Είναι δύσκολη επίσκεψη. Ο Αντώνης Σαμαράς θα γίνει μεν σήμερα εγκάρδια δεκτός στην καγκελαρία από την Άνγκελα Μέρκελ. Όλα δείχνουν όμως ότι θα πρέπει να έχει μαζί του μικρά καλάθια. Τις τελευταίες ημέρες, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφαν Σάιμπερτ προειδοποίησε επανειλημμένα ότι στη συζήτηση δεν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις για τα ελληνικά αιτήματα – αυτές, διευκρίνισε, λαμβάνονται όχι «σε διμερές, αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο». Και παρόμοια προειδοποίηση είχε απευθύνει άμεσα και ο σύμβουλος της καγκελάριου για ευρωπαϊκά θέματα Νίκολαους Μάγιερ-Λάντρουτ, που είχε επισκεφθεί την Αθήνα πριν δυο εβδομάδες για να προετοιμάσει τις συνομιλίες.
Όχι λίγοι διπλωμάτες στο Βερολίνο διερωτούνται έτσι, ποια μπορεί να είναι η υπεραξία μιας τέτοιας συνάντησης για την Αθήνα. «Μηδαμινή» σπεύδει να πει κυνικά ένας από αυτούς. «Ο Σαμαράς έχει κληθεί να κάνει ραπόρτο για την κατάσταση στην ελληνική οικονομία και να εξηγήσει πως και πότε θα υλοποιήσει επιτέλους τις συμφωνηθείσες δομικές μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, στη φορολογία και στις αποκρατικοποιήσεις. Η Μέρκελ θα παίζει το ρόλο κριτή».
Ένα άλλος όμως τονίζει, ότι η συνάντηση εμπεριέχει και πολλές ευκαιρίες για τον επισκέπτη. «Στις συνομιλίες δεν θα ληφθούν αποφάσεις, μπορούν όμως να διαγραφούν προαποφάσεις, που στη συνέχεια θα γίνουν δεκτές, λόγω του μεγάλου πολιτικού βάρους του Βερολίνου, και από τις Βρυξέλλες» λέει.
Ειδικότερα στο θέμα του χρέους, προσθέτει, θα μπορούσαν να συμφωνηθούν ρυθμίσεις που συνάδουν με τις κατά τα άλλα μετριοπαθείς απαιτήσεις της Αθήνας – όπως την περαιτέρω μείωση των χρεολυσίων και την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης των δανείων.
Όμως οι δυνατότητες είναι περιορισμένες και σε αυτό τον τομέα. Το Βερολίνο αναγνωρίζει μεν, ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος από την Αθήνα συνεπιφέρει και την υλοποίηση της συμφωνίας του Νοεμβρίου του 2012 για ελάφρυνση του χρέους. Αυτό ωστόσο, προσθέτει, έχει γίνει ήδη από καιρό στην πράξη – με τη επανωτή μείωση των επιτοκίων τον τελευταίο χρόνο. «Δεν βλέπω περιθώρια για άλλες μειώσεις» δήλωσε σχετικά στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής ο εκπρόσωπος των Χριστιανοδημοκρατών στην επιτροπή προϋπολογισμού της γερμανικής Βουλής Νόρμπερτ Μπάρτλε.
Ασαφή είναι τα πράγματα και με το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας.
Επίσημα οι Γερμανοί λένε, ότι αυτό θα δοθεί μόνο αν το αποδεχθεί, πρώτον το ταμείο χρηματοπιστωτικής στήριξης ESM, και δεύτερον η ίδια η Αθήνα – κάτι που η τελευταία, όπως δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Handelsblatt» o Γκίκας Χαρδούβελης, δεν αποδέχεται με τίποτα.
Ανεπίσημα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σύμφωνα με πληροφορίες, το γερμανικό υπουργείο οικονομικών τείνει προς την άποψη, ότι το τρίτο πρόγραμμα είναι αναπόφευκτο: Πρώτον επειδή θεωρεί την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος προσωρινή «φούσκα», δεύτερον, επειδή δυσπιστεί στην ανάρρωση της ελληνικής οικονομίας, και τρίτον επειδή αμφιβάλλει για το αν οι τόκοι για τα ελληνικά ομόλογα θα μείνουν και τα επόμενα χρόνια στα σημερινά χαμηλά επίπεδα.
«Αν τελικά εδραιωθεί αυτή η θεώρηση, το τρίτο πρόγραμμα θα έρθει σίγουρα» λέει ειδήμων. «Κι αυτό παρά τις όποιες ελληνικές αντιρρήσεις, ή τα διεθνή νομικά ειωθότα». Ο μεγάλος φόβος του Βερολίνου, προσθέτει, είναι το πισωγύρισμα στα παλιά – όταν η Ελλάδα απειλούταν με την καταστροφή της εξόδου από την ευρωζώνη, και αυτή με τη σειρά της απειλούσε με αφανισμό και το ευρώ. Το τρίτο πρόγραμμα, προσθέτει, αποτελεί το καλύτερο εμπόδιο ενάντια σε τέτοιο ενδεχόμενο.
Η άποψη, ότι η παρατηρούμενη οικονομική πρόοδος στην Ελλάδα είναι πολύ εύθραυστη, είναι πλέον κοινός τόπος στο Βερολίνο. Αυτό, σύμφωνα με τον καθηγητή της οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Πότσνταμ Αλέξανδρο Κρητικό, οφείλεται σε δυο λόγους: Πρώτον, στην επιδερμική εξυγίανση του προϋπολογισμού, που δεν στηρίχθηκε σε δομικές αλλαγές και στην ανάπτυξη. Και δεύτερον, στην «καταστροφική», όπως λέει, φορολογική πολιτική. Σε σύγκριση με τη Γερμανία, προσθέτει, η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από ότι στην Ελλάδα. «Αλλά και μόνο τρεις φορές μεγαλύτερη να ήταν, θα ήταν ασήκωτη» τονίζει. Επόμενο έτσι, η οικονομία να μένει καθηλωμένη στο έδαφος.
Ταυτόχρονα αυξάνει και η κριτική εναντίον της τρόικας. Στην Ελλάδα, τα «τροϊκανά» προγράμματα βοήθειας ήταν πολύ φιλόδοξα και στηρίχθηκαν σε πολύ αισιόδοξες προβλέψεις, γράφει στο νέο του βιβλίο με τον τίτλο «Η αυταπάτη της Γερμανίας» ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας DIW Μαρσέλ Φράτσερ. Εξίσου υπερφιλόδοξες ήταν και ορισμένες μεταρρυθμίσεις, που δεν μπόρεσαν να υλοποιηθούν στη συνέχεια πλήρως. Τα προγράμματα βοήθειας είναι έτσι αμφισβητούμενα – και εκείνο που απομένει, είναι, αν στο τέλος θα χρειαστεί και ένα τρίτο, πιο αποτελεσματικό, καθώς και μια αναδιάρθρωση του χρέους.
Τέτοιες απόψεις δεν θα παίξουν φυσικά άμεσο ρόλο στη σημερινή συνάντηση στο Βερολίνο, δημιουργούν όμως δυσμενές κλίμα για την ελληνική αντιπροσωπεία. Η τελευταία δεν είναι όμως εντελώς άοπλη. «Ο Σαμαράς θα παίξει το πολιτικό χαρτί, προβάλλοντας τον κίνδυνο της αναρρίχησης του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση μετά τις επόμενες εκλογές» προβλέπει διπλωμάτης. «Και αυτό δεν πρόκειται να αφήσει ασυγκίνητη τη Μέρκελ, παρότι καταρχάς δεν θα προβεί σε παραχωρήσεις σε οικονομικά θέματα».