Ενας κουκουλοφόρος άνδρας θερίζει τα πέντε δαχτυλάκια του δεξιού ποδιού ενός φτωχού αγοριού που κάθεται ολομόναχο κάτω από μια γέφυρα μασουλώντας ένα μικροσκοπικό σάντουιτς. Στη συνέχεια, ο άνδρας μαζεύει τα ματωμένα δαχτυλάκια από το έδαφος και τα πετάει στους αρουραίους στο χαντάκι, δίπλα στην όχθη του ποταμού. Ενα κοριτσάκι παίρνει κάτι μήλα, σκαλίζει ανθρωπάκια, φτιάχνει «μηλοανθρωπάκια» και τα δίνει στον πατέρα της να τα φάει. Τα μηλοανθρωπάκια έχουν μέσα ξυραφάκια και ο πατέρας, που φερόταν πολύ άσχημα στο κοριτσάκι, πεθαίνει με φρικτούς πόνους. Ενα άλλο κοριτσάκι πιστεύει πως είναι «η μικρή Χριστός». Μια μέρα οι θετοί γονείς της τής φορούν ένα ακάνθινο στεφάνι από κοτετσόσυρμα, τη μαστιγώνουν και τη βάζουν να κουβαλάει έναν ξύλινο σταυρό γύρω από το σαλόνι εκατό φορές. Οταν καταρρέει, τη σηκώνουν, την καρφώνουν πάνω στον σταυρό και τέλος την κλείνουν σε ένα μικρό φέρετρο και τη θάβουν ζωντανή στο δάσος.
Φαίνεται πως τα παιδάκια δεν είναι πολύ τυχερά πλάσματα στον κόσμο του Χατούριαν Χατούριαν, συγγραφέα ιστοριών, που συνελήφθη ως ύποπτος για ηθική αυτουργία σε τρεις περιπτώσεις φόνων ανηλίκων που σημειώθηκαν στην περιοχή. Οι αστυνόμοι που τον ανακρίνουν –παρεμπιπτόντως βρισκόμαστε σε ολοκληρωτικό καθεστώς –δείχνουν πεπεισμένοι πως τα γεγονότα των αποτρόπαιων δολοφονιών και οι ανατριχιαστικές περιγραφές που παραθέτει ο Χατούριαν στις ιστορίες του συνδέονται άρρηκτα. «Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε. Μου λέτε πως δεν πρέπει να γράφω ιστορίες που να δολοφονούνται παιδιά, επειδή στην πραγματική ζωή δολοφονούνται παιδιά;» ρωτάει ταραγμένος τους ανακριτές του ο αιχμάλωτος. Ο Χατούριαν γνωρίζει από πρώτο χέρι τη σχέση μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Η κακοποίηση παιδιών, που τόσο ανθεί ως θέμα στα κείμενά του, είναι κάτι που όχι μόνο ο ίδιος αλλά και, προπαντός, ο αδελφός του, ο Μίκαλ, το γεύτηκαν από νωρίς.
Ζωή και τέχνη, φαντασία και πραγματικότητα: πώς τροφοδοτεί η μία την άλλη; Από πού πηγάζει και πόσο επώδυνη αποδεικνύεται η δημιουργική διαδικασία; Τα λασπωμένα δαχτυλάκια του μικρού αγοριού φεύγουν από το χαντάκι όπου τα αφήσαμε και εμφανίζονται σε ένα τσίγκινο κουτί στα χέρια των αστυνόμων. Ο Χατούριαν σοκάρεται όταν συνειδητοποιεί ότι ο πνευματικά καθυστερημένος αδελφός του έβαλε σε εφαρμογή τρεις από τις σκληρότερες ιστορίες που του είχε διαβάσει κατά καιρούς. Ρωτώντας τους λόγους, ο Μίκαλ του απαντά αφοπλιστικά: «Σε κάθε ιστορία που μου λες, κάτι τρομερό συμβαίνει σε κάποιον. Ηθελα κι εγώ να δω πόσο παρατραβηγμένες είναι».
Οι ιστορίες του «Πουπουλένιου», γραμμένες σε στυλ παραμυθιού, πότε λειτουργούν ως μέρος του διαλόγου, πότε προωθούν την εξέλιξη της πλοκής, πότε οδηγούν σε –ενίοτε ειρωνικές –αποκαλύψεις για τους ήρωες και τα γεγονότα. Κλεισμένοι σε ένα κελί, οι δύο αδελφοί έχουν τη δυνατότητα να αισθανθούν, έστω φευγαλέα, ελεύθεροι.
Τέλος, οι ιστορίες συνθέτουν ένα αυτόνομο σύμπαν, σκοτεινό και συναρπαστικό, που ανταγωνίζεται σε ένταση και γοητεία τον «πραγματικό» κόσμο του έργου. Ο Χατούριαν το γνωρίζει αυτό πολύ καλά: προτιμάει να θυσιάσει τη ζωή του προκειμένου να σώσει τα γραπτά του. «Ημουνα καλός συγγραφέας. Το μόνο που ήθελα ποτέ να είμαι. Και ήμουν. Ημουν» επιμένει ενώ υπογράφει την ομολογία του. Αλλά και ο Μίκαλ το γνωρίζει εξίσου: είτε πεθαίνει από υπερβολική πίστη στις ιστορίες του αδελφού του, είτε ζει (και υποφέρει) προκειμένου να τον εμπνεύσει, σε κάθε περίπτωση, η τέχνη για τα δύο αδέλφια αποδεικνύεται πιο σημαντική από τη ζωή· και η φαντασία προτιμότερη από την πραγματικότητα.
Στο παλλόμενο, μυστηριώδες αυτό σύμπαν, όπου τα παραμύθια απειλούν να μας καταπιούν ανά πάσα στιγμή, μας μεταφέρει με πίστη και ενθουσιασμό ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Ισως το μεγαλύτερο σκηνοθετικό κατόρθωμά του, ο τρόπος με τον οποίο ισορροπεί στην κόψη: το δραματικό υπονομεύεται ανά πάσα στιγμή από το κωμικό, το γκραν γκινιόλ χιούμορ (κυρίως με σφαγμένα νήπια) και το σπλάτερ μελό (φτωχά παιδάκια που αυτοκτονούν ή χάνουν μέλη του σώματός τους) στα οποία ο συγγραφέας καταφεύγει αυτοσαρκαζόμενος, αποδίδεται εδώ γενναιόδωρα, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς καθόλου να εμποδίζει την ανάπτυξη της τραγικής διάστασης ή της συγκινησιακής ανταπόκρισης. Οι τέσσερις ερμηνείες φροντίζουν για αυτό: ο Νίκος Κουρής, απολαυστικός ως κυνικός, αυτάρεσκος και αναίσθητος αστυνόμος, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος το ίδιο, ως νευρωτικός, ευέξαπτος, όχι και τόσο προικισμένος νοητικά βοηθός του, ο Μαρκουλάκης παθιασμένος Χατούριαν και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος εκπληκτικός Μίκαλ, που δεν χορταίνεις να τον παρακολουθείς. Παράσταση μεγάλης διάρκειας –σχεδόν τρεις ώρες –και όμως το ενδιαφέρον μας δεν χάνεται ποτέ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ