Η συνάντησή μας λαμβάνει χώρα ένα μεσημέρι ακραιφνώς «χατζιδακικό», με ήλιο και βροχή, σχεδόν ταυτόχρονα. Στο νούμερο 17 της οδού Ρηγίλλης το κουδούνι γράφει πάντα «Μάνος Χατζιδάκις». Το σπίτι στον πρώτο όροφο είναι όπως ακριβώς το άφησε και όπως ο ίδιος ήθελε να παραμείνει. Ζωντανό και ενεργό, σίγουρα όχι μουσειακό. Με τα πιάνα του, τους πίνακες του Τσαρούχη, του Μόραλη και του Σταθόπουλου, το πολύπαθο Οσκαρ του (γυρισμένο πλάτη!) για τα «Παιδιά του Πειραιά» μέσα σε μια γυάλινη προθήκη και την αύρα του να περιδιαβάζει τον χώρο, σαν να σηκώθηκε μόλις από την πολυθρόνα και να πήγε στο μέσα δωμάτιο κάτι να φέρει. Ο γιος του, Γιώργος Χατζιδάκις, παθιασμένος και χειμαρρώδης, εστιάζει στη συντονισμένη προσπάθεια παρουσίασης του ανέκδοτου έργου του συνθέτη που ξεκινάει σε λίγες ημέρες (σημειωτέον ότι ένα 60% του συνολικού έργου του, συμπεριλαμβανομένου και του λόγου του, όπως διασώθηκε μέσα από μαγνητοταινίες, ημερολόγια κ.ο.κ., παραμένει αφανές).
Ο Χατζιδάκις ο νεότερος ελάχιστες φορές θα μιλήσει on the record για τον δικό του Μάνο, ο οποίος τον υιοθέτησε λίγα χρόνια προτού πεθάνει διότι τον ενέκρινε πρωτίστως «σαν άνθρωπο»: «Η σχέση μας ήταν αναπόφευκτα μια σχέση μαθητή – δασκάλου. Δεν ήταν ένας κλασικού τύπου δάσκαλος. Σου έδινε όλες τις ελευθερίες που μπορούσες ή θα ήθελες να έχεις, λέγοντάς σου βεβαίως ότι όλα τα πράγματα έχουν το τίμημά τους. Η αντίληψή του ήταν η εξής: «Είσαι τόσο αυτόνομος και ελεύθερος, που έχεις ακόμη και δικαίωμα να καταστραφείς»».
Ο πατέρας Χατζιδάκις
Ο θετός γιος και κληρονόμος του μεγάλου συνθέτη (μια περίεργη λοξοδρόμηση της τύχης έκανε τους δρόμους τους να διασταυρωθούν, πρώτη φορά στο ζαχαροπλαστείο του… Φλόκα, όταν ο ίδιος ήταν μόλις 11 χρόνων) μοιάζει να έχει κάτι κοινό με τον Μάνο Χατζιδάκι: δεν τον ενδιαφέρει να είναι αρεστός. O Γιώργος Χατζιδάκις έχει επανειλημμένως κατηγορηθεί για σκληροπυρηνική, ενίοτε και φιλοπόλεμη στάση στο θέμα της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων του μουσικού έργου του πατρός του (με πιο «αιματηρές» εκείνες τις δικαστικές διαμάχες με τον θεατρικό επιχειρηματία Βαγγέλη Λιβαδά, την περίοδο 1999-2000): «Το είχε πει και ο ίδιος: «Αν δεν ήμουν τόσο αυστηρός, θα μου είχαν πάρει και τους καναπέδες του σπιτιού μου». Σε μια χώρα όπου όλα ανήκουν σε όλους και δεν αναγνωρίζεται κανένα πνευματικό δικαίωμα, αναγκάζεται κανείς να είναι περισσότερο αυστηρός από όσο ίσως κάποιες φορές θα έπρεπε. Εχουμε την εντύπωση, σχεδόν την πεποίθηση, πως όταν μας ενδιαφέρει κάτι ή ακόμη και όταν το αγαπάμε, μπορούμε να το κάνουμε δικό μας, χωρίς σεβασμό, χωρίς προδιαγραφές. Οταν λοιπόν εγώ τοποθετούμαι για το αυτονόητο και λέω, για παράδειγμα, ότι η εργασία του Μάνου Χατζιδάκι πρέπει να αμείβεται, ξαφνικά από γιος του γίνομαι κληρονόμος του! Αυτός είναι ένας τρόπος αφενός μεν να με απομακρύνουν από τη σχέση μου την προσωπική και την οικογενειακή και αφετέρου να δημιουργήσουν την εικόνα ενός αντιπαθούς ανθρώπου και στυγνού μπίζνεσμαν…». Ο ίδιος επιμένει ότι και σήμερα είναι πλείστα τα παραδείγματα διασυρμού και καταπάτησης του έργου του Χατζιδάκι. Και όχι μόνο στην Ελλάδα: «Αρκεί να σας πω ότι «Τα παιδιά του Πειραιά» θα έπρεπε έπειτα από 50 και πλέον χρόνια να έχουν επιστρέψει στον συνθέτη. Και όμως, η αμερικανική πολυεθνική που διατηρεί μέχρι και σήμερα τα δικαιώματα αρνείται ακόμη και να με συναντήσει!».
Ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις δεν επέτρεψε ποτέ αυτή την άμετρη οικειοποίησή του, αυτό το αυθαίρετο «ο δικός μας Μάνος» που διαπνέει συχνά σελίδες στο Facebook, άλλοτε μέσα από «ποσταρισμένα» τραγούδια του και άλλοτε μέσα από τους εκ νέου ανακαλυφθέντες «προφητικούς» πολιτικούς λόγους του (π.χ. για τον νεοναζισμό): «Είναι λίγο αντιχατζιδακικό όλο αυτό το κρεσέντο» λέει σήμερα ο γιος του. «Ο ίδιος δεν θα το ήθελε. Δεν μπορείς όμως να τον προστατεύσεις, ειδικότερα σήμερα με την τεχνολογία και το Διαδίκτυο. Το έργο του απλώς συνεχίζει το ταξίδι του μέσα στον χρόνο. Οσο για τους λόγους του, ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν προφήτης, όπως τον παρουσιάζουν πολλοί.
Ηταν ένας κανονικός άνθρωπος που διεκδικούσε να αναγνωρίζει την αληθινή πλευρά της ζωής. Οταν έλεγε, για παράδειγμα, πριν από 40 χρόνια «Φοβούμαι ότι με τον τρόπο που αντιδρούμε και σκεπτόμαστε θα καταλήξουμε γκαρσόνια της Ευρώπης» δεν ήταν μια προφητεία, ούτε μια μεταφυσική ερμηνεία. Ηταν μια ρεαλιστική αναγνώριση των καταστάσεων: «Οταν ζω αντιπαραγωγικά, θα φθάσω σε αδιέξοδο. Θα χρεοκοπήσω»».
Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα της κρίσης επιμένει να ανασκάπτει στο πρόσωπό του την εύκολη συγκίνηση και παραμυθία: «Εγινε το τέλειο άλλοθι για όλους μας. Διότι, δανειζόμενοι την προσωπική του μυθολογία, δεν εξελίσσουμε τον εαυτό μας». Είναι όλο αυτό το κύμα ρετρολαγνείας που υπάρχει σήμερα, με την υπερφορτισμένη συγκινησιακά «επανακάλυψη» της Μελίνας, του Μίκη κ.ο.κ. «Ο κανόνας μας είναι σήμερα η παρακμή» τονίζει ο Γιώργος Χατζιδάκις. «Ετσι, στην εξαίρεσή μας δανειζόμαστε από τους μύθους μας. Αν αυτούς τους ανθρώπους τους περιείχαμε αληθινά στην καθημερινότητά μας, δεν θα χρειαζόταν να τους ανακαλούμε».
Το φθινόπωρο του Μάνου
Στην ερώτηση γιατί θεωρεί ότι ο Μάνος Χατζιδάκις τον έχρισε κληρονόμο και μοναδικό διαχειριστή του έργου του, ο γιος του υπογραμμίζει: «Δεν ήταν συναισθηματικός ο λόγος. Προφανώς θεωρούσε ότι μπορώ να ανταποκριθώ σε αυτόν τον ρόλο. Το έλεγε και ο ίδιος ότι η συναισθηματική σχέση είναι διαφορετική από τη δυνατότητα διαχείρισης ενός μουσικού έργου. Εφερνε ως παράδειγμα τη μητέρα του. «Τη λατρεύω», έλεγε, «αλλά δεν θα τής έδινα carte blanche να διαχειριστεί πράγματα που έχουν σχέση με τη μουσική μου»». Ο συνθέτης δεν άφησε οδηγίες ή κατευθυντήριες γραμμές: «Δεν χρειάστηκε. Ηταν αυτονόητο τι θα συμβεί. Αν κανείς ακολουθήσει τον κώδικά του, και σε μουσικό και σε αισθητικό επίπεδο, τότε δεν αντιμετωπίζει προβλήματα στη διαχείριση, ξέρει προς τα πού πρέπει να βαδίσει».
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το φθινόπωρο ο Γιώργος Χατζιδάκις ανοίγει πανηγυρικά την αυλαία μιας «πενταετίας συστηματικής παρουσίασης του έργου» του μεγάλου συνθέτη και διανοουμένου. Εγκαινιάζεται στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο με την πρώτη εκτέλεση του ανέκδοτου σάουντρακ της ταινίας «Faccia di spia» («Τα εγκλήματα της CIA», 1975) του Τζουζέπε Φεράρα από το «Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις» και την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΝΕΡΙΤ υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού (το δεύτερο μέρος των συναυλιών περιλαμβάνει μια επιλογή από τα διασημότερα τραγούδια του για τον διεθνή κινηματογράφο –ερμηνεύουν η Ελλη Πασπαλά και ο Vassilikos).
Αλλά και το 2015 που (συμπτωματικά) συμπληρώνονται 90 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη (διότι ο ίδιος αποστρεφόταν μνημόσυνα και επετείους) θα είναι ένα άτυπο έτος Χατζιδάκι. Αρχές της άνοιξης το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών θα υποδεχτεί την «Εποχή της Μελισσάνθης» (28 Μαρτίου 2015). Εξάλλου, προγραμματίζεται, σε συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή, η παρουσίαση του «Χαμόγελου της Τζοκόντας» σε μορφή μπαλέτου, ενώ «κύκλοι τραγουδιών, πιανιστικά έργα και συνδυασμοί έργων μικρής φόρμας» θα φιλοξενηθούν σε κλειστούς χώρους στην Αθήνα (Θέατρο Τέχνης –Υπόγειο και Φρυνίχου -, Παλλάς κ.ά.), τη Θεσσαλονίκη (Μέγαρο Μουσικής) και άλλες πόλεις.
Το έτος θα κλείσει πανηγυρικά στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου με ανέκδοτα έργα του για κωμωδία και τραγωδία, αλλά και μπαλέτο. «Πέρασαν ήδη 20 χρόνια και το έργο του παραμένει ανέκδοτο και χωρίς να παρουσιάζεται σε μια ευρεία γκάμα…» τονίζει ο κ. Χατζιδάκις. «Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι έχει γράψει 80-90 θεατρικές μουσικές και έχουν εκδοθεί μόλις τρεις-τέσσερις. Οπως όλοι γνωρίζουμε, ο χρόνος είναι απρόβλεπτος και κάποια πράγματα πρέπει επιτέλους να γίνουν…». Ανάμεσά τους, βέβαια, και η δισκογραφική έκδοση ανέκδοτων έργων του (τον προσεχή Οκτώβριο θα κυκλοφορήσει σε CD από τη MINOS-ΕΜΙ η πρωτότυπη σουίτα του «Faccia di spia» έτσι όπως θα ακουστεί για πρώτη φορά στο Ηρώδειο).
Το κυνήγι του χατζιδακικού θησαυρού
Ο Γιώργος Χατζιδάκις μιλάει εκτενώς για το ηθικό βάρος της διαφύλαξης μιας τόσο θεμελιώδους για τον νεοελληνικό πολιτισμό καλλιτεχνικής κληρονομιάς: «O Mάνος έλεγε: «Εγώ είμαι υπεύθυνος μέχρι το τελευταίο λεπτό που αναπνέω. Μετά η ευθύνη ανήκει σε εσάς». Και όμως, πριν «φύγει», μου είπε: «Αν το έργο ή το όνομά μου σε εμποδίσει έστω και μια μέρα να ζήσεις τη ζωή σου όπως ακριβώς εσύ θέλεις, πέταξέ το και μη σκεφθείς τι θα πει ο οποιοσδήποτε»». Ακουσε μερικώς τη συμβουλή του: «Σε ένα ποσοστό, η ισόβια αυτή ευθύνη έχει σταθεί εμπόδιο για μένα. Ο ίδιος με είχε άλλωστε προειδοποιήσει για τις επιθέσεις που θα δεχτώ πρώτα από τους φίλους, ύστερα από τους δημοσιογράφους και τέλος από ένα μέρος της κοινωνίας. Και όμως, τα εμπόδια που αντιμετωπίζω εγώ είναι δευτερεύουσας σημασίας. Σημασία έχει το έργο και η διαφύλαξή του».
Οσον αφορά το ακανθώδες εδώ και χρόνια ζήτημα του άστεγου αρχείου Χατζιδάκι, παραμένει, σύμφωνα με τον διαχειριστή του, εκκρεμές: «Εδώ η πολιτεία αδιαφορεί για ανθρώπους που υποφέρουν και δεν μπορούν να επιβιώσουν, θα ενδιαφερθεί για ένα πολιτιστικό περιεχόμενο; Ετσι ήταν πάντα αυτή η πολιτεία: αδιάφορη, ανεπαρκής» λέει με πικρία, σπεύδοντας όμως να προσθέσει ότι είναι πλέον αποφασισμένος να επιληφθεί του θέματος: «Βρίσκομαι ήδη σε μια κατεύθυνση. Μην έχετε αμφιβολία, αν δεν οριστικοποιηθεί σχετικά άμεσα η υπόθεση του αρχείου, έχω και εναλλακτική λύση. Δεν μπορώ να σας μιλήσω ακόμη για αυτήν. Μπορεί να είναι ως και… σοκαριστική. Αλλά ασφαλής λύση».
Οσο για το κυνήγι του χαμένου χατζιδακικού θησαυρού, 20 χρόνια μετά τον θάνατό του συνεχίζεται πιο φρενήρες από ποτέ. Διότι, εκτός βέβαια από το ποσοστό του αρχείου που βρίσκεται στο Εθνικό Θέατρο ή στο Θέατρο Τέχνης, εκεί έξω βρίσκονται διάσπαρτες κάμποσες εκπλήξεις: «Πριν από τέσσερις-πέντε μήνες κατέβηκα εδώ στην αποθήκη του διαμερίσματος της Ρηγίλλης. Νόμιζα ότι θα βρω μια αποθηκούλα, αλλά ήταν ένας πολύ μεγαλύτερος χώρος. Μέσα ανακάλυψα δέκα βαλίτσες γεμάτες πράγματά του καθώς και 200 μαγνητοταινίες, όλες άψογα τακτοποιημένες σε ράφια!». Είναι βέβαια και οι ιδιώτες-αρπακτικά που ένα πρωί ξυπνούν με μια παρτιτούρα του Μάνου Χατζιδάκι στο πατάρι τους: «Ως τώρα έχουν εμφανιστεί 20 ιδιώτες που έχουν παρτιτούρες, σημειώματα, μαγνητοταινίες. Εντελώς συμπτωματικά όλοι… τα έχουν βρει στο Μοναστηράκι. Δεν είναι πάντα εύκολο να τους χειριστείς. Ενας εξ αυτών εμφανίζεται μια φορά στα δύο χρόνια, συναντιόμαστε για να συζητήσουμε πώς θα αξιοποιηθεί το υλικό και μετά εξαφανίζεται και πάλι».
Στην ερώτηση πώς σε όλo αυτό το φιλόδοξο πενταετές σχέδιο επαναπαρουσίασης του συνόλου του έργου του μεγάλου έλληνα συνθέτη θα καταφέρει να διασώσει την ποιητική του και όχι τη μυθολογία του, ο γιος του είναι σαφής: «Ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε πάντα: «Αν ανάμεσα στους εκατοντάδες ακροατές που έρχονται να ακούσουν τις μουσικές μου υπάρξει ένας μικρός αριθμός με τον οποίο καταφέρω να επικοινωνήσω, είναι τεράστιο το κέρδος». Το μαζικό γεγονός τον απωθούσε, τον τρόμαζε. Θεωρούσε ότι η αληθινή επικοινωνία γίνεται με λιγότερους. Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Κάποιοι θα επικοινωνήσουν αληθινά με το έργο. Οι περισσότεροι ή αρκετοί θα «παραμυθιαστούν» με αυτό».
*«Μάνος Χατζιδάκις –Τρόποι του φεγγαριού»: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 24 και 25 Σεπτεμβρίου, στις 9 μ.μ. **Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ