«Δεν μας συμφέρει η στρατηγική της έντασης»

Και μετά την ψήφο εμπιστοσύνης, τι; Το ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει μία προφανή απάντηση («εκλογές το αργότερο τον Μάρτιο»

Και μετά την ψήφο εμπιστοσύνης, τι; Το ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει μία προφανή απάντηση («εκλογές το αργότερο τον Μάρτιο», με αφορμή την επιδιωκόμενη από την αντιπολίτευση εμπλοκή στη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας), όμως τα εμπειρότερα στελέχη της Κουμουνδούρου αναγνωρίζουν ότι οι εξελίξεις στο διάστημα των επομένων μηνών μάλλον θα είναι πυκνές και εν όψει αυτών το τοπίο δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει.
Τα κοινοβουλευτικά στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας είχαν την προσοχή τους στραμμένη στη στάση που θα τηρούσαν ανεξάρτητοι βουλευτές κατά την ψηφοφορία της Παρασκευής.
Το μήνυμα των τελευταίων εβδομάδων ήταν σαφές και ξεκάθαρο, έστω και αν δεν είχε διατυπωθεί δημοσίως, κατόπιν σχετικής αποφάσεως και για προφανείς λόγους τακτικής: όποιος καταψήφιζε ρητώς και κατηγορηματικώς την κυβέρνηση θα ενέγραφε πολιτική υποθήκη για συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Απρόσμενη ένταση


Αυτό που κυριάρχησε όμως στη συζήτηση ήταν η αναφορά του Ι. Δραγασάκη από το βήμα της Βουλής κατά την έναρξη της διαδικασίας για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση: «Σήμερα αρκεί ένας επιχειρηματίας, ένας μεγαλοεκδότης, ένας φίλος του Πρωθυπουργού να πάρει ένα τηλέφωνο για να ακυρωθεί ένα πρόστιμο, για να αλλάξει ένας νόμος» είπε ο αντιπρόεδρος της Βουλής, σε μια αναφορά η οποία δεν ήταν τυχαία, όμως αιφνιδίασε πολλούς από τους βουλευτές της συμπολίτευσης. Δεν είχαν περάσει παρά μερικές ώρες από τη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην οποία ο Αλ. Τσίπρας είχε ζητήσει χαμηλούς τόνους και αποφυγή της έντασης από πλευράς του κόμματός του.
Παρά ταύτα, η αναφορά Δραγασάκη δεν ήταν εκτός γραμμής· ήταν μια σχεδιασμένη παρέμβαση, που, όπως ανέφεραν πηγές προσκείμενες στον αντιπρόεδρο της Βουλής, «είναι απολύτως συμβατή με τις πάγιες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ περί διαπλοκής». Οπως οι ίδιες πηγές ανέφεραν, «η βασική επιδίωξη ήταν να επισημανθεί ότι αν θέλουμε στη χώρα να ισχύσει το κράτος δικαίου, θα πρέπει να παταχθούν τέτοια φαινόμενα». Παράλληλα σημείωναν ότι η κυβέρνηση άφησε αναπάντητο ένα άλλο ερώτημα του αντιπροέδρου της Βουλής, που αξιολογούσαν ως σημαντικότερο: «Από πού απορρέει το δικαίωμα της τρόικας να θέτει προς συζήτηση στοιχειώδη, θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται από διεθνείς συμβάσεις;» είπε ο κ. Δραγασάκης και συμπλήρωσε: «Αληθεύει ότι δεν υπάρχει κανένας φορέας που να θέτει αυτά τα αιτήματα, αλλά τα θέτουν κάποιοι μεμονωμένοι επιχειρηματίες; Ποιοι είναι αυτοί οι επιχειρηματίες; Και με ποιο δικαίωμα και ποια στελέχη της τρόικας συνάπτουν ειδικές σχέσεις, και με ποια ανταλλάγματα, με επιχειρηματίες;».
Πέραν του ότι η αρχική φράση του αντιπροέδρου της Βουλής έδωσε αφορμή στη συμπολίτευση να ζητήσει «ονόματα και διευθύνσεις» και εν τέλει να εγκαλέσει τον ΣΥΡΙΖΑ για συκοφαντικές κατηγορίες προς καλλιέργεια εντυπώσεων, το περιστατικό θύμισε σε πολλούς κοινοβουλευτικούς αντίστοιχες περιπτώσεις του παρελθόντος. Οταν ο Κ. Καραμανλής κατηγορούσε τον Κ. Σημίτη ως «αρχιερέα της διαπλοκής», στην πορεία προς τις εκλογές του 2004, ή όταν ο Γ. Παπανδρέου απέδιδε όλα τα δεινά της χώρας στη διαπλοκή, πριν και μετά την εκλογική του νίκη του 2009, ακόμη και ενώπιον ξένων πρωθυπουργών, στην περίφημη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου 2009.
Πολιτικό «χειρόφρενο»


Η ένταση που προκλήθηκε ανάγκασε τον ΣΥΡΙΖΑ να τραβήξει όλα τα πολιτικά «χειρόφρενα», πάραυτα. Οπως άφηναν μάλιστα να εννοηθεί πρόσωπα στα ανώτατα κομματικά κλιμάκια, «στόχος μας δεν είναι να πούμε ονόματα ούτε να πυροδοτήσουμε εντάσεις, οι οποίες δεν εξυπηρετούν αυτή τη στιγμή τον στρατηγικό μας στόχο».
Την ίδια στιγμή, στους διαδρόμους και στις αίθουσες της Βουλής, κάποιοι εκ των εμπειρότερων κοινοβουλευτικών σημείωναν: «Οσο και αν η διαπλοκή είναι το αγαπημένο θέμα της εκάστοτε αντιπολίτευσης, όταν η πολιτική συζήτηση δίνει τη θέση της στην ηθικολογία, το αδιέξοδο είναι, αργά ή γρήγορα, δεδομένο. Λες και υπάρχει κυβέρνηση που δεν συνομιλεί με επιχειρηματικούς κύκλους ή συμφέροντα»…


Προβληματισμός για τις εξελίξεις σε Γαλλία και Ιταλία
Περιπλοκή στο «μέτωπο του Νότου»

Μετά την κοινοβουλευτική διαδικασία της προηγούμενης Παρασκευής ο κ. Τσίπρας θα έχει το ενδιαφέρον του ολοένα και περισσότερο στραμμένο (και) στις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό πεδίο. Οι πρόσφατες επαφές του μπορεί να έχουν αποδώσει τα επιθυμητά μέχρις ενός σημείου αποτελέσματα, όμως οι αναθεωρήσεις και αναπροσαρμογές στις οποίες προχωρούν οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας δεν δημιουργούν βεβαιότητα για το ότι καταλήγουν στο σημείο που θα επιθυμούσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι τελευταίες εξελίξεις στο Παρίσι και στη Ρώμη γεννούν κάποιον προβληματισμό στην Κουμουνδούρου ή, όπως λένε κομματικά στελέχη εκτός ηγετικής ομάδας, «θα έπρεπε να γεννούν».
Η γαλλική κυβέρνηση προσφάτως κήρυξε την αντίσταση προς το Βερολίνο, καταθέτοντας έναν προϋπολογισμό που θέλει να εμφανίζεται ότι αγνοεί το Σύμφωνο Σταθερότητας και παρατείνει τον χρόνο μείωσης του ελλείμματος ως το 2017.
Η εξέλιξη έκανε πολλούς στον ΣΥΡΙΖΑ να αναθαρρήσουν. Πλην όμως στον γαλλικό προϋπολογισμό εξακολουθεί να περιλαμβάνεται ο στόχος της δραστικής μείωσης των δημοσίων δαπανών κατά 71 δισ. για την προσεχή τριετία. Παρά ταύτα κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ αρχίζουν να αναζητούν τρόπους προσέγγισης με τον «Ολαντρέου», όπως είχε χαρακτηρίσει τον πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ προ διετίας ο κ. Τσίπρας.
Μεγαλύτερη περιπλοκή διακρίνουν πάντως κάποιοι στην περίπτωση της Ιταλίας. Εστω και αν απευθείας επαφή με τον Ματέο Ρέντσι δεν έχει μέχρι στιγμής υπάρξει, ο Αλ. Τσίπρας αναζητεί τις τελευταίες εβδομάδες τρόπους επικοινωνίας και συνεννόησης με τον ιταλό πρωθυπουργό.
Ωστόσο ο κ. Ρέντσι μόλις την προηγούμενη εβδομάδα πέρασε από την ιταλική γερουσία ένα νομοσχέδιο για τα εργασιακά το οποίο θα προκαλούσε σε πολλούς στον ΣΥΡΙΖΑ, του κ. Τσίπρα συμπεριλαμβανομένου, κρίσεις αϋπνίας αν απλώς και μόνο βρίσκονταν στη δυσάρεστη θέση να το συζητήσουν.
Μεταξύ των άλλων, η εργασιακή μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Ρέντσι προβλέπει ευελιξία στη διαδικασία των απολύσεων, με περιορισμένο δικαίωμα επαναπρόσληψης σε περίπτωση δικαστικής προσφυγής, προσπάθεια επέκτασης των συμβάσεων αορίστου χρόνου, επανεξέταση της διαδικασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ρύθμιση της αγοράς εργασίας αναλόγως των φάσεων του οικονομικού κύκλου.
Σε αντίθεση με τις επιδιώξεις του ΣΥΡΙΖΑ για δημιουργία «νότιου μετώπου» κατά του Βερολίνου, οι πρόσφατες αυτές κινήσεις της Ρώμης και του Παρισιού περιπλέκουν την κατάσταση. Κατά πολλούς, συνιστούν σαφή ένδειξη των διαθέσεων και των δύο κυβερνήσεων να κινηθούν διεκδικητικά μεν έναντι της κυβέρνησης Μέρκελ, ειδικώς στο πεδίο της ενίσχυσης της απασχόλησης, έχοντας όμως κάνει και τις αναγκαίες κινήσεις «καλής θέλησης», μια ισορροπία όχι και τόσο εύκολη για τον κ. Τσίπρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.