά έχει μείνει στο περιθώριο, να ασχολούνται μαζί της μόνο οι ειδικοί. Παρ’ όλα αυτά, όπως προσπάθησα να εξηγήσω, η θεολογία κατείχε ένα σημαντικό κομμάτι στην όλη βυζαντινή σύλληψη για το κράτος, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο οι ίδιοι οι Βυζαντινοί σκέφτονταν το κράτος, κάτι που πρέπει να τοποθετεί στο επίκεντρο των ιστοριών που γράφονται σήμερα για το Βυζάντιο. Υπάρχει ένας πλούτος βυζαντινών θεολογικών κειμένων που είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα και τα οποία δεν έχουν επαρκώς μελετηθεί. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι τα θεολογικά κείμενα, η θεολογική σκέψη ευρύτερα ήταν ένας βασικός πυλώνας του βυζαντινής κουλτούρας. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε και τη βυζαντινή φιλοσοφία, ούτε όμως να τη θεωρήσουμε έναν μικρότερο κλάδο της βυζαντινής θεολογίας. Εις ό,τι αφορά τη βυζαντινή λογοτεχνία παρατηρείται σήμερα ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον, κυρίως για τα κείμενα του 11ου και του 12ου αιώνα. Ελπίζω αυτό να μας οδηγήσει σε νέες συναρπαστικές ερμηνείες».
Πόσο ελληνικός ήταν, εν τέλει, ο βυζαντινός πολιτισμός;
«Το θέμα με την ιδέα του «ελληνισμού» είναι ότι μπορεί να συμπεριλάβει πολλά ετερόκλητα πράγματα, και γι’ αυτό οι μελετητές διαφωνούν τόσο πολύ ως προς τη σχέση της με το Βυζάντιο. Οπως αναφέρω και στο βιβλίο, δεν υπάρχει κάποια «ουσία» του ελληνισμού στην πορεία της Ιστορίας. Ο βυζαντινός πολιτισμός ήταν ένα σύνθετο μείγμα, όπως ακριβώς ο δικός μας σήμερα, και το μείγμα αυτό άλλαζε συνεχώς στο πέρασμα του χρόνου. Γνωρίζουμε ότι οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «Ρωμαίους». Οι ύστεροι Βυζαντινοί άρχισαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους «Έλληνες», όχι με την εθνοτική έννοια του όρου αλλά για να διακριθούν από τους άλλους και πρωτίστως από τους Λατίνους. Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μελετητές του Βυζαντίου είναι ακριβώς αυτή η ιδέα του «ελληνισμού», που παραπέμπει σε μια κάποια συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού από τους αρχαίους στους νεότερους χρόνους, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει είτε να την αφομοιώσουν είτε να συγκρουστούν ευθέως μαζί της».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ