Βερολίνο

Αρχικά δεν σκόπευε να πει πολλά. Ο Χέλμουτ Σμιτ ήθελε απλώς να ευχαριστήσει για τη μεγάλη τιμή που του έκανε το πανεπιστήμιο Αθηνών να τον ανακηρύξει επίτιμο διδάκτορα της νομικής του σχολής και ύστερα να αφήσει τους άλλους να μιλήσουν γι αυτόν. Στο τέλος όμως άλλαξε γνώμη και έβγαλε ένα μεγάλο λόγο. Και σε αυτό συνέβαλε προφανώς και η προσφώνηση του πρύτανη του πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρου Φορτσάκη, ο οποίος του πρόσφερε πολλά «πατήματα» για να αναφερθεί αναλυτικά στις ελληνογερμανικές σχέσεις, καθώς και στην κρίση που διέρχεται σήμερα η Ευρώπη.

Τετάρτη απόγευμα, στο δημαρχείο του Αμβούργου,. 120 προσκεκλημένοι (μεταξύ των οποίων και 15 έλληνες πανεπιστημιακοί) υποδέχονται με χειροκροτήματα στην αίθουσα της Γερουσίας τον 95χρονο πρώην καγκελάριο, ο οποίος καταφτάνει εκεί με το γνωστό αναπηρικό του καροτσάκι – γνέφοντας, κάτι σπάνιο γι αυτόν, όλος χαμόγελα και χωρίς το αχώριστο τσιγάρο στο στόμα.

Η ατμόσφαιρα αρχίζει να φορτίζεται, όταν ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός αναφέρεται στην προϊστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – αποδίδοντας αποκλειστικά (με μεγάλη δόση αυτοάρνησης) στον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας Ζισκάρ ντ´ Εστέν την πρωτοβουλία για την ένταξη της Ελλάδας στην Κοινότητα.

«Στα τέλη της δεκαετίας του 70 εντάχθηκαν με πρωτοβουλία του Ζισκάρ ντ΄Εσταίν η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία και η Ισπανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και οι τρείς χώρες είχαν αποτινάξει με τις δικές τους τις δυνάμεις τη δικτατορία – τώρα θα έπρεπε να τύχουν υποστήριξης» λέει.

Παράλληλα άσκησε δριμεία κριτική στην προετοιμασία της νομισματικής ένωσης. «Οι αποφάσεις του Μάαστριχτ το 1991 ήταν από τη μια πολύ ατελείς και από την άλλη πολύ βιαστικές» τονίζει. «Αποφασίστηκε τότε η έκδοση ενός νέου νομίσματος, το οποίο για πρώτη φορά έγινε δέκα χρόνια αργότερα χειροπιαστό. Ταυτόχρονα όμως παραλείφθηκε η συγκρότηση των γι αυτό τον σκοπό αναγκαίων κοινών οικονομικών θεσμών και διαδικασιών». Παραλείψεις, που έγιναν στη συνέχεια οι βασικές αιτίες της κρίσης του ευρώ.

Και σήμερα; «Τώρα έχουμε μια καλά λειτουργούσα Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μας λείπει όμως μια κοινή πολιτική προϋπολογισμού και μια κοινή οικονομική πολιτική. Όταν μετά το 2007 κυρίως αμερικανοί και βρετανοί τραπεζικοί επενδυτές έριξαν στο χάος όχι μόνο τη δική τους οικονομία, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, έγιναν ξεκάθαρα τα κενά που αφήσαμε εμείς οι Ευρωπαίοι στο Μάαστριχτ».

Το υπόλοιπο ήταν φτώχεια και μιζέρια. «Οι επιπτώσεις, ιδίως στον ευρωπαϊκό Νότο, είναι δύσκολο να γίνουν ανεκτές. Είμαι αρκετά ηλικιωμένος για να μου ήταν τότε συνειδητή η βαριά ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας το 1929– γι αυτό ξέρω τι αρνητική επίδραση έχει η μαζική ανεργία, και ιδίως αυτή στη νεολαία».

Το συμπέρασμά του: «Γι αυτό χρειαζόμαστε σήμερα επειγόντως στην ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα… Ταυτόχρονα θεωρώ επίσης ενόψει της σημερνής κατάστασης εντελώς αναγκαίο ένα ουσιωδώς ισχυρότερο κρατικό ποσοστό στις επενδύσεις. Χωρίς ανάπτυξη, χωρίς νέες θέσεις εργασίας, δεν μπορεί να εξυγιανθεί κανένα κράτος. Και φυσικά πρέπει να παίξει σε αυτό και η Γερμανία ένα μεγαλύτερο ρόλο – η οικονομία μας επιτυγχάνει κάθε χρόνο τα μεγαλύτερα πλεονάσματα στον κόσμο στις τρέχουσες συναλλαγές και στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Και αυτά τα πλεονάσματα είναι τα ελλείμματα των άλλων χωρών».

Σχετικά με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, ο κ.Σμιτ τονίζει: «Ξέρω πόσο δύσκολα ήταν για τους έλληνες γείτονές μας τα τελευταία χρόνια. Ξέρω και για τι ψυχολογικές επιπτώσεις, καθώς και για τα πολιτικά επακόλουθα της παρατεταμένης μαζικής ανεργίας στη νεολαία. Αλλά η Ελλάδα είναι σε δρόμο επιτυχίας. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση διαπίστωσε τον τελευταίο χρόνο ότι: “Το ελληνικό πρόγραμμα (σ.σ.: βοήθειας) σταθεροποίησε την οικονομία και βάζει τις βάσεις για βιώσιμη ανάπτυξη και θέσεις εργασίας“, τότε αυτή η φράση δίνει δικαιολογημένη αισιοδοξία για τα επόμενα χρόνια. Εύχομαι από καρδίας επιτυχία στους έλληνες φίλους και εταίρους μας!».

Εξηγώντας προηγουμένως τους λόγους για την τιμή που του έκανε το πανεπιστήμιο Αθηνών, ο κ.Φορτσάκης είπε:

«Αντιπροσωπεύει ο κ. Σμιτ για εμάς πρότυπο πολιτικού ανδρός που για μακρό χρόνο υπηρέτησε παραδειγματικά το ιδεώδες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνενώνοντας στο πρόσωπό του ουμανισμό και κουλτούρα. Αλλά όχι μόνο αυτό. Σε τουλάχιστον δύο κρίσιμες στιγμές ύψωσε τη φωνή του και στήριξε αποφασιστικά την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδος. Για να καταστεί η Χώρα μου μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και αρχές της δεκαετίας του 1980, μαζί με τον Γάλλο Πρόεδρο Ζισκάρ ντ’ Εσταίν. Υπήρξε προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ακόμη, πριν από πέντε χρόνια, όταν η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού, ο κ. Σμιτ την στήριξε και πάλι αποτελεσματικά. Και έτσι παρέμεινε η Ελλάδα στην Ευρώπη και με μεγάλες θυσίες των πολιτών της απέφυγε την καταστροφή».

Για την ακρίβεια, ο κ.Σμιτ, όπως έδειξε και ο σημερινός λόγος του, είναι μόνιμος υποστηρικτής της Ελλάδας του ευρώ. Το αποκορύφωμα σε αυτό ήταν ένας λόγος του προ τριετίας περίπου σε συνέδριο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο Βερολίνο, στο τέλος του οποίου κάλεσε τους συνέδρους αυτολεξεί «να στείλουν στο διάβολο» εκείνους που απεργάζονται το grexit – την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη.

Στην τελετή του Αμβούργου δεν επανέλαβε αυτή τη φράση. Στη δεξίωση που επακολούθησε όμως, φρόντισε να «στολίσει» με τα πιο αρνητικά επίθετα όσους θεωρεί υπεύθυνους για την ανεργία και τις συνέπειές της στην Ελλάδα – με πρώτο και καλύτερο τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ο λόγος του κ.Φορτσάκη

Με ιδιαίτερη χαρά παρευρίσκομαι σήμερα εδώ στην εντυπωσιακή αίθουσα του Δημαρχείου του Αμβούργου για να χαιρετήσω ως Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών την απονομή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα της Νομικής Σχολής Αθηνών στον πρώην Καγκελάριο της Δυτικής Γερμανία κ.Χέλμουτ Σμιτ. Ο τίτλος αυτός είναι ο υψηλότερος που απονέμει το πανεπιστήμιό μας. Απονέμεται κατ’ αρχήν για εξαίρετη επιστημονική επίδοση. Κατ’ εξαίρεση απονέμεται για σπουδαίες υπηρεσίες που ο τιμώμενος έχει προσφέρει στην Ελλάδα και στο ελληνικό έθνος. Αυτός είναι και ο λόγος που απονέμεται σήμερα στον κ.Σμιτ.

Στο πρόσωπό του αναγνωρίζουμε βέβαια ένα σπουδαίο συντελεστή της ευρωπαϊκής ενότητας.

Βέβαια, το Ευρωπαϊκό ιδεώδες διέρχεται μία μεγάλη κρίση. Το βλέπουμε στα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Φοβάμαι ότι θα το δούμε και πάλι. Η ευρωπαϊκή κρίση δεν είναι μόνο οικονομική και δημοσιονομική. Το ευρωπαϊκό ιδεώδες δεν μπορεί να ανορθωθεί απλώς με επίκληση και εφαρμογή τεχνοκρατικών κανόνων, όπως για παράδειγμα η θεσμοθέτηση των υποχρεωτικά ισοσκελισμένων κρατικών προϋπολογισμών ή κανόνων του τύπου «Απαγορεύεται η υπέρβαση στο κρατικό έλλειμμα άνω του 3%».

Χρειάζεται επανεξέταση των βασικών στοιχείων πάνω στα οποία στηρίζεται η δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία πρέπει να σας πω ότι πιστεύω ακράδαντα. Χρειάζεται πρωτίστως επαναπροσδιορισμός του περιεχομένου της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Ποιος είναι, ποιος μπορεί να είναι, ποιος πρέπει να είναι σήμερα Ευρωπαίος Πολίτης; Αλλά και άλλα βασικά μεγέθη ελλείπουν και χρειάζονται επανεξέταση. Τι περιλαμβάνει, τι μπορεί να περιλαμβάνει, τι πρέπει να περιλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Επικράτεια; Τα πρόσφατα γεγονότα της Ουκρανίας δίδουν τροφή για σκέψη, ώστε τουλάχιστον τα σημερινά μας ολισθήματα να μας χρησιμεύσουν ως μαθήματα για το μέλλον.

Η Ευρώπη χρειάζεται σήμερα συστηματικότερη θεσμοθέτηση των μηχανισμών αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών, που θα ισχυροποιήσει τους δεσμούς μας. Αλλιώς δεν είναι δυνατόν να επιτύχουμε την εμβάθυνση της Ένωσής μας. Κεφαλαιώδη σημασία έχει οι θυσίες να γίνονται με ισότητα και δικαιοσύνη. Αυτό προϋποθέτει και στο εσωτερικό του κάθε κράτους μας επανεξέταση και επαναδιανομή των κεκτημένων προνομίων συγκεκριμένων ομάδων. Προϋποθέτει επίσης τη συνειδητοποίηση ότι κανένα τμήμα του πληθυσμού δεν επιτρέπεται να θυσιαστεί υπέρ των υπολοίπων.

Πρωταρχική σημασία για την επίτευξη αυτής της εμβαθυμένης ένωσης έχουν οι μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στο δίκαιο. Στην Ελλάδα για παράδειγμα ζήσαμε και ακόμα ζούμε τις φοβερές αντιστάσεις των σωματειακών συμφερόντων. Δυστυχώς συνεχίζει να τα υπερασπίζεται μεγάλο τμήμα του παλαιού πολιτικού κόσμου όλων των παρατάξεων.

Κλείνοντας, θα ήθελα να εστιάσω στον ελληνογερμανικό διάλογο. Η Νομική Σχολή της Αθήνας, όπως εξάλλου και ολόκληρος ο νομικός κόσμος της Ελλάδος, διατηρούμε στενές σχέσεις με το γερμανικό νομικό κόσμο. Και αυτό σταθερά από την δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα, από την άφιξη του βασιλιά Όθωνα από τη Βαυαρία, μέχρι σήμερα. Σήμερα, η τρομακτική απότομη συρρίκνωση του επιπέδου ζωής των πολιτών, η ανεργία, που εγγίζει το 30% στο σύνολο του πληθυσμού και υπερβαίνει το 50% στους νέους, η κατάφωρη παραβίαση σημαντικών συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων, η καταβαράθρωση των εξουσιών της Βουλής με αντίστοιχη απομείωση της δημοκρατίας μας, έχουν οδηγήσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της Χώρας μας στα άκρα και πάντως τα έχουν απομακρύνει σημαντικά από το ευρωπαϊκό ιδεώδες.

Δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε ότι μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, αλλά και σημαντικές πολιτικές δυνάμεις, αποδίδουν για την κατάσταση αυτή ευθύνη στην αυστηρή μονεταριστική πολιτική, που, όπως πιστεύουν, έχει μονομερώς επιβάλλει η Γερμανία και που εφαρμόζεται με άτεγκτο τρόπο. Δεν είναι εδώ η στιγμή ούτε ο τόπος για να αναλύσουμε το ζήτημα αυτό.

Εμείς, οι Έλληνες νομικοί και ειδικότερα όσοι έχουν επιστημονικούς δεσμούς με την Γερμανία, επιθυμούμε να επανεύρουν οι ελληνογερμανικές σχέσεις το εύρος που τους ταιριάζει και την ιστορικά παραδοσιακή μεγάλη φιλική τους διάσταση. Οι στενοί ακαδημαϊκοί αλλά και φιλικοί δεσμοί που συνδέουν τις πανεπιστημιακές κοινότητες του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με αυτές γερμανικών Πανεπιστημίων αποτυπώνονται και στην παρουσία σήμερα εδώ των συναδέλφων μας της Νομικής Σχολής του Αμβούργου. Τους ευχαριστώ θερμά για τη αποφασιστική βοήθειά τους για την οργάνωση της σημερινής τελετής. Πολλοί σπουδαίοι Γερμανοί νομικοί έχουν μέχρι σήμερα ανακηρυχθεί επίτιμοι διδάκτορες της Σχολής μας.

Η σημερινή μας κίνηση είναι βεβαίως μια κίνηση συμβολική. Όλες οι ελληνικές παρατάξεις συμφωνούν ότι ο καγκελάριος κ. Helmut Schmidt, ένας από τους αρχιτέκτονες της Ευρώπης, προσωποποιεί για εμάς την ελληνογερμανική φιλία. Γι’ αυτό τον τιμούμε σήμερα. Του είμαστε ευγνώμονες για την πολύτιμη στήριξη που μας έχει παράσχει. Του ευχόμαστε υγεία και μακροημέρευση.

Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω από την καρδιά μου την Δήμαρχο και το Δημαρχείο του Αμβούργου, που μας φιλοξενούν σήμερα εδώ. Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους γερμανούς συναδέλφους και φίλους που έσπευσαν να ανταποκριθούν στην σημερινή μας πρόσκληση σε μια περίοδο που οι ελληνογερμανικές σχέσεις χρειάζονται ενίσχυση.