Η ζωή μέσα στη θάλασσα, λένε, σε κάνει σκληρό. Αν η ρήση περιέχει έστω και μια μικρή δόση αλήθειας, τότε ο Νίκος Κακλαμανάκης είναι ένας σκληρός άνθρωπος. Ενας άνθρωπος ο οποίος στα 46 του χρόνια μπορεί να υπερηφανεύεται ότι έχει ζήσει τη ζωή του μέσα στη θάλασσα. Από το 1986 συμμετέχει σε διεθνείς αγώνες. Εχει λάβει μέρος σε πέντε Ολυμπιακούς Αγώνες. Εχει κατακτήσει ένα χρυσό και ένα ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο. Το 2004 ήταν εκείνος που άναψε τη φλόγα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας. Το 1997 έκανε με μια σανίδα τον διάπλου του Αιγαίου από το Σούνιο ως την Κρήτη μέσα σε δύο ημέρες. Σήμερα ζει στην Κρήτη –δίπλα στη θάλασσα ασφαλώς…

Δεν είναι από τους ανθρώπους που αναπολούν με αδράνεια το παρελθόν. Μιλώντας στο ΒΗmagazino εξηγεί γιατί θεωρεί πως δεν είναι παράξενος αλλά ασυμβίβαστος, περιγράφει τη σχέση του με την Παιδεία και επιτίθεται στο σύστημα του ελληνικού αθλητισμού.

Οσο απομακρύνεστε από την ενεργό δράση αισθάνεστε ότι μπορείτε σιγά σιγά να ηρεμήσετε και να χαλαρώσετε από τη μόνιμη ένταση του πρωταθλητισμού; «Στον πρωταθλητισμό μπήκα από συγκυρία. Μου άρεσε ο αθλητισμός, αλλά έχω πολύ διαφορετικές καταβολές από εκείνους που τον βλέπουν με τη λογική «σκίζουμε, είμαστε οι καλύτεροι, τους κερδίζουμε όλους». Με έσπρωξε προς τα εκεί ο πατέρας μου και έμεινα από πείσμα, άντλησα έμπνευση από τα εμπόδια που συνάντησα μπροστά μου, από αυτούς που κάποτε θέλησαν να με συνθλίψουν σαν μυρμήγκι. Ενας φίλος μου λέει ότι η ζωή μου όλη είναι ακριβώς όπως το «Κάλεσμα της άγριας φύσης» του Τζακ Λόντον, όπου ένας σκύλος πηγαίνει να ζήσει με τους λύκους και γίνεται λύκος στο τέλος…».

Ο πρωταθλητισμός, η πίεσή του, η μοναξιά του, είναι στοιχεία που δημιουργούν εξάρτηση; «Εχουν γίνει διεργασίες εγκεφαλικές τόσο μεγάλες, που δεν μπορείς ξαφνικά μια μέρα να σταματήσεις να αναζητάς τα όρια του εαυτού σου. Η πίεση γίνεται τόσο ελκυστική, που αναγκάζεσαι να συνεχίσεις να αναζητάς τα όριά σου ακόμη παραπέρα. Δεν είναι αθλητική διάσταση, είναι καθαρά εγκεφαλική. Δεν θα μπορούσα να σταματήσω νωρίς. Και η πιο απλή απάντηση είναι ότι στην πορεία είχα γίνει ήδη λύκος και αν γίνεις λύκος, δεν γυρίζεις πίσω. Η κοινωνική επανένταξη κάποιου που πήγε στον πόλεμο δεν είναι εύκολη, δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να γυρίσει και να πάει σε ένα μπαρ να διασκεδάσει, θέλει να μείνει στον κόσμο του. Υπάρχουν παραδείγματα αθλητών που έφτασαν στα άκρα –ο Μαραντόνα, ένας άνθρωπος που τον είχαν όλοι για θεό, όταν σταμάτησε όλο αυτό, έπεσε στα ναρκωτικά για να αναπληρώσει το κενό, ή ο Ιαν Θορπ, ο κολυμβητής, που τον έπιασαν πριν από λίγο καιρό μεθυσμένο να προσπαθεί να ανοίξει ένα αυτοκίνητο…».

Ο πρωταθλητισμός, όμως, είναι ήδη παρελθόν. Τι σκέφτεστε για το μέλλον; «Το άθλημά μου θα μπορούσε να είχε γίνει επάγγελμα αν η πολιτεία δεν είχε κάνει το λάθος να με «μεταθέσει» σε έναν τελείως άσχετο τομέα. Το πρακτορείο του ΟΠΑΠ που δικαιούμουν το πήρα τελικά λίγο πριν από την οριστική λήξη της προθεσμίας. Δεν είμαι αχάριστος, τιμώ την προσφορά και προσπαθώ να είμαι σωστός στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις μου, όμως η αλήθεια είναι ότι, έπειτα από τόσα χρόνια στη θάλασσα, κάπου αλλού θα έπρεπε να αξιοποιηθεί η εμπειρία μου. Εχω μια εξασφάλιση μέσω της Πολεμικής Αεροπορίας, την οποία προσπαθώ να τιμώ όσο πιο πολύ μπορώ, μιλώντας σε αθλητικά σωματεία και σχολεία, στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου και οπουδήποτε αλλού μού ζητείται».

Τι θα προτιμούσατε να συμβεί; Η πολιτεία αποκαθιστούσε οικονομικά τους αθλητές, προ κρίσης τουλάχιστον… «Θα ήθελα με κάποιον τρόπο να μου είχε ανατεθεί να προσφέρω τις γνώσεις μου για τη θάλασσα. Πιστεύω ότι έτσι «καίγονται» οι ολυμπιονίκες, από τη βιασύνη να τακτοποιηθούν όλα γρήγορα με μια νομοθετική ρύθμιση που να καλύψει και τον ΟΠΑΠ. Χωρίς να θέλω να φανώ αχάριστος, διαφωνώ με το σύστημα. Πιστεύω ότι υπάρχει καλύτερος τρόπος να αξιοποιηθούν και να συνεχίσουν να προσφέρουν κάποιοι αθλητές και όχι να δίνεται η εντύπωση ότι μετά το τέλος της καριέρας τους απλώς «βολεύτηκαν»».

Πάντως, υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν ότι με τα προνόμια και τα πριμ ο πρωταθλητισμός έγινε επικερδές επάγγελμα. «Τις παροχές αυτές εγώ τις θεωρώ ευεργετήματα και όχι προνόμια. Είναι ένα αντιστάθμισμα στην καθυστερημένη είσοδο στον επαγγελματικό στίβο και στις ευκαιρίες που θα είχε κάποιος αν δεν αφιερωνόταν στον πρωταθλητισμό. Κανείς δεν ξεκινάει να υποβάλλεται σε τόσες θυσίες και τόση αβεβαιότητα με στόχο να «αποκατασταθεί». Το 1986 που ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον πρωταθλητισμό δεν υπήρχαν ούτε πριμ, ούτε διορισμοί, ούτε κανένα θεσμοθετημένο κίνητρο για τους πρωταθλητές και τους ολυμπιονίκες. Τα πριμ άρχισαν στη δεκαετία του ’90, ανεπίσημα και χαριστικά, ήταν κάτι που βρισκόταν στην ευχέρεια του υπουργού. Εβγαινες πολλές φωτογραφίες με τους επισήμους; Ησουν καλό παιδί; Επαιρνες ένα πριμ για τις επιτυχίες σου. Χωρίς, φυσικά, καμία αίσθηση αναλογίας ή δικαιοσύνης. Λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς του 1996, δόθηκαν κάποιες παροχές με επίσημο τρόπο: εισαγωγή στον στρατό και συγκεκριμένα πριμ. Εγώ όμως έκανα ήδη δέκα χρόνια σκληρό πρωταθλητισμό, άρα δεν άλλαξε απολύτως τίποτα. Τα δικά μου κίνητρα ήταν η αγάπη μου για το άθλημα, το χαμόγελο των δικών μου, η εκτίμηση των ανθρώπων και η προβολή της πατρίδας μου».

Κάποια στιγμή, όμως, δεν ξέφυγε όλο αυτό με τους διορισμούς και τα πριμ; «Υπάρχει κάτι το υπερφίαλο σε αυτή τη διαδικασία, όμως υπάρχει και το ανέντιμο, που είναι πιο σημαντικό. Υπήρχε ένα παραθυράκι που έλεγε «όσοι είναι πρώτοι σε παγκόσμια πρωταθλήματα ολυμπιακών αθλημάτων» και όχι «ολυμπιακών αγωνισμάτων». Αρα, αν είχες κολλητό τον πρόεδρο της ομοσπονδίας σου, μπορούσες να πάρεις ένα χαρτί με σφραγίδα και υπογραφή δική του που να λέει ότι ο αγώνας που κέρδισες ήταν «παγκοσμίου επιπέδου» σε ολυμπιακό άθλημα και σε συγκεκριμένη κατηγορία-αγώνισμα «αναγνωρισμένο από την οικεία ομοσπονδία». Ετσι, έτρεχες έναν αγώνα σε μια άγνωστη κατηγορία με τρεις συμμετοχές και με το κατάλληλο χαρτί από την ομοσπονδία σου διοριζόσουν υπολοχαγός. Ηταν μάλιστα τόσο προκλητικοί ορισμένοι, που μετά τον διορισμό τους δεν ξαναέτρεξαν ποτέ. Υπήρξαν πολλά ανάλογα περιστατικά, σε αρκετές ομοσπονδίες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο σήμερα «πονάει χέρι, κόβει κεφάλι» και παρασύρονται στις περικοπές και κάποιοι νεαροί αθλητές οι οποίοι θα είχαν αξιόλογη πορεία με λίγη υποστήριξη».

Δηλώνετε «ασυμβίβαστος», αλλά κάποιοι λένε «παράξενος»… «Οταν ο ακοντιστής Σπύρος Λεμπέσης έκανε λόγο για τις μοναχικές προπονήσεις του σε χωράφια με χόρτα, του μίλησα και του έδωσα κάποια ονόματα για να αναζητήσει χορηγία ή υποστήριξη. Του ξανατηλεφώνησα να μάθω αν έκανε κάποια κίνηση και τα είπε όλα σε μία φράση: «Νικόλα, δεν θέλω να τους πάρω τηλέφωνο γιατί ταπεινώνομαι κάθε φορά που σηκώνω το τηλέφωνο και αδυνατίζει το λιοντάρι που έχω μέσα μου όταν βγαίνω στο στάδιο. Καλύτερα να βγω με λιγότερα χρήματα για προετοιμασία και με μεγαλύτερο νόμισμα ψυχής». Ταυτίστηκα –αισθάνθηκα ξανά όπως ακριβώς αισθανόμουν πριν από 20 χρόνια».

Αυτό είναι παραξενιά; «Κράτησα μια ολοκάθαρη πορεία στη ζωή μου, μακριά από τα μαγαζάκια του αθλητισμού που υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις ομοσπονδίες. Εγώ είχα προσωπικό κόστος όσες φορές συγκρούστηκα με άρρωστες καταστάσεις, γι’ αυτό και δικαιούμαι να με πειράζει που γίνεται ένα πάρτι, όλοι μιλάνε για αυτό αλλά κανείς δεν το καταγγέλλει, γιατί όλοι φοβούνται τις επιπτώσεις. Αυτά δεν μαζεύονται και είναι δείγματα μιας πολύ άρρωστης κατάστασης. Εχουν περάσει τόσοι υπουργοί Αθλητισμού, κανείς δεν άκουσε καταγγελίες, κανένας δεν ξέρει τι γίνεται στις περισσότερες ομοσπονδίες; Ενας μικρόκοσμος είμαστε, μια μικρογραφία της υπόλοιπης κοινωνίας…».

Εχετε δεχθεί πρόταση να κατεβείτε στην πολιτική; «Δέχθηκα πρόσφατα, αλλά δεν μπήκα στη διαδικασία. Στον αθλητισμό κρίνεσαι κυρίως από τις πράξεις σου και έπειτα –έως και ελάχιστα –από τα λόγια σου. Επίσης, η όποια ανταμοιβή είναι αβέβαιη. Η πολιτική λειτουργεί αλλιώς. Δεν κατέχω την τέχνη του συμβιβασμού και της διπλωματίας, ούτε θα μπορούσα να συμμετέχω σε εμπόριο υποσχέσεων».

Εχουν περάσει δέκα χρόνια από τους Ολυμπιακούς του 2004. Είστε πλέον μόνιμος κάτοικος Κρήτης. Τι σκέφτεστε για τα επόμενα δέκα χρόνια; «Οι βασικές προτεραιότητες είναι η υγεία και η οικογένεια. Εχω ένα νέο εγχείρημα, να μεγαλώσω την κόρη μου. Κατά τα άλλα, εξακολουθώ να κυνηγάω κύματα και ταξιδεύω όποτε μπορώ για να ζήσω στη θάλασσα τις συνθήκες που δεν πρόλαβα στα 17 μου επειδή έκανα πρωταθλητισμό. Επίσης, μιλάω σε σχολεία. Θέλω να μιλάω σε 40 σχολεία τον χρόνο. Μέχρι στιγμής έχω μιλήσει σε 150 και σκοπεύω να ξεπεράσω τα 550 συνολικά στα επόμενα χρόνια. Αυτός είναι ένας πολύ ωραίος στόχος».

Τι τους μαθαίνετε; «Οχι πάντως πώς να γίνεις πρωταθλητής. Καμία σχέση. Τους λέω να κάνουν όνειρα, να είναι διαφορετικοί, να προσπαθούν να κάνουν καλά αυτό με το οποίο καταπιάνονται, να έχουν άποψη και να διεκδικούν, να μην περιμένουν το πεπρωμένο να τους βρει, αλλά να μάχονται. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επένδυση που πιστεύω ότι μπορώ να κάνω».

Σας ενοχλεί που τα μικρά παιδιά στα σχολεία δεν σας έχουν προλάβει να αγωνίζεστε και προφανώς δεν σας αναγνωρίζουν; «Αυτός δεν είναι ανασταλτικός παράγοντας της προσφοράς γιατί έχει γίνει ήδη καλή προεργασία από τους δασκάλους και τους καθηγητές. Μιλάνε στα παιδιά για τον ολυμπισμό, γίνεται μια πρώτη συζήτηση και έπειτα από μερικές ημέρες εμφανίζομαι εγώ. Τα παιδιά έχουν ήδη δει ένα βίντεο από τον διάπλου του Αιγαίου που έκανα με τη σανίδα μου, οπότε είναι προετοιμασμένα. Δεν πάω με τη λογική «ήρθε ο Κακλαμανάκης, πάρτε ένα αυτόγραφο γιατί είμαι γνωστός», υπάρχει μια μεθοδολογία. Η ομιλία μου έχει τίτλο «Ταξίδι ζωής» και δεν αναφέρεται σε αγώνες και νίκες, αλλά σε πορείες και αρχές».

Τι τους λέτε ακριβώς; «Περιγράφω τη διαφορά της πειθαρχίας από τον παρορμητισμό που σου διδάσκει ο αθλητισμός, τους μιλάω για το τετράπτυχο «ονειρεύομαι, στοχεύω, προσπαθώ, πετυχαίνω», τονίζοντας ότι τα πιο σημαντικά είναι το «ονειρεύομαι» και το «προσπαθώ», επειδή αυτά απουσιάζουν συνήθως. Τους εξηγώ με παραδείγματα από τη ζωή ότι ο πόνος και η ήττα μάς κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Μιλάω για τη συνέπεια λόγων και πράξεων, για συμβόλαια που υπογράφεις με τον εαυτό σου. Για να το πω με έναν τίτλο, ο στόχος μου είναι να ξαναφέρω τη σπίθα στα μάτια των νέων ανθρώπων».

Επαγγελματικούς στόχους έχετε για την επόμενη δεκαετία; «Η κρίση δεν είναι κατάλληλη για διαλογισμό, αλλά για δράση. Αυτό που θέλω να κάνω είναι μια σχολή πάνω στο κύμα. Προϋπόθεση, όμως, είναι να βελτιωθεί ο νόμος ώστε να είναι όλα καθαρά και νόμιμα, με σαφείς προδιαγραφές. Αυτό που θέλω είναι να περάσω και σε άλλους ανθρώπους όλα αυτά που ξέρω για τη θάλασσα. Θα ήθελα να έχω αφήσει κάθε άλλη δραστηριότητα και να κάνω μόνο αυτό, δεν θα μου άρεσε να είμαι επιχειρηματίας του ΟΠΑΠ και ταυτόχρονα να έχω σχολή στη θάλασσα. Από το να αγχώνομαι για τα καθημερινά θέματα του πρακτορείου, προτιμώ σαφώς τη μεγαλύτερη ευθύνη να μην πνιγεί κάποιος στη θάλασσα και να διδάσκω ναυτοσύνη, να διαφημίζω τη χώρα μου ανά τον κόσμο και να κάνω αυτό που αγάπησα και γνωρίζω καλά».

Ο αθλητισμός είναι γεμάτος παραδείγματα αθλητών που ζουν στη σκοτεινή πλευρά. Μιλάτε για αναγνώριση και πάθος, αλλά πρόσφατα είδαμε στο Μουντιάλ τα είδωλα να καίγονται κατά τη διάρκεια του τουρνουά. Αρα, δεν είναι θέμα εθνικής νοοτροπίας…
«Δεν μπορείς να γκρεμίζεις τα σύμβολά σου και να βάζεις φωτιές, να αυτοκτονούν άνθρωποι επειδή έχασε η ομάδα σου 7-1 από τη Γερμανία, τα ίδια σύμβολα που τα φωτογράφιζες και τα είχες θεοποιήσει προηγουμένως. Μπορεί κάποιος που δεν ξέρει να χάνει, που δεν έχει αθλητική παιδεία, να διοργανώσει καλούς Ολυμπιακούς; Θα χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα: της Πορτογαλίας το 2004, όπου οι Πορτογάλοι, ένας λαός με ιδιαίτερη παιδεία στα θέματα αυτά, μας χειροκροτούσαν όταν κερδίζαμε την εθνική τους ομάδα στον τελικό του Euro, αλλά και της Αυστραλίας το 2000, όπου ο ηλικιωμένος εθελοντής περίμενε με το καπελάκι του από το πρωί ως το βράδυ δίπλα στην είσοδο των εγκαταστάσεων, μέσα στον ήλιο, και μου έλεγε «είμαι εδώ μόνο για να σας λέω καλημέρα και καλή τύχη». Αυτές οι μικρές στιγμές είναι μαθήματα ζωής που εκφράζουν τη βαθύτερη κουλτούρα ενός λαού όχι οπαδών, αλλά φιλάθλων».

Μιλάτε σαν να μην υπάρχει ευθύνη από την πλευρά των αθλητών. «Η ευθύνη των αθλητών είναι μεγάλη. Οσο πιο ψηλά σε σηκώνουν, εσύ –σαν μάγκας –πρέπει να γνωρίζεις ότι τόσο πιο μεγάλο μπαμ θα κάνεις όταν πέσεις από τέτοιο ύψος, αυτό είναι ευθύνη δική σου, εσύ που είσαι ο Ρονάλντο ή ο Νεϊμάρ. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση που λέει ότι οι αθλητές είναι αθλητές, άντε και πρωταθλητές, ως εκεί. Δεν μπορούν να γίνουν ψυχοθεραπευτές για τις ανάγκες μιας κοινωνίας, όσο καλά και αν πληρώνονται. Δεν μπορεί η Βραζιλία να έχει κοινωνικά θέματα, ανισότητες, τις φαβέλες και ένα ακριβό Μουντιάλ και να πρέπει να ξελασπώσει ο Νεϊμάρ την εικόνα μιας χώρας. Αυτό είναι πολύ μεγάλη ευθύνη. Οσα εκατομμύρια και αν παίρνεις, αυτό είναι πολύ μεγάλο βάρος να το αντέξεις και μπορεί να σου κοπούν και τα πόδια».

Ποιο είναι το πιο χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα; «Εχετε δει την Κάθι Φρίμαν, που άναψε τον βωμό της ολυμπιακής φλόγας στο Σίδνεϊ, πώς τερμάτισε τον αγώνα της; Είναι τρομακτικό: έχει πέσει κάτω, δεν έχει ανάσα, τα μάτια της πάνε να γυρίσουν, όχι από το βάρος του χρυσού μεταλλίου που κέρδισε, αλλά από το βάρος της πιθανής αποτυχίας –αν αποτύγχανε, θα αποτύγχανε η ετεροχρονισμένη δικαίωση των Αβορίγινων που είχαν κατασφαχτεί από τους Αυστραλούς. Δηλαδή, σε βάζουμε να ανάψεις τον βωμό επειδή δηλητηριάσαμε και κατασφάξαμε τους Αβορίγινες όλα αυτά τα χρόνια και παίρνεις στην πλάτη σου όλον τον συμβολισμό, μετατρέπεσαι σε μοντέλο και ψυχοθεραπευτής ενός λαού και ταυτόχρονα κάνεις δημόσιες σχέσεις ενός πολιτικού καθεστώτος. Ο ρόλος ενός αθλητή πρέπει να ξεκινάει και να τελειώνει κάπου, αλλιώς ξεφεύγει. Γίνεται μη διαχειρίσιμος».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ