Μόνος εναντίον όλων. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, ο Χέλμουτ Κολ αγωνίζεται σαν «μοναχικός καβαλάρης» –με μοναδική συντροφιά τη νέα σύζυγό του Μάικε Ρίχτερ-Κολ –για να σώσει την υστεροφημία του. Κανείς δεν αμφισβητεί τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην επανένωση της Γερμανίας το 1990, πολλοί όμως θέτουν υπό αίρεση την προσωπική του εντιμότητα. Με την ανάμειξή του στο «σκάνδαλο των δωρεών» προς το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, λένε, έχασε κάθε καλή μαρτυρία στη Γερμανία και διεθνώς.
Ο αγώνας του μέχρι πρότινος ήταν μάλλον αμυντικός –απέβλεπε κυρίως στην αποκατάσταση της τιμής του. Αυτό άλλαξε τώρα: ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η κληρονομιά. Τα πρωτόκολλα του Κολ» των δημοσιογράφων Χέριμπερτ Σβαν και Τίλμαν Γενς, που δημοσιεύθηκε την περασμένη Τρίτη, στέλνει τον Κολ –αν και άθελα –στην αντεπίθεση. Κι αυτό, επειδή οι συγγραφείς χρησιμοποιούν αυθεντικές «δηλητηριώδεις» φράσεις του κατά πολλών πρώην συνεργατών του, τις οποίες δεν είχε εγκρίνει για δημοσίευση.
Ετσι, είναι επόμενο οι πρώην απηνείς διώκτες του να μεταβάλλονται σε διωκόμενους –με πρώτη την Ανγκελα Μέρκελ, η οποία, προφανώς για να αποφύγει τον ντόρο για όσα της καταμαρτυρεί, αποφεύγει κάθε σχόλιο γι’ αυτά.
Οι «δωρητές»


Επιστροφή στα παλιά: το κακό για τον Κολ ξεκίνησε το 1999, όταν άρχισαν οι αποκαλύψεις για τα μαύρα κομματικά ταμεία που διέθετε ο ίδιος χάρη στα χρήματα που του «δώριζαν» διάφοροι επιχειρηματίες σε φακελάκια και πλαστικές σακούλες. Οχι λίγα από αυτά (δύο εκατομμύρια μάρκα), τα είχε εισπράξει προσωπικά στο γραφείο του. Παρά την επιταγή του νόμου, αρνιόταν ωστόσο να κατονομάσει τους «δωρητές». «Τους έδωσα τον λόγο της τιμής μου ότι δεν θα τους ονοματίσω» έλεγε. «Θα πάρω το μυστικό στον τάφο μου».
Το υπόλοιπο ήταν γενική κατακραυγή. Σε αυτή συμμετείχαν και οι μέχρι τότε πιστότεροι συνεργάτες του, οι οποίοι, για λόγους αυτοσυντήρησης, του έδειχναν λιγότερο έλεος, από ό,τι και οι πιο ορκισμένοι εχθροί του.
Εντελώς απομονωμένος, έτσι, ο πρώην καγκελάριος κατέφυγε στο τελευταίο εναπομείναν όπλο του: τη συγγραφή μιας αυτοβιογραφικής καταγγελίας διά χειρός του δημοσιογράφου Σβαν. Ενα γιγαντιαίο σε μέγεθος έργο (τρεις τόμοι με περισσότερες από 3.000 σελίδες) και μια ακόμη πιο γιγαντιαία προεργασία: 105 συναντήσεις «εργασίας» ανάμεσα στον Μάρτιο του 2001 και στον Οκτώβριο του 2002 με 630 ώρες συνομιλιών καταγραμμένες σε 200 κασέτες. Μην έχοντας πλέον να χάσει τίποτα, ο Κολ άφησε ελεύθερη τη γλώσσα του χαρακτηρίζοντας με ενίοτε υβριστικό τρόπο τους πρώην συνεργάτες του.
Ολα αυτά όμως δεν αποτυπώνονται στους τρεις δημοσιευθέντες τόμους, οι οποίοι φιλοτεχνούν το προφίλ ενός «απογειωμένου» ηγέτη, που ασχολείται μόνο με τις μείζονες κρατικές υποθέσεις. Τις μπηχτές εναντίον εχθρών και «φίλων» τις προόριζε προφανώς για αργότερα, ίσως και για μετά τον θάνατό του.
Σαιξπηρικό δράμα


Μόνο που ο Σβαν ματαίωσε τα σχέδιά του. Η αρχή έγινε με έναν καβγά λόγω της απρόσκλητης ανάμειξης της Ρίχτερ-Κολ στη συγγραφή του τέταρτου (τελικά αδημοσίευτου) τόμου. Και το ποτήρι ξεχείλισε όταν οι δικηγόροι του ζεύγους πέτυχαν δικαστικά να του αποσπάσουν τις ηχητικές ταινίες. Ο άνθρωπος που ορκιζόταν μέχρι τότε στο όνομα του Κολ («μια νύχτα ονειρεύτηκα ότι κοιμήθηκα με τη Θάτσερ για να την πείσω να πει «ναι» στον Κολ για την επανένωση»), θέλησε τώρα να πάρει και ο ίδιος ρεβάνς –δημοσιεύοντας μικρό μέρος των αποκαλύψεων αφού είχε κρατήσει ακριβή αντίγραφα.
Ετσι είδαν το φως υλικά, από τα οποία εύκολα φτιάχνεται ένα σαιξπηρικό δράμα –με μεγάλους πολιτικούς, μεγάλες συγκρούσεις και μεγάλα λόγια στο πνεύμα του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών.
Τα «πρωτόκολλα» δείχνουν ότι ο πρώην καγκελάριος ήταν και σαδιστής ολκής. Απόδειξη, ο τρόπος που μεταχειριζόταν τους ρεπόρτερ του τηλεοπτικού συνεργείου του «Spiegel», τους οποίους, αφού τους άφηνε να πλησιάσουν για να τους κάνει δήθεν δήλωση, τους απέπεμπε στη συνέχεια με φράσεις όπως: «Δεν έχω ξανακούσει πιο βλακώδη ερώτηση. Είστε ο πιο βλάκας ρεπόρτερ της χώρας».
«Σύστημα Κολ»


Αλλά και με τους Εβραίους είχε προβλήματα. Από τη μια, έδινε «αμέριστη υποστήριξη» στο Ισραήλ. Από την άλλη, αντιδρούσε με αντισημιτικά στερεότυπα όταν δεχόταν την κριτική τους. Οπως το 1986 όταν το Εβραϊκό Παγκόσμιο Συνέδριο JWC τον επέκρινε για την υποστήριξη που έδινε στον αυστριακό Κουρτ Βαλντχάιμ, πρώην γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Ο τελευταίος διαβεβαίωνε, προφανώς ψευδώς, ότι το 1943 δεν είχε αντιληφθεί τίποτα από τις μεταγωγές των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο Αουσβιτς, παρότι περνούσε καθημερινά τότε, ως αξιωματικός της Βέρμαχτ, από τις εβραϊκές συνοικίες της πόλης. Για τον Κολ, ο Βαλντχάιμ ήταν ένας «έντιμος άνδρας που ήταν πολύ δειλός για να γίνει ανέντιμος», το JWC, αντίθετα, «το άκρον άωτον της αισχρότητας».
Το βιβλίο των Σβαν και Γιενς δεν περιορίζεται βέβαια στην περιπτωσιολογία. Ενα μέρος του είναι αφιερωμένο στην ανάλυση του διαβόητου «συστήματος Κολ» που στηριζόταν αφενός στο αρχηγικό κόμμα, στο οποίο ο Κολ αφιέρωνε και ως καγκελάριος σχεδόν τον μισό χρόνο του (ήξερε προσωπικά και τηλεφωνούσε καθημερινά στους υπευθύνους όλων των κομματικών οργανώσεων) και αφετέρου στο δούναι και λαβείν μεταξύ των κομματικών, κρατικών και οικονομικών παραγόντων. Στο σύστημα αυτό πίστευε προφανώς και το 2001-2002 όταν υπαγόρευε τα απομνημονεύματά του. Επόμενο, έτσι, να αισθάνεται να τον πνίγει το δίκιο και να μην καταλαβαίνει τον κόσμο όταν μιλούσε για την «προδοσία» των «κολλητών» του, που ήταν απλά «ομοιώματά» του και συνεργάζονταν με αγαστό τρόπο μαζί του στη νομή της εξουσίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ