Είναι μάλλον περίεργο να βλέπεις ένα παιδί να μεγαλώνει, να φτάνει στην εφηβεία. Αν το δεις χωρίς συναίσθημα, από απόσταση ασφαλείας, χωρίς δεσμούς αγάπης και συγγένειας, είναι μάλλον άβολο. Οι φωνές γίνονται άχαρες, τα σπυριά δημιουργούν συμπλέγματα, τα σιδεράκια είναι μια διαρκής υπόμνηση πως τώρα πρέπει να υπακούσουν σε άλλες ενήλικες φωνές που τους λένε –σοφά αλλά βαρετά –πως πρέπει να κάνουν υπομονή. Ο ερωτισμός είναι μια ανεξερεύνητη αλλά μάλλον τρομακτική ιδέα, τα νεύρα είναι ανεξήγητα, οι φίλοι μοιάζουν συνένοχοι σε όλα αυτά που δεν καταλαβαίνουν πως τους συμβαίνουν. Για την ακρίβεια, είναι σίγουρα άβολο.
Εκτός και αν το βλέπεις συμπυκνωμένο στον κινηματογράφο. Η ταινία «Boyhood» (Μεγαλώνοντας) στην αρχή φαινόταν μια κάπως παράλογη ιδέα. Ο σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο σενάριο στο μυαλό του, σκέφτηκε πως θα είχε ενδιαφέρον να καταγράψει τη ζωή ενός παιδιού για 12 συνεχή χρόνια. Και όπως όλοι οι τυχεροί άνθρωποι, έκανε την παράλογη ιδέα του πραγματική τέχνη.
Ξεπέρασε τις περίεργες δυσκολίες, όπως το ότι ο νόμος δεν επιτρέπει σε κανένα κινηματογραφικό συνεργείο να υπογράψει 12ετές συμβόλαιο, βρήκε χρηματοδότηση ανάμεσα σε εξίσου ονειροπόλους, αλλά τελικά δικαιωμένους επενδυτές, έβαλε τον φίλο και πρωταγωνιστή του, Ιθαν Χοκ, να υποσχεθεί πως, αν πεθάνει ενδιάμεσα, θα συνεχιστεί το πρότζεκτ, έπεισε την κόρη του να πρωταγωνιστήσει και αυτή, και το μακρινό 2002 ξεκίνησε τα γυρίσματα.
Το αποτέλεσμα προβάλλεται αυτή την εποχή και στην Ελλάδα. Δεν είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, δεν είναι το αριστούργημα που θα αλλάξει τη ζωή κανενός, αλλά είναι –εκτός από μια θαρραλέα απόδειξη πως ακόμη και οι πιο παράλογες ιδέες μπορούν να γίνουν πραγματικότητα –και μια αφορμή για σκέψη και ταύτιση. Ταύτιση, γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουν το συνήθειο να μεγαλώνουν, ακόμη και αν δεν το κάνουν στην ενδοχώρα των ΗΠΑ, ακόμη και αν ο πατέρας τους δεν δουλεύει στην Αλάσκα, ακόμη και αν ο πατριός τους δεν είναι κοινωνικά αποδεκτός (μέχρι να γίνει μη αποδεκτός) αλκοολικός, ακόμη και αν η τεχνολογική εξέλιξη –που αποτελεί άλλη μία πρόκληση της ταινίας, από το Game Boy στο iPhone –δεν είναι τόσο πολύ μέρος της ζωής του.
Πέρα από τα προσωπικά βιώματα που επαναφέρει το φιλμ στον κάθε άνθρωπο ο οποίος έχει όρεξη να σκεφτεί πώς ακριβώς μεγάλωσε (αν μεγάλωσε ποτέ), ένα βασικό ερώτημα που δημιουργείται από την ταινία προέρχεται από τις διαφορές των πολιτισμών.
Η στιγμή της απελευθέρωσης του παιδιού από τη μητρική εστία είναι τα 18 χρόνια. Η στιγμή που το δράμα πυκνώνει και η οικογένεια θεωρεί πως έκανε ό,τι μπορούσε. Που χωρίς ανακούφιση, αλλά με αυταπάρνηση παραμερίζει για να αφήσει το παιδί να κάνει τα δικά του λάθη, τα οποία στο σύνολό τους θα δημιουργήσουν τη ζωή του.
Η όλη λογική θυμίζει όλες αυτές τις –μέχρι πρότινος εξωγήινες –οικογένειες από την Κεντρική Ευρώπη που εμφανίζονταν στις ελληνικές παραλίες, όλες αυτές που χαρακτηρίζονται από μια μεγάλη ελευθερία στα όρια της ασυδοσίας, από μια φρικιαστική για τη μέση ελληνίδα μάνα (τουλάχιστον της παλαιότερης γενιάς) ανοχή στο λάθος των παιδιών. Οι οικογένειες που έχουν την άποψη πως το παιδί πρέπει πρώτα να καεί στο μάτι της κουζίνας για να μάθει να μην το πλησιάζει. Πως δεν αρκεί μια πρόταση με εκνευρισμένα ντεσιμπέλ γεμάτη «μη».
Η ελληνική κοινωνία δεν λειτούργησε ποτέ έτσι. Δεν γνωρίζω τι είναι καλύτερο ούτε τι λένε οι έρευνες και οι παιδοψυχολόγοι για την ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και διαρκούς αίσθησης ασφάλειας –με τις υποχρεώσεις και τα συμπλέγματα που συνεπάγεται η ασφάλεια μέχρι τη βαθιά ωριμότητα. Δεν γνωρίζω πόσο «φυσιολογική» ή «ασφυκτική», παράλογη ή λογική θεωρείται η μέση ελληνική οικογένεια.
Αυτό που είναι φανερό από μια ματιά στην υστερία γύρω μας είναι πως ποτέ δεν λειτουργήσαμε έτσι. Και κάπως έτσι, ενώ –ας μην κρυβόμαστε –ζούμε σε πόλεις που θυμίζουν ένα διαρκές λάθος, σε συνθήκες πλήρως εναρμονισμένες με τις συνέπειες του λάθους έχουμε ποινικοποιήσει υποκριτικά την αίσθησή του. Μια λάθος επένδυση, ένας λάθος γάμος, μια λάθος καριέρα, όλα αυτά στην ελληνική κοινωνία θεωρούνται εφιαλτικά, καταστροφικά, αιτία γονεϊκού πανικού και παιδικού πάρτι ενοχών. Οι γονείς φοβούνται τα λάθη, τα παιδιά μαθαίνουν να φοβούνται την αντίδραση των γονιών στα λάθη. Και κάπως έτσι μεγαλώνουμε. Και χάνουμε αυτό που είναι το σύνολο των λαθών κάθε ανθρώπου· τη ζωή.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ